Παντελή Κατελάρη 16Α, Λευκωσία
Πού είναι ο μπαμπάς; Πήγε να φάει τα όσπριά του στη Μαγιοπούλα. Πού είναι ο μπαμπάς; Πήγε για ποτό με τα «παιδιά» στη Μαγιοπούλα. Πού πας μαμά; Πάω να βρω τον πατέρα σου στη Μαγιοπούλα να φάμε ψάρι. Σοβαρά, ο πατέρας μου θα έπρεπε να τους πληρώνει νοίκι, έτσι που ξημεροβραδιάζεται εκεί μέσα.
Ένα μεσημέρι λοιπόν, με κάλεσαν οι γονείς μου να τους κάνω παρέα σε αυτή την κομψή ψαροταβέρνα και σκέφτηκα αντί να πάω με την παραδοσιακή οδό και να διαλέξω μεγάλο ψάρι όπως συνήθως, να δοκιμάσω διάφορες από τις σπεσιαλιτέ τους. Για ξεκίνημα επιλέξαμε μια κλασική επιλογή, τη σαλάτα ρόκα με λιαστές ντομάτες και παρμεζάνα. Ήταν ακριβώς όπως το είπα, μια περιποιημένη κλασική σαλάτα, εκτελεσμένη σωστά.
Ακολούθως δοκίμασα μύδια σοτέ με ούζο και κρεμώδη σάλτσα, τα οποία βρήκα πολύ νόστιμα με την αχνιστή και μια ελαφρώς γλυκιά λευκή σάλτσα τους. Συνέχισα με ριζότο σε μελάνι σουπιάς και παρμεζάνα, ένα ενδιαφέρον πιάτο με πολύ ιδιαίτερη γεύση, που δεν μου θύμιζε κάτι που έχω συνηθίσει μέχρι τώρα. Εντόπιζες ένα γλυκό, umami συνδυασμό με κάποιες περίεργες, μακρινές νότες από αλκοόλ. Η υφή ήταν έντονα κρεμώδης, το ριζότο όμως κρατούσε χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν ήταν λασπώδες. Τα μικρά κομματάκια από καλαμάρι που έβρισκα, κρατούσαν αμείωτο το ενδιαφέρον. Κοπελιές, λίγη έγνοια στα δοντάκια σας μετά από αυτό το πιάτο, μιας και μιλάμε για ολόμαυρο ρυζάκι. Ακολούθησαν δύο πιατάκια με χταπόδι, γιατί έχω ιδιαίτερη σχέση με δαύτο: το αγαπάω απελπισμένα βλέπεις, και αν με γνώριζε λιγάκι, σίγουρα θα με αγαπούσε κι αυτό πίσω.
Το πρώτο ήταν ψημένο στη σχάρα, αλλά με την ιδιαιτερότητα ότι είχε ψηθεί πιο πριν σε sous vide, κάτι το οποίο το έκανε να λιώνει στο στόμα σου. Απλό, λιτό και απέριττο, με λαδολέμονο και μαϊντανό, ήταν πραγματικά πολύ καλό. Το δεύτερο πιατάκι ήταν χταπόδι κρασάτο. Ήταν κι αυτό εξαιρετικά τρυφερό, με ξυλώδεις, ζεστές μυρωδιές από τα διάφορα μπαχαρικά. Για τέλος, είπα να δοκιμάσω καλαμάρι, σε δύο παραλλαγές: το ένα γεμιστό με φέτα, γαρίδες, χρωματιστές πιπεριές και ρίγανη και το άλλο τηγανητό με γαλέτα. Για το πρώτο είχα πολύ υψηλές προσδοκίες, μιας και πραγματικά ακουγόταν υπέροχο. Ξέρουμε όμως όλοι τι συμβαίνει στη ζωή, άμα έχεις υπερβολικά υψηλές προσδοκίες…Το καλαμάρι ήταν ψημένο σωστά, όμως όλη αυτή η γέμιση υπερπαραγωγή, για κάποιο λόγο δεν μου έκανε διαφορά είτε υπήρχε είτε όχι γιατί απλά δεν εντόπιζα όλες εκείνες τις γεύσεις που περίμενα να βρω.
Το τηγανητό καλαμαράκι, ήταν νοστιμούλι, υποψιάζομαι θα το καταβρόχθιζαν τα τέκνα μου και όλα τα τέκνα του κόσμου. Σούπερ τραγανά απ’ έξω, χάρη στη μυστική τους μαρινάδα και σούπερ τρυφερά από μέσα. Θύμιζαν έντονα ένα εθιστικό τραγανό κοτοπουλάκι γνωστής αλυσίδας με ένα γεροντάκι στο logo. Για το τέλος παρήγγειλα το Μιλφέιγ γιατί έχει έναν αιώνα που το έχω λιγουρευτεί. Μας ήρθε ένα γιγάντιο γλυκό σχηματισμένο σαν πλοίο, με στρώματα από κριτσανιστό φύλλο και ολόφρεσκη, παχιά και αφράτη κρέμα βανίλιας. Η αντίθεση στις υφές ήταν ευδιάκριτη και απολαυστική, όπως άλλωστε και τα υπόλοιπα πιάτα που είχαμε φάει πριν από αυτό. Σε περίπτωση που δεν το πιάσατε από την πρώτη, υπενθυμίζω ότι καθημερινά, προσφέρονται και δύο πιάτα μαγειρευτών πιάτων, καθώς και δύο είδη οσπρίων.
Δευτέρα-Σάββατο 12:00-23:00, Κυριακή 12:00-16:00
Περιοδικό Go, τεύχος 57.
Περιοδικό Go, τεύχος 57.