Την άνοιξη όταν η πανδημία θέριζε ζωές οι ιστορίες ανθρώπων από το Μπέργκαμο στην Ιταλία –μια από τις πλέον πληγείσες περιοχές– που έχασαν τους δικούς τους συγκλόνιζαν ολόκληρο τον κόσμο. Τα ρεπορτάζ για τα φορτηγά με τους χιλιάδες νεκρούς, τους βιαστικά σκαμμένους τάφους και τις οικογένειες που δεν είχαν την ευκαιρία να αποχαιρετήσουν όπως θα έπρεπε τους δικούς τους ανθρώπους, έδιναν μια άλλη διάσταση στα συντρίμμια που αφήνει πίσω της η Covid-19. Γιοι και κόρες που θρηνούσαν για το πόσο μόνοι πέθαναν οι γονείς τους. Φίλοι που έμαθαν για την απώλεια των δικών τους ενώ και οι ίδιοι νοσηλεύονταν. Ηλικιωμένοι αλλά και νέοι που έσβησαν στα νοσοκομεία χωρίς να έχουν κανένα δίπλα τους.
Οι σκηνές αυτές έφεραν στη μνήμη του Δημήτριου Μποσνάκη, Αναπληρωτή Καθηγητή Κλασσικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης τους άκλαφτους και τους αφίλητους νεκρούς της αρχαιότητας, όπως τους χαρακτήρισε, ένα θέμα με το οποίο ασχολείται στο τελευταίο του βιβλίο, με τίτλο «Κατηφείη και όνειδος, Ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι νεκροί». Ξεδιπλώνοντας τη συζήτησή μας ο Έλληνας ειδικός εξήγησε πως το βιβλίο αυτό, είναι η τρίτη του μελέτη πάνω στην αρχαιολογία του θανάτου. Η ιδέα ξεκίνησε από ένα επιστημονικό συνέδριο πριν χρόνια στη Γερμανία και η έκδοσή του συνέπεσε με τη μεγάλη περιπέτεια που ζει ο πλανήτης με την πανδημία. Η μερίδα του λέοντος, όπως είπε, πέφτει στη μνήμη των νεκρών, το σεβασμό που τους ταιριάζει, τις διαδικασίες ταφής. Παρόλα αυτά σκέφτηκε να διερευνήσει τους πεθαμένους του περιθωρίου, αυτούς που με λίγα λόγια είναι ανεπιθύμητοι, αλλά και τα θύματα πανδημιών, λιμών και πολέμων.
Έτσι, γεννήθηκε το βιβλίο το οποίο έχει τρεις άξονες. Ο πρώτος άξονας είναι οι κρίσεις των πόλεων και με αυτό εννοούνται εχθροπραξίες, παράπλευρες απώλειες μέσα σε πολέμους, πανδημίες αλλά και φυσικές καταστροφές. Ο δεύτερος είναι τα ανεπιθύμητα παιδιά (άρρωστα, νόθα), αυτά που πέθαναν σε ένα περιγεννητικό στάδιο, δηλαδή είτε λίγο πριν από τον τοκετό είτε λίγο μετά ή ήταν προϊόν αμβλώσεων. Σε αυτή την ομάδα, επίσης εντάσσονται οι απόκληροι, οι φτωχοί και οι παρίες, άνθρωποι με γενετικές ανωμαλίες. Ο τρίτος άξονας είναι οι νεκροί που έχουν ταφεί σε πρόχειρες ταφές με χειροπέδες, ποδοπέδες, που δείχνουν να εκτελέστηκαν. Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται και οι νεκροί που οι ζωντανοί φοβόντουσαν την επιστροφή τους, είτε επειδή πέθαναν βίαια είτε επειδή πέθαναν πριν της ώρας τους, με αποτέλεσμα η ψυχή τους να μην προλάβει να αποδεσμευθεί από τα γήινα χαρακτηριστικά της και να εξελιχθούν σε «δαίμονες». Πολλοί από αυτούς τους νεκρούς δεν τάφηκαν κανονικά αλλά πετάχτηκαν σε πηγάδια, σε απόμακρους γκρεμνούς και άλλοι πάλι δεν είχαν καν ταφεί.
Γύρω από τους νεκρούς, επεσήμανε ο Έλληνας καθηγητής υπάρχει ένα σημαντικό πλέγμα μνήμης, για αυτό και η τελευταία τους κατοικία λέγεται μνήμα. Η αταφία στην ουσία είναι ένας τρόπος για να μην θυμάται κάποιος αυτούς τους ανθρώπους. «Η ταφή είναι ένας τρόπος σύνδεσης όσων ζουν και όσων έχουν φύγει από τη ζωή. Ο νεκρός στην ουσία είναι ένα άψυχο κουφάρι. Αυτός που διαχειρίζεται το σώμα του είναι οι ζωντανοί και στην αρχαιότητα φροντίζανε με ευλάβεια τους πεθαμένους τους για να μην προσβάλουν τους θεούς τους. Με ποιο τρόπο θα γίνει η ταφή αντανακλά τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, την κοινωνική και οικονομική θέση, το φύλο του, τον πλούτο του νεκρού αλλά και τις κοινωνικές αντιλήψεις μιας εποχής».
Είναι για αυτό το λόγο που οι βιαστικές και μαζικές ταφές των θυμάτων της πανδημίας είναι πολύ πιθανόν να αφήσουν συλλογικά τραύματα σε μια κοινωνία, επεσήμανε ο Δημήτρης Μποσνάκης. «Είναι αυτό που αποκαλούμε οι άκλαφτοι και οι αφίλητοι νεκροί, όπως λένε οι αρχαίοι τραγωδοί, μέσα στη σιωπή. Υπάρχει ανάγκη διαχείρισης αυτού του πένθους. Ένα νεκροταφείο του Κεραμικού στην Αθήνα συνδέεται με τον μεγάλο λιμό του 5ου αιώνα π.Χ. στα χρόνια του Περικλή. Πρέπει να ήταν κάτι πολύ άσχημο γιατί ήταν και μολυσματικοί νεκροί. Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι το γεγονός πως όταν πέρασε αυτό το κακό δεν σκεφτήκανε έστω και των υστέρων να αποδώσουν κάποια τιμή σε αυτούς τους ομαδικούς τάφους. Να τους κάνουν δηλαδή ένα τόπο επίσκεψης ενός συλλογικού τραύματος, κάτι που έγινε για παράδειγμα για τα θύματα δύο τρομακτικών πανδημιών που έπληξαν τη Νάπολη και που οι κάτοικοι της πόλης επέστρεψαν πολλά χρόνια αργότερα για να τιμήσουν τα θύματα, μετατρέποντας ένα ορυχείο σε ταφικό μνημείο», τόνισε. Οι πανδημίες δεν ξεχνιούνται εύκολα όταν οι άνθρωποι τις βιώσουν πολύ άσχημα. Όπως στο μυαλό και τις ψυχές των ανθρώπων της Νάπολη παρέμειναν ζωντανές οι μνήμες των εγκαταλελειμμένων ψυχών, με ένα παρόμοιο τρόπο είναι πολύ πιθανόν πως θα βιωθούν και οι βιαστικές, μοναχικές κηδείες των θυμάτων της πανδημίας.
Κηδείες μέσα σε συνθήκες που απαγορεύεται το πένθος
Το κοινωνικό αποτύπωμα μιας βιαστικής και συλλογικής ταφής είναι πολύ μεγάλο. Στην αγγλική ορολογία συναντούμε τον όρο potter’s field (αγρός του κεραμέως) και αναφέρεται στα νεκροταφεία με τους μολυσματικούς, τους απόρους, τους νεκρούς που δεν έχουν συγγενείς να τους φροντίσουν. Πρόκειται για μεγάλους λάκκους που γεμίζουν με πεταμένα πτώματα, βιαστικά θαμμένα. Αφορούν τραγικές στιγμές της Ιστορίας και τις είδαμε να επαναλαμβάνονται και στις μέρες μας, με τα θύματα της πανδημίας, ανέφερε ο καθηγητής Δημήτρης Μποσνάκης, προσθέτοντας πως είναι ένας από τους μεγάλους φόβους στον δυτικό κόσμο να μη βρεθεί κάποιος πεταμένος σε ένα potter’s field.
Ένα από τα πιο περιβόητα potter’s field είναι στο Hard Island έξω από τη Νέα Υόρκη. Είναι ένα νησί που εδώ και δύο αιώνες θάβονται ανεπιθύμητοι, αζήτητοι και μολυσματικοί νεκροί σε ομαδικούς τάφους. Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιήθηκε για τους νεκρούς της επιδημίας AIDS τη δεκαετία του 1980 και για τα θύματα της Covid-19. «Πριν από ένα χρόνο, προτού ξεσπάσει η πανδημία, μια ομάδα καλλιτεχνών στη Νέα Υόρκη ήθελαν να διαχειριστούν τη μνήμη των αγνοημένων νεκρών του Hard Island και ζήτησαν να βρουν τα ονόματα όσων θάφτηκαν εκεί και να τους αποδώσουν κάποιου είδους μνήμη. Στα επόμενα χρόνια πιστεύω πως θα συζητάμε και πάλι για τους ανώνυμους νεκρούς, όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Βλέπουμε εικόνες που μας τρομάζουν. Οι νεκροί να πολλαπλασιάζονται, να θάβονται στη σιωπή και ο φόβος της μόλυνσης να είναι διάχυτος παντού», ανέφερε.
Η διαχείριση του θανάτου δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Μέσα στην πανδημία ξαναζήσαμε να υπάρχουν ειδικά νομοσχέδια και διατάγματα για το πώς πρέπει να γίνονται οι κηδείες και πόσοι άνθρωποι επιτρέπεται να είναι παρόντες σε μια τελετή. Είναι ένα δράμα που κανένας δεν πρέπει να ζήσει. Εκτός από τον πόνο της απώλειας, δηλαδή του δικού του ανθρώπου, να πρέπει να διαχειριστεί ταυτόχρονα και το γεγονός πως του στερούν το τελευταίο χαίρε. «Στενοχωριέμαι πολύ για τους ανθρώπους που χρειάστηκε να βιώσουν την απώλεια μέσα σε αυτές τις συνθήκες, που τους απαγορεύεται το πένθος και η έκφραση του πένθους τους. Άνθρωποι πεθαίνουν μόνοι και στη σιωπή και αυτό είναι κάτι αφόρητο», τόνισε. Για τον αρχαίο άνθρωπο ήταν σχεδόν κατάρα να πεθάνει και να μην του αποδοθούν οι ταφικές τιμές, να μην κλάψει κάποιος για εκείνον. Ακόμη χειρότερα βέβαια ήταν να μείνει άταφος.
Αποχαιρετούμε τον νεκρό, όπως εμείς θέλουμε
Λέμε τον τάφο «ύστατη κατοικία». Παρόλα αυτά είναι ένα μνημείο που έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία για όσους εξακολουθούν να βρίσκονται στη ζωή παρά για αυτόν που έφυγε. Οι τάφοι όμως, εκτός από μια δυνατή μαρτυρία για τους ενοίκους τους, δίνουν και μια σημαντική μαρτυρία για τις κοινωνίες. Για τους ειδικούς, οι αλλαγές που καταγράφουν σε σχέση με τα ταφικά έθιμα αποτελούν σημαντικές μαρτυρίες για τις αντιλήψεις και τον τρόπο ζωής σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Όσο προχωρούν τα πράγματα βλέπουμε μια μεγάλη έξαρση της ατομικότητας, εξήγησε ο Δημήτρης Μποσνάκης. Στις μέρες μας δεν υπάρχουν μοντέλα για το πώς θα θαφτεί ένας νεκρός, κάτι που σε παλαιότερες εποχές ήταν αδιανόητο. Οι συγγενείς και οι φίλοι μπορούν να δώσουν στον τρόπο ταφής όλο και πιο προσωπικά, ατομικά χαρακτηριστικά. Αν για παράδειγμα αγαπούσε τη μουσική, στην κηδεία του θα παιχτεί το μουσικό κομμάτι που τον εξέφραζε καλύτερα. Ήταν λάτρης των βιβλίων; Στο μνήμα του μπορεί να δει κάποιος το γλυπτό ενός βιβλίου ή ακόμη χαραγμένο ένα απόφθεγμα. «Αν πάμε στα σύγχρονα νεκροταφεία θα δούμε πολλά στοιχεία είτε με υπαινικτικό είτε με εκδηλωτικό τρόπο στοιχεία που αφορούν στον τρόπο με τον οποίο έζησε κάποιος. Έχουμε την ελευθερία και θεωρώ συναρπαστικό το γεγονός ότι η κοινωνία ανέχεται να κάνουμε το δικό μας όταν τιμάμε έναν άνθρωπο που έφυγε από τη ζωή. Άρα δηλαδή αποτυπώνουμε τον νεκρό με τον τρόπο που εμείς θέλουμε και αυτό είναι πολύ σημαντικό».
Ύψιστη τιμωρία η αταφία για τους νεκρούς και τους οικίους τους
Η μελέτη του Δημήτρη Μποσνάκη, που κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία (εκδ. Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων) κι έχει συγκεντρώσει πλήθος ανάρμοστων ταφών από την Εποχή του Σιδήρου ώς τη Ρωμαϊκή Εποχή, επιτρέπει τόσο στο ειδικό κοινό όσο και στον ανυποψίαστο αναγνώστη να μάθουν περισσότερα για τους ταπεινωμένους νεκρούς και την ιστορία τους και τους λόγους για τους οποίους κατέληξαν σε ομαδικές, ακτέριστες και ορισμένες φορές ατιμωτικές ταφές. Αιτίες οι οποίες εν τέλει δεν απέχουν από εκείνες για τις οποίες σήμερα ορισμένοι νεκροί καταλήγουν «ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι», όπως λέει και ο τίτλος του βιβλίου.
Στο μυαλό τους πολλοί έχουν την Αντιγόνη, την ηρωίδα της τραγωδίας του Σοφοκλή η οποία δεν δίστασε να θυσιάσει τη ζωή της για να φροντίσει το νεκρό σώμα του αδερφού της. Εκείνο που δεν είναι ευρέως γνωστό όμως είναι πως υπήρχαν και αποκλίνουσες ταφές που γίνονταν πολλές φορές στα κρυφά και συνοδεύονταν και από ένα στίγμα. Για αυτές τις ταφές δεν υπάρχουν πολλά ευρήματα, καθώς δεν ακολουθήθηκαν τα έθιμα ώστε να υπάρχουν αναφορές, ταφικά μνημεία, προσφορές στους θεούς, οποιαδήποτε αντικείμενα μέσα στους τάφους που να δίνουν μαρτυρίες. Το μόνο που υπάρχει είναι ένας ασυνήθιστος τρόπος ταφής και τα κόκαλα του νεκρού. Υπάρχει μια αμηχανία και μια μεγάλη δυσκολία για τους αρχαιολόγους, εξήγησε ο Δημήτρης Μποσνάκης, να συγκεντρωθεί αξιόπιστο υλικό.
Υπήρχαν δύο πόλοι νεκρών. Από τη μια οι τιμημένοι νεκροί και από την άλλη αυτοί που τους στερήθηκε η ταφή και επρόκειτο για τους προδότες, τους ιερόσυλους, όσους δηλαδή έδειξαν ασέβεια προς τους θεούς, και τους τυράννους ή τους επίδοξους τυράννους. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έπρεπε να ταφούν αλλά το σώμα τους έπρεπε να διασυρθεί. Ακόμη και αν τους θάψανε κανονικά για παράδειγμα αν είχανε την εξουσία και τη δύναμη, οπόταν και τους έγινε και κανονική ταφή, όταν θα επανερχόταν η πόλη στην κανονικότητά τους θα έπρεπε να τους ξεθάψουν, να ατιμάσουν τη σορό τους, πετώντας την μακριά, εξήγησε ο Έλληνας καθηγητής, προσθέτοντας πως η Αθήνα, η Βιωτία και η Μακεδονία είναι γεμάτες με παραδείγματα ατιμασμένων, άταφων νεκρών. Όσοι ανήκαν σε αυτές τις κατηγορίες έπρεπε να εξαφανιστεί τόσο το λείψανό τους όσο και οι ίδιοι από τη δημόσια μνήμη.
Όπως ανάφερε ο Δημήτρης Μποσνάκης, η περίπτωση της Αντιγόνης είναι ένας εκπληκτικός, δημόσιος διάλογος, που ανοίγει ο τραγικός τραγωδός, γιατί επικεντρώνεται στον προδότη. Όταν ο Κρέων απαγορεύει την ταφή του Πολυνείκη δεν κάνει κάτι κακό, κάτι παράνομο, γιατί ο νόμος ακριβώς απαγόρευε την ταφή και τις νεκρικές τιμές στους προδότες. «Η Αντιγόνη έρχεται και φέρνει τον αντίλογο όταν υποστηρίζει πως στα μάτια των θεών είναι προσβολή να στερείται κάποιος την ταφή του και ότι ο νόμος περί αταφίας είναι λανθασμένος. Είναι εκπληκτικό ότι πολλές φορές δεν συνειδητοποιούμε ότι ο αντίλογος σε μια πόλη έρχεται από μια γυναίκα. Η θέση της γυναίκας δεν είναι στον δημόσιο λόγο, στο προσκήνιο. Και αυτό είναι ίσως που εκνευρίζει ακόμη περισσότερο τον Κρέοντα, που είναι ο φορέας της εξουσίας. Η θέση των γυναικών ήταν στον ιδιωτικό βίο, στον θρήνο και όχι να ζητούν απαντήσεις από μια πόλη και να αμφισβητούν τις Αρχές της».
Η αντίφαση πάντως θεϊκών και ανθρώπινων νόμων έχει τη δική της εξήγηση. Επιβάλλοντας κάτι τόσο σκληρό και ατιμωτικό οι Αρχές μιας πόλης στην αρχαιότητα επεδίωκαν να αποτρέψουν τον οποιονδήποτε από το να προσβάλλει τις αξίες της. «Στην ουσία δεν τιμωρείτο μόνο ο νεκρός, που άλλωστε έχει ήδη φύγει από τη ζωή. Με την αταφία το βάρος της τιμωρίας έπεφτε στον περίγυρό του και με αυτό τον τρόπο σωφρονιζόταν μια ολόκληρη κοινωνία», ανέφερε.