Λεωφόρος Μακαρίου Γ’ 50, Λευκωσία, 22314671.
 
 «Αγαπητό Ημερολόγιο, αύριο που είναι Καθαρή Δευτέρα ξέρω ότι τα παιδιά μου θα κάνουν απεργία πείνας. Αποφάσισα να μην ενδώσω στη βιολογικά προγραμματισμένη μητρική μου υστερία του τύπου: «μα γιατί δεν τρώνε τα παιδιά». Απλά θα φροντίσω να τους ταΐσω όσα περισσότερα πράγματα μπορώ σήμερα».
 
Και κάπως έτσι, καταλήξαμε οικογενειακώς την Κυριακή στο καινούριο μπαρ γερμανικού τύπου της Μακαρίου, Beer & Beer, για τους πανταχού μπιρόβιους και… λουκανικόβιους. Και θα μου πεις, στο μπαρ βρήκες να πάρεις να ταΐσεις τα παιδιά; Ναι και την ίδια φαεινή ιδέα είχαν κι άλλοι γονείς, αν κρίνεις από τον αριθμό των λιλιπούτειων πελατών εκείνη τη μέρα (απ’ ό,τι φαίνεται τα αντράκια μου δεν είναι τα μόνα που τρελαίνονται για λουκάνικα).
 
 
Ο χώρος ήταν ευρύχωρος και ζεστός, με μια εκσυγχρονισμένη και πιο μινιμάλ βαυαρική αισθητική. Υπήρχαν οθόνες για προβολές αγώνων, χαμογελαστοί σερβιτόροι και χαλαρή ατμόσφαιρα. Σαν να μην είχαμε ξαναδεί φαγητό στη ζωή μας, παραγγείλαμε τον περίδρομο: σαλάτα με κινόα, χοιρινό κότσι, κοτόπουλο σνίτσελ, μπριζόλα γίγας, πατατοσαλάτα και για ορεκτικό μια πιατέλα με αυθεντικά γερμανικά λουκάνικα. Μας ήρθαν 4-5 είδη λουκάνικων, διάφορων μεγεθών και γεύσεων. Ήταν όλα ζουμερά και μοσχοβολούσαν ξύλο και φωτιά. Με κάθε μπουκιά, ένιωθα να πηγαίνω πίσω στα παιδικά μου καλοκαίρια στην Πολωνία, σε κάποια λίμνη, όπου ανάβαμε φωτιά  και ψήναμε τα λουκάνικά μας πάνω σε κλαδιά.
 
 
Τα μοναδικά μας συνοδευτικά ήταν η μουστάρδα και το ψωμί, όπως ακριβώς και σε αυτό το μαγαζί. Παράξενο πώς κάποτε η απόλυτη γευστική απλότητα, μπορεί να ξυπνήσει πολύ πιο δυνατά και βαθιά τις αισθήσεις από ένα πιο ευφάνταστο ή επιτηδευμένο πιάτο. Η πατατοσαλάτα ταίριαζε εξαιρετικά με τα λουκάνικα, προσθέτοντας μια κρεμώδη και γλυκιά δροσιά. Στο ενδιάμεσο, κατέφτασε και η σαλάτα με την κινόα, για την οποία να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν είχα και πολλή όρεξη αλλά είπα να το παίξω και λίγο χέλθι. Καλύτερα να μην το έπαιζα γιατί από γεύση δεν έλεγε και πολλά. Ήταν μια σαλατίτσα σεμνή και ταπεινή χωρίς ιδιαίτερη προσωπικότητα, παρόλο που στο μενού φαινόταν πολλά υποσχόμενη.
 
 
Έτσι για την ημερήσια μου δόση των λαχανικών, αφοσιώθηκα στην προαναφερθείσα πατατοσαλάτα. Η μπριζόλα γίγας ήταν όνομα και πράγμα, τεράστια, ζουμερή και νόστιμη, κοντός ψαλμός αλληλούια. Το κότσι ήταν κι αυτό πολύ απολαυστικό, μαλακό και μυρωδάτο, αργοψημένο στο ζουμάκι του. Τρώγοντάς το, σκεφτόμουν συνεχώς ότι πρέπει να φέρω άμεσα τον πατέρα μου, ο οποίος ονειρεύεται εδώ και 35 χρόνια κότσι, σαν αυτό που έτρωγε ως φοιτητής στην Τσεχία (προφανώς, η γερμανική κουζίνα μπορεί να ταξιδέψει κάποιον γευστικά σε όλο το πρώην Ανατολικό Μπλοκ).
 
Δεν ξέρω αν θα φτάνει το κότσι των (εξιδανικευμένων) αναμνήσεών του αλλά υποψιάζομαι ότι θα μείνει ευχαριστημένος. Το τεράστιο λεπτεπίλεπτο σνίτσελ με την ντελικάτη κρούστα άρεσε πολύ στα τέκνα, αλλά το συνοδευτικό (εν) «κουλί» από μούρα δεν το τίμησαν. Το δοκίμασα με το κρέας και δεν είμαι σίγουρη αν ήταν αναγκαία προσθήκη στο σνίτσελ. Ίσως η γλυκόξινη φρουτώδης γεύση του, να ταίριαζε περισσότερο με την πιο έντονη και «αρρενωπή» μπριζόλα για μεγαλύτερη αντίθεση.
 
Για το τέλος παραγγείλαμε στρούντελ μήλου και μας ήρθε μια ζεστή, αφράτη και χιονισμένη (απ’ τη ζάχαρη άχνη) σφολιάτα. Από μέσα το μήλο ήταν γλυκό όσο έπρεπε, η σφολιάτα ήταν μαλακή (θάνατος στις βαρυψημένες σφολιάτες), και το ότι ήταν σερβιρισμένο ζεστό, κέρδιζε πολλούς πόντους στα χαρτιά μου. Όλα αυτά περιττό να πω, ο άντρας μου τα συνόδευσε με μια βαρελίσια μπίρα Hofbrau Munchen, στην επόμενή μας επίσκεψη, υποψιάζομαι ότι θα φέρει τον πατέρα μου για να κάνουν πριβέ γευσιγνωσία στις 100 βελγικές μοναστηριακές μπίρες του μαγαζιού. Συνοδευμένο με κότσι φυσικά.
 
 
 
Δευτέρα-Κυριακή 09:00-23:30.
 
Περιοδικό Go, τεύχος 55.