DOMUS:       13/20
 
Ιστορικό Lounge bar – restaurant με γευστική πρόταση που χρειάζεται βελτίωση σε ορισμένα σημεία. 
 
Υπήρξε μια περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας το Domus ήταν (αν όχι η πρώτη) μια από τις κύριες προτάσεις που σε καλούσε για μια καλή βραδινή έξοδο. Στη διάρκεια των χρόνων που πέρασαν από την πρώτη μου επίσκεψη (νομίζω πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια μαζί με τον αδικοχαμένο Αντή Χατζηκωστή)  το επισκέφθηκα μερικές φορές και τα τελευταία χρόνια κυρίως η εντύπωση που μου  έδινε ήταν ότι ενώ η Κύπρος των γεύσεων ετοιμαζόταν να κάνει το μεγάλο άλμα, όπως καλή ώρα έγινε πριν από είκοσι χρόνια με το κυπριακό κρασί, το Domus έμενε σταθερά αγκυροβολημένο στη δόξα των παλιών καιρών. Αυτό επιβεβαιώθηκε και με την πρόσφατη επίσκεψή μου πριν από κάποιες εβδομάδες.
Σε ό,τι αφορά το αμπαλάζ (θέση, περιβάλλον, ατμόσφαιρα κ.λπ.) το Domus εξακολουθεί να είναι ένας ενδιαφέρων χώρος που αξίζει τον κόπο να τον επιλέξεις. Το χειμωνιάτικο εσωτερικό αν και λίγο σκοτεινό για τα γούστα μου είναι ατμοσφαιρικό και φιλόξενο με μια αισθητική προσέγγιση που παραπέμπει σε γαλλικό bistrot μιας κοσμικής παρισινής γειτονιάς της δεκαετίας 1960 -1970 διανθισμένο με μοντέρνες πινελιές. Αλλά και τα τραπεζάκια έξω τις «γλυκές» βραδιές έχουν το ενδιαφέρον τους και είναι φιλόξενα.  Όμως το «αμπαλάζ» στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν επαρκεί από μόνο του για να εξασφαλίσει την επιτυχία ένα χώρου. Χρειάζεται και το καλό «περιεχόμενο» που στην περίπτωσή μας δεν είναι άλλο από το αλκοόλ, το κρασί και το φαγητό.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο, το Domus εκτός από Restaurant είναι και lounge bar, η εικόνα έχει ένα ικανοποιητικό θετικό πρόσημο. Ο χώρος του bar είναι ελκυστικός, τα κοκτέιλ είναι καλοφτιαγμένα και η μουσική (τζαζ αλλά και με ευρύτερη αναζήτηση σε άλλους μουσικούς χώρους) είναι καλή. Η εικόνα αρχίζει και θολώνει με το φαγητό. Το menu έχει ένα έντονα κλασικό πρόσημο και αυτό φαίνεται εύκολα από προτάσεις που αντλούν μεν την ύπαρξή τους από τη γαλλοαμερικανική κουλτούρα και παράδοση, αλλά που στις μέρες μας πρέπει κανείς να ψάξει πολύ για να τις συναντήσει. Υπάρχουν και σύγχρονες προτάσεις (π.χ. τα διάφορα καρπάτσιο) που όμως ανήκουν, ας μου επιτραπεί η αντίφαση, στο κλασικό κομμάτι της σύγχρονης κουζίνας. Αυτό από μόνο του δεν είναι κακό με μια προϋπόθεση. Το πιάτο δεν πρέπει να πάσχει τεχνικά και γευστικά. Αυτό δυστυχώς σε αρκετές περιπτώσεις δεν συμβαίνει. Δεν θα μακρηγορήσω με τεχνικές λεπτομέρειες και με κουραστικές περιγραφές. Θα σταθώ απλά σε δύο-τρία σημεία που δίνουν επαρκώς την εικόνα. Επί παραδείγματι το καρπάτσιο της πάπιας είναι σωστά κομμένο, τρυφερό και δένει όμορφα με το σύκο. Δυστυχώς, το ξίδι των μούρων δεν περιορίζεται σε ένα χάδι που στολίζει το σύνολο. Αντίθετα υπερβάλλει. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με το φιλέτο Νταϊάνα 21ος αιώνας.  Το φιλέτο είναι σωστά ψημένο αλλά και σε αυτή την περίπτωση η sause Hoisin το πνίγει και έχει γευστικές αδυναμίες. Θα μπορούσα να αναφέρω και άλλα παραδείγματα, π.χ. τα συνοδευτικά των πιάτων τα οποία χρειάζονται τάχιστα αναθεώρηση και βελτίωση, θεωρώ όμως ότι η εικόνα προβάλλει ανάγλυφα με αυτά.  Το συμπέρασμα είναι εύκολο. Το menu γενικά έχει ένα καλό στοιχείο (διαχείριση υλικών βάσης με σωστά ψησίματα) και ένα κακό.  Το στήσιμο των πιάτων δηλ. sauses και side dishes. Πιστεύω όμως ότι αυτά μπορούν να διορθωθούν.  Άλλωστε αυτό απαιτεί η ιστορία του Domus αλλά και τα άλλα θετικά στοιχεία που το χαρακτηρίζουν.
 
 
Βαθμολογική κλίμακα: Κακ: κάτω από 12/20. Μέτριο : 12 / 20 – 12,90 / 20, Καλό :13 / 20 – 13,9 / 20, Αξιοσημείωτα καλό : 14 / 20 – 14.9 / 20, Πολύ καλό : 15 / 20 – 16,4 / 20, Εξαιρετικό : 16,5 / 20 – 17,9 / 20, Άριστο : 18 / 20 – 20 / 20
 
Περιοδικό Go, τεύχος 82.