HΣοφία Ιορδανίδου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, Πρόεδρος του Advanced Media Institute, εκδότης του περιοδικού «δημοσιογραφία» και κυρίως δημοσιογράφος, παρακολουθεί από κοντά τα όσα πρωτόγνωρα διαδραματίζονται τελευταία στον χώρο των ΜΜΕ της Κύπρου λόγω του διπλού φονικού στον Στρόβολο, του φόνου της εκπαιδευτικού στην Αγλαντζιά και πιο πριν, του θανάτου της Έλενας Φραντζή.

Σε μια εποχή όπου τα «λαϊκά δικαστήρια» εκδίδουν αποφάσεις και καταδικάζουν προτού καν γίνουν γνωστά γεγονότα, η ίδια εξακολουθεί να βλέπει καθαρά τα όσα διαδραματίζονται και ταυτόχρονα να έχει την τόλμη να τα λέει.

Με αφορμές όπως η προβολή του διπλού φονικού στον Στρόβολο, του φόνου της εκπαιδευτικού στην Αγλαντζιά και λίγο πιο πριν του θανάτου της Έλενας Φραντζή, τα ΜΜΕ της Κύπρου βάλλονται από παντού για κακούς χειρισμούς και παραπληροφόρηση. Αυτό το «τσουβάλιασμα» δεν είναι άδικο;

Αν μιλάμε για τα ΜΜΕ, όχι δεν είναι άδικο. Αν μιλάμε για τους δημοσιογράφους που αναπόφευκτα ταυτίζονται με αυτά, ναι, μπορεί και να είναι εν μέρει άδικο. Η ιδιοκτησία και όσοι ασκούν την κεντρική διοίκηση των ΜΜΕ είναι υπόλογοι για την ποιότητα του περιεχομένου κ. Πάρπα και την επένδυση που αποφασίζουν ότι αξίζει η ενημέρωση των πολιτών. Εν προκειμένω, είναι η Διοίκηση που αποφάσισε να κάνει έκτακτα και τακτικά δελτία ειδήσεων κάθε μισή ώρα (ωσάν να βυθιζόταν ο πλανήτης Γη) και οι δημοσιογράφοι των εκπομπών να κρατούν ζωντανό το θέμα με συνδέσεις και συνεντεύξεις με ειδικούς, ωσάν να είναι οι ίδιοι τους πολυεπιστήμονες και να μπορούν να διαχειριστούν αποτελεσματικά όλες τις ειδικότητες των ανθρώπων με τους οποίους συνομιλούσαν, διασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο την ολοκληρωμένη ενημέρωση των πολιτών. Ήταν αναπόφευκτο να γίνουν σοβαρά συμπεριφορικά λάθη στον αέρα που προσβάλανε τους καλεσμένους και αδικήσανε τους δημοσιογράφους. Αθώοι δεν υπάρχουν στα ατελιέ και τα στούντιο των ΜΜΕ για το διπλό φονικό του Στροβόλου, αλλά η ευθύνη δεν καταμερίζεται εξ ίσου στους δημοσιογράφους και τους ιδιοκτήτες.

Σε μια εποχή όπου ο μέσος πολίτης «βομβαρδίζεται» συνεχώς με ειδήσεις, πώς μπορεί να ξεχωρίσει εκείνες που δεν έχουν το στοιχείο της υπερβολής και οι οποίες ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα;

Ακριβώς αυτό είναι το θέμα. Άλλη μία ευθύνη φορτώνεται στον πολίτη σήμερα. Του φορτώσαμε την ευθύνη της Υγείας (σκεφτείτε πόσα πρέπει να γνωρίζει για να αποφασίσει αν θα χορηγήσει τελικά ή όχι ασπιρίνη στο παιδί του ή τον ίδιο). Της Παιδείας (έχει ή δεν έχει δικαίωμα ο δάσκαλος να εφαρμόζει εκπαιδευτικές μεθόδους στο παιδί, η ψυχολογία του και όλα τα συναφή ευαίσθητα ζητήματα). Τα τραπεζικά και οικονομικά (φευ! αν βάλουμε τις λάθος υπογραφές) κοκ. 

Σε όλα αυτά τα σοβαρά ζητήματα στη ζωή του πολίτη, προστέθηκε σήμερα και ο Εγγραμματισμός στα Μέσα που ίσως να το ακούμε συχνά πια, αλλά δεν έχουμε ακόμη συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητά του. Σήμερα, έχουμε υποχρέωση να γνωρίζουμε ποιος λέει αλήθεια στην πληροφορία που μεταδίδεται και ποιος όχι. Να είναι σε θέση να ξεχωρίσει την είδηση από την προπαγάνδα. Ακόμη κι αν δεν έπρεπε να εργάζεται τουλάχιστον σε 2 δουλειές ο καθένας από μας για να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις των εποχών, με πόσα πτυχία και δια βίου μάθηση θα μπορούσε να αντεπεξέλθει σε όλα τα παραπάνω; Σκεφτείτε το. 

Από όλα τα σημερινά ΜΜΕ, εφημερίδες, ραδιόφωνο, τηλεόραση, ιστοσελίδες κ.ά. ποια πιστεύετε ότι είναι τα πιο αναξιόπιστα και γιατί;

Ακούστε, δεν είναι θέμα είδους Μέσου, αλλά περιεχομένου. Τα παραδοσιακά Μέσα έχουν απομακρυνθεί σχεδόν ολοκληρωτικά από κάθε είδους ερευνητική δημοσιογραφία και περιορίζονται σε εξειδικευμένες στοχεύσεις στην ενημέρωση που βασικά ΔΕΝ κοστίζουν και περνούν συγκεκριμένες πολιτικές. Σε έναν μεγάλο βαθμό, ο πολίτης δεν διακρίνει –ούτε καν για «άλλοθι»– την απαιτούμενη αξιοπιστία σ’ αυτό που διαβάζει ή βλέπει. 
Απ’ την άλλη πλευρά, υπάρχουν, αυτό που έχω ονομάσει, τα «αθέατα μήντια» (μπορεί να ξενίζει η έκφραση, αλλά πιστέψτε με, θα την ακούσουμε πολύ στο μέλλον).

Πρόκειται για δημοσιογραφικά εγχειρήματα που παλεύουν με όποιον τρόπο εφευρίσκουν, να κρατήσουν ζωντανή την αξιόπιστη δημοσιογραφία που αξίζει να υπάρχει και να καλύπτει την ανάγκη του πολίτη να ενημερώνεται –το κατά δύναμη– πιο αμερόληπτα. Στο Συνέδριο που διοργανώνουμε τον Σεπτέμβριο στη Θεσσαλονίκη «Media, Polis, Agora» συμμετέχουν εκπρόσωποι αξιόπιστων τέτοιων εγχειρημάτων για να δούμε μαζί πιθανούς τρόπους επανάκτησης της χαμένης αξιοπιστίας.

Με όλα αυτά που συμβαίνουν στον χώρο των ΜΜΕ, θα λέγατε ότι η δεοντολογία πήγε περίπατο και ξέχασε να επιστρέψει;

Τίποτε δεν πάει περίπατο και τίποτε δεν ξεχνά να επιστρέψει όσο υπάρχουν φωνές που με γνώμονα τη γνώση, τις δεξιότητες και την ακεραιότητα αγωνίζονται για να κρατήσουν το αξιακό σύστημα της ποιοτικής δημοσιογραφίας ζωντανό. H ανατροπή είναι μέρος της Ιστορίας και της ζωής εξάλλου. Προσπάθειες ανατροπής είδαμε στον κινηματογράφο, τη μουσική και το βιβλίο. Όλα παρέμειναν ζωντανά και τίποτε δεν ξεχάστηκε. Προφανώς η δύναμη του ανθρώπου τα κράτησε ζωντανά. 

Στις περιπτώσεις όπου αποδεδειγμένα παραβιάζονται κατ’ επανάληψη οι κανόνες της δεοντολογίας από συγκεκριμένα ΜΜΕ, η πολιτεία πώς μπορεί να παρέμβει για να προστατεύσει τους πολίτες; Υπάρχει ή χρειάζεται άλλος μηχανισμός άμυνας;

Το τελευταίο που συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα των μηχανισμών ελέγχου και προστασίας του πολίτη είναι τα προσεκτικά διατυπωμένα πλαίσια λειτουργίας. Εν προκειμένω κ. Πάρπα, η σειρά έχει ως εξής: 1. Είναι στο χέρι του κλάδου να θεσπίσει κανόνες αυτορρύθμισης και να τους τηρήσει. Αν αυτό δεν λειτουργήσει, τότε 2. Η Πολιτεία έχει την ευθύνη να θέλει και παράλληλα να μπορεί να προστατεύσει τον πολίτη. Και λέω να μπορεί, γιατί η αίσθηση ότι έχει «τα χέρια δεμένα» από εξωτερικούς παράγοντες που διασφαλίζουν την ύπαρξή τους είναι έντονη. Και όχι, δεν χρειάζονται περισσότεροι μηχανισμοί, να λειτουργήσουν με γνώμονα την αξιόπιστη ενημέρωση του πολίτη χρειάζεται.

Ο δημοσιογράφος που δεν θέλει να μπει σε αυτό το «παιχνίδι» της υπερβολής και της ψευτιάς, μπορεί να αμυνθεί ή σε αυτή την προσπάθειά του οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στην ανεργία;

Ο δημοσιογράφος που δεν δέχεται να λογοκριθεί ή να «παρασυρθεί σε υπερβολές» κ. Πάρπα, γνωρίζει ή υποψιάζεται ότι αυτό θα έχει συνέπειες. Και στην περίπτωση που δέχεται την υπερβολή και τη λογοκρισία όμως, υπάρχουν συνέπειες. Μόνον ο ίδιος θα κρίνει ποιες συνέπειες τον βαραίνουν περισσότερο. 

Παραπληροφόρηση και  ψευδείς ειδήσεις

Το facebook έχει συμβάλει στην παραπληροφόρηση και στη διασπορά ψεύτικων ειδήσεων; Ποιες οι διαφορές του με τα επίσημα ΜΜΕ;

Οι ψευδείς ειδήσεις (fake news) υπήρχαν ανέκαθεν αγαπητέ συνάδελφε. Από τη φύση της, η είδηση είναι μία κατασκευή από διαφορετικές πληροφορίες. Η ποιότητα του παραδοτέου εξαρτάται από το εύρος της έρευνας, τις πηγές που χρησιμοποιήθηκαν, τη διασταύρωση των πηγών και φυσικά τα τεκμήρια που συγκεντρώθηκαν για να την καταστήσουν αξιόπιστη. Μπορεί να είναι πιο προσωπικά γραμμένο κάτι στο Facebook, αλλά δεν είναι αυτό που κάνει μια είδηση αληθή ή ψευδή. Αλλού θα ψάξουμε τα αίτια γιατί ενοχλούν αίφνης τόσο πολύ οι «ψευδείς ειδήσεις», μια συζήτηση που καταλήγει να είναι προεχόντως πολιτική και όπως είδαμε στην περίπτωση Τραμπ και προσχηματική. 

Εντοπίσατε περιπτώσεις όπου συνειδητά κάποιοι λειτουργοί των ΜΜΕ διασπείρουν ψευδείς ειδήσεις ή πιστεύετε ότι τέτοιες ειδήσεις «γεννιούνται» στην προσπάθεια να μεταδώσουν πρώτοι κάτι και έτσι, δεν έχουν χρόνο ή δεν θεωρούν χρήσιμο να τη διασταυρώσουν;

Μπορεί να συμβαίνουν και τα δύο γιατί πείθουν τον εαυτό τους ή τους επιτρέπεται να πεισθούν ότι «αυτό θέλει ο πολίτης». Επίσης, η εξουσία της υπογραφής στην τυπωμένη εφημερίδα και του αέρα στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση είναι γλυκό συναίσθημα που πολλές φορές δεν μας επιτρέπει να ανησυχούμε ιδιαίτερα για τις συνέπειες των έργων μας. Ανεξαρτήτως αν το κάνει λοιπόν κάποιος επειδή του επιβάλλεται ή επειδή δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τις συνέπειες των έργων του, το γεγονός παραμένει ότι απομακρύνεται επικίνδυνα από τον πολύ σοβαρό ρόλο που του ανέθεσε το συγκεκριμένο λειτούργημα/επάγγελμα, αυτό της έγκυρης ενημέρωσης του πολίτη και όχι του εκφοβισμού του.   

Στις περιπτώσεις όπου έχει ήδη μεταδοθεί είδηση που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα από λάθος και όχι συνειδητά, πώς πρέπει να αντιδρά το ΜΜΕ; 

Εξαρτάται. Αν ο στόχος του είναι η όσο το δυνατόν πιο κοντά στην αλήθεια ενημέρωση, τότε θα βρει το θάρρος να ζητήσει συγγνώμη και να συνεχίσει τον αγώνα του. Πληροφορήθηκα ότι ζήτησε συγγνώμη ο Reporter, εύχομαι να το εννοούσε και να αποδείξει και στην πορεία ότι το εννοούσε. 

Η Σοφία Ιορδανίδου είνα Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο ΑΠΚΥ, Πρόεδρος του Advanced Media Institute και εκδότης του περιοδικού «δημοσιογραφία»