Η καθολική παραδοχή ότι ουδέποτε υπήρξαν κρούσματα διαφθοράς δικαστή, δεν αφήνει  τη Δικαιοσύνη εντελώς έξω από τη σφαίρα των σκιών για παραλείψεις και κενά στο θέμα της αμεροληψίας και σύγκρουσης συμφέροντος. Ο πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου Χρίστος Κληρίδης στην τοποθέτησή του στον «Φ», τονίζει εμφαντικά πως διαφθορά δεν σημαίνει μόνο χρηματισμός, αλλά εν τη ευρεία της έννοια, μπορεί να είναι η ευνοϊκή μεταχείριση διαδίκων. Μιλά για ψίθυρους περί κρουσμάτων διαφθοράς αυτού του είδους που ακούστηκαν κατά καιρούς και υπενθυμίζει καταδίκες από το ΕΔΑΔ, για εργοδότηση συγγενών του δικαστή, στο γραφείο δικηγόρου που εμφανιζόταν ενώπιον του. Υποδεικνύει μάλιστα το εξής παράδοξο: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου και μετά εμφανίζεται ως διάδικος ενώπιον τους, ζητώντας γνωμοδότηση για νόμους που ψήφισε η Βουλή.

Η έννοια της διαφθοράς, αναφέρει, με τα σημερινά δεδομένα και όπως θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν καθορίσει, είναι διευρυμένη.

Η αντίληψη ότι, στην έννοια της διαφθοράς εμπίπτουν μόνο περιπτώσεις χρηματισμού, είναι λανθασμένη. Διαφθορά μπορεί να σημαίνει σήμερα την εύνοια ή την ανταπόδοση κάποιου ωφελήματος που μπορεί να μην είναι καν χρηματικό. Π.χ. στην υπόθεση του τέως Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, διαφθορά διαπιστώθηκε όταν ο Βοηθός του Γενικού Εισαγγελέα ανταπέδωσε κάποιο όφελος σε δικηγορικό γραφείο όταν το εν λόγω γραφείο προφανώς απέδωσε σε ίδιο όφελος στον Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα. Συνεπώς, στον τομέα της δικαιοσύνης ευρύτερα, υπάρχουν φαινόμενα διαφθοράς. Πολλές φορές οι αστυνομικές έρευνες, από την πείρα μου, τροχοδρομούνται σε βάρος κάποιων όταν, πίσω από τις έρευνες αυτές κρύβεται κάποιο υψηλά ιστάμενο πρόσωπο το οποίο, ενεργώντας είτε προς ίδιον όφελος είτε για λογαριασμό κάποιου άλλου για να παρέχει κάποια εξυπηρέτηση, σπρώχνει τις έρευνες αυτές για επίτευξη στόχου που θα εξυπηρετήσουν τον τελικό οφειλέτη. Αυτό το έχω ζήσει στην πράξη.

Στον τομέα των δικαστηρίων, από καιρού εις καιρόν, ακούστηκαν διάφορα σε σχέση με δικαστές είτε για χρηματισμό τους είτε για ευνοϊκή μεταχείριση προς όφελος κάποιων διαδίκων ή δικηγόρων. Όμως, είναι πολύ δύσκολο να αποδειχθούν τέτοιου είδους υπόνοιες και ή ψίθυροι αν θέλετε, αλλά σίγουρα θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε και αυτού του είδους τις καταστάσεις με δύο τρόπους: 

– Πρώτο, τόσο στους διορισμούς όσο και στις προαγωγές πρέπει να λαμβάνεται σαν κύριο στοιχείο η ακεραιότητα (integrity) του δικαστή και δεύτερο, οι μισθοί των δικαστών θα πρέπει να είναι τέτοιοι που να μην δημιουργούν προκλήσεις για εκτροπές. 

– Θεωρώ ότι οι μισθοί των δικαστών είναι αρκούντως υψηλοί αλλά το τι επιβάλλεται να γίνει είναι να αναβαθμιστεί το κριτήριο της ακεραιότητας στους διορισμούς και στις προαγωγές και να ενισχυθεί με την κατάλληλη εκπαίδευση για να αποφύγουμε έστω το ενδεχόμενο να επισυμβεί κάτι μελλοντικά. 

Όμως, συνεχίζει, θα ήθελα να υπενθυμίσω εδώ τα γεγονότα Ιανουαρίου 2019 και την σύγκρουση του τέως Γενικού Εισαγγελέα με τον πρώην Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και άλλα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Έγινε δημόσια καταγγελία ότι, τουλάχιστον σε δυο περιπτώσεις, το Ανώτατο Δικαστήριο, με διαφορετικές συνθέσεις, ενήργησε κατά τρόπο εκδίδοντας αποφάσεις οι οποίες λόγω της σύνθεσης των δικαστηρίων παραβίαζαν την αρχή ότι η δικαιοσύνη δεν πρέπει απλώς να απονέμεται αλλά να φαίνεται ότι απονέμεται.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Δικαστική εξουσία: Σκιές για διαφθορά και στην Δικαιοσύνη

Είχαμε επίσης περιπτώσεις καταδικών στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για εκδίκαση υποθέσεων από δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπου δικηγόρος, ο οποίος εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου, εργοδοτούσε στο γραφείο του μέλη της οικογένειας δικαστού που εκδίκαζε την υπόθεση. Αυτά τα φαινόμενα εμπίπτουν μέσα στην κατηγορία της διαφθοράς εν τη ευρεία έννοιά της. Από την πείρα μου επίσης, πολλές φορές μπορεί να στέλνονται λανθασμένα μηνύματα λόγω στενών επαφών μεταξύ δικαστών, δικηγόρων, αλλά και θεσμικών οργάνων. Η Greco επισήμανε κάποιες αδυναμίες στο δικαστικό σύστημα, ιδιαίτερα στον τρόπο με τον οποίο διορίζονται ή προάγονται οι δικαστές. Δεν εισακούστηκαν όλες οι εισηγήσεις της δυστυχώς όσον αφορά την σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου. Η Επιτροπή Βενετίας, επίσης εξέφρασε διάφορες απόψεις για τους διορισμούς στο Ανώτατο Δικαστήριο από τον Πρόεδρο, ο οποίος τυγχάνει να είναι και διάδικος σε αναφορές που κάνει για την συνταγματικότητα νόμων ενώπιον δικαστών τους οποίους έχει διορίσει. Αμφιβολίες για το σύστημα εξέφρασε επίσης το Rule of Law της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Λήφθηκαν κάποια μέτρα αλλά έχουμε ακόμη αρκετό δρόμο για να διανύσουμε.

Καμιά πολιτική παρέμβαση

Ο Πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου σημειώνει: «Η πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου Λευκωσίας για τη μη αμεροληψία δικαστών καταδεικνύει μία αντίληψη στους κόλπους νεαρότερων συναδέλφων. Έρευνες αυτού του είδους πρέπει να γίνονται με προσοχή και το δείγμα το οποίο εξασφαλίζεται να είναι αντιπροσωπευτικό. Βεβαίως πρόκειται για εντυπώσεις. Όσον αφορά τις ενδεχόμενες πολιτικές παρεμβάσεις προσωπικά δεν είχα κάποια

καταγγελία ότι υπήρξε παρέμβαση κομμάτων στους διορισμούς ή προαγωγές των δικαστών. Με τις πρόσφατες τροποποιήσεις συμμετέχουν στους διορισμούς δικαστών, επιπρόσθετα ο Γενικός Εισαγγελέας, ο πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και δύο έμπειροι και έγκριτοι δικηγόροι, χωρίς δικαίωμα ψήφου. Η προσωπική μου εμπειρία μέχρι σήμερα δεν δικαιολογεί αυτές τις εκτιμήσεις των συναδέλφων. Όμως, κατά την γνώμη μου, υπάρχει περιθώριο βελτίωσης του Σώματος αυτού με διεύρυνσή του, ούτως ώστε να συμμετέχουν και κατώτεροι δικαστές π.χ. δικαστές του Εφετείου μελλοντικά και των Επαρχιακών Δικαστηρίων αλλά και των Ειδικών Δικαστηρίων. Στην Αγγλία συμμετέχουν απλοί πολίτες στους διορισμούς και για την ανώτατη βαθμίδα. Επίσης το σύστημα διορισμών από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, έστω στην βάση εισηγήσεων του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου, χρήζει περαιτέρω βελτίωσης. Με αυτόν τον τρόπο, η οποιαδήποτε καχυποψία μέσα από την διαφάνεια θα εκλείψει. Σε κάποιες χώρες, δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου περνούν και από τον έλεγχο του Νομοθετικού Σώματος, όπως π.χ. στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε άλλες τίθεται θέμα γραπτών εξετάσεων και στους διορισμούς και στις προαγωγές, οπότε δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί το αποτέλεσμα.

Ως πρόεδρος αλλά και το ΔΣ των δικηγόρων, εργαζόμαστε σκληρά για την συνεχή βελτίωση του συστήματος. Αναμένω να δω και τα αποτελέσματα μίας μεγάλης έρευνας που διεξάγει ο Σύλλογος με την βοήθεια του καθηγητή Καπαρδή. Ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί αυτό το ενδεχόμενο είναι να θεσμοθετηθεί περισσότερη διαφάνεια στις διαδικασίες, όπως ανέφερα πιο πάνω, αλλά θα πρέπει και τα ίδια τα μέλη που διορίζουν ή προάγουν να καταστήσουν σαφές προς πάσα κατεύθυνση ότι, καμία παρέμβαση δεν είναι ανεκτή.

Γενικός Εισαγγελέας: Χρειάζονται τομές για καθυστερήσεις

Κάθετα αντίθετος με οποιαδήποτε σκιά περί διαφθοράς αφήνεται για τη δικαιοσύνη, είναι ο Γενικός Εισαγγελέας Γιώργος Σαββίδης, ο οποίος τονίζει ότι και τα θέματα αμεροληψίας που υπήρχαν αντιμετωπίζονται με τους κανόνες που εγκρίθηκαν πρόσφατα από τους δικαστές. Ο ίδιος επισημαίνει το μεγάλο πρόβλημα με τις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης.

“Ζούμε, αναφέρει, σε μια περίοδο όπου για διάφορους λόγους που δεν είναι του παρόντος, υπάρχει, αλλά και δυστυχώς αβίαστα και ανέξοδα καλλιεργείται, μια περιρρέουσα αμφισβήτησης όλων των θεσμών του κράτους. Μέσα σε αυτή τη δίνη της αμφισβήτησης έχουν δυστυχώς συμπαρασυρθεί και ανεξάρτητοι θεσμοί, όπως αυτός της Δικαιοσύνης.

Προσέγγιση πολύ λυπηρή, ατυχής, ακόμη και ζημιογόνα για την κοινωνία, διότι οδηγεί σε μεγαλύτερη γενική απαξίωση τον μέσο πολίτη. Είναι όμως αντικειμενικά δίκαιη αυτή η αμφισβήτηση; Στην έκταση που αφορά στη δικαιοσύνη και στρέφεται σε θέματα ανεξαρτησίας, αμεροληψίας και κομματικών ή άλλων εξωγενών παρεμβάσεων στις δικαστικές εξουσίες, η θέση μου είναι πως η αμφισβήτηση είναι εντελώς άδικη και αδικαιολόγητη. Θεωρώ ότι έχουμε μια πλήρως ανεξάρτητη δικαιοσύνη, γεγονός που έχει επιβεβαιωθεί και από τους ξένους θεσμούς που ασχολούνται με το θέμα. Στα 38 χρόνια που ασκώ τη δικηγορία, δεν περιήλθε ποτέ στην αντίληψη μου θέμα είτε διαφθοράς δικαστή είτε εσκεμμένης μεροληψίας. Έχουν τεθεί ενίοτε θέματα μη «αντικειμενικής αμεροληψίας» που πηγάζουν κυρίως από τις σχέσεις δικηγορικών γραφείων με συγγενείς δικαστών, αλλά θεωρώ ότι το θέμα έχει επιλυθεί οριστικά με τους πολύ αυστηρότερους επί τούτου κανόνες που έχουν πρόσφατα υιοθετήσει οι ίδιοι οι δικαστές. Θεωρώ επίσης ότι είναι παντελώς λανθασμένη και η αντίληψη ότι στους διορισμούς δικαστών παρεμβαίνουν πολιτικοί ή κομματικοί παράγοντες, ή ακόμα οποιοδήποτε άλλοι εξωγενείς παράγοντες.

Εκδίδονται πολλές δικαστικές αποφάσεις. Ορισμένοι μπορεί να συμφωνούν ή να διαφωνούν με την κατάληξη ή το σκεπτικό που οδήγησε σε κάποιες από αυτές. Στη Δημοκρατία, βεβαίως και μπορεί να γίνεται καλόπιστη κριτική στις δικαστικές αποφάσεις. Το να προχωρεί όμως η κριτική αυτή και να αποδίδει υστεροβουλία ή επηρεασμό χωρίς απτά περί τούτου στοιχεία, θεωρώ ότι είναι πράξη απαράδεκτη και κατακριτέα. 

Στην εξίσωση της συζήτησης πρέπει ωστόσο να περιληφθεί και το θέμα των καθυστερήσεων, όπου, δυστυχώς, και κατά γενική παραδοχή, πάσχουμε ως χώρα. Γνωστή η αρχή ότι «Δικαιοσύνη που αργεί δεν είναι Δικαιοσύνη» και σίγουρα αν οι δικαστές αξιοποιήσουν την υπό εξέλιξη δικαστηριακή μεταρρύθμιση καθώς και την τεχνολογία, και αντιμετωπίσουν με αποφασιστικότητα το θέμα της ομολογουμένως απαράδεκτης καθυστέρησης στην εκδίκαση των υποθέσεων, θα συμβάλουν και οι ίδιοι τα μέγιστα στην αναβάθμιση της αντίληψης της κοινωνίας για το έργο τους και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Είναι άλλωστε πασιφανές από τη μείωση στην καταχώρηση δικαστικών  αγωγών ότι οι πολίτες αποφεύγουν να καταφύγουν στα δικαστήρια. Άποψή μου είναι ότι πρέπει να γίνουν τομές στο θέμα αυτό. Οι απλές νουθεσίες και κατευθυντήριες οδηγίες δεν πιστεύω ότι θα επιλύσουν το θέμα. Πρέπει να πω ότι από τη στενή επαφή που θεσμικά έχω με την παρούσα ηγεσία και σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διαβλέπω έντονη αποφασιστικότητα και διάθεση να γίνουν τομές. Ήδη κάποιες έγιναν, ενώ άλλες τροχοδρομούνται σε βαθμό που είμαι αισιόδοξος ότι θα υπάρξουν σημαντικές βελτιώσεις κατά τρόπο που η γενική περί δικαίου εικόνα των πολιτών θα βελτιωθεί ουσιαστικά τα επόμενα χρόνια. Στο θέμα της εξάλειψης των καθυστερήσεων, εκτιμώ ότι ομοίως και οι δικηγόροι έχουν ένα σημαντικό ρόλο να διαδραματίσουν για να επιτευχθεί ταχεία απονομή της Δικαιοσύνης”.

Iωνάς Νικολάου: Αναγκαία η δικαστική λογοδοσία, ο έλεγχος και η διαφάνεια

Την ανάγκη για εισαγωγή δικαστικής λογοδοσίας κατά τα πρότυπα της Βρετανίας, εισηγείται ο πρώην υπουργός και βαθύς γνώστης των δικαστικών δρώμενων, ο πρώην Υπουργός Δικαισοσύνης και Δημόσιας Τάξης Ιωνάς Νικολάου, που είχε έντονη ενεργό δράση στη μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης.  Ο ίδιος επισημαίνει ότι δεν είναι επαρκή τα κριτήρια διορισμού-προαγωγών δικαστών και σημειώνει πως η Greco ζήτησε Κώδικα Δεοντολογίας των δικαστών και όχι Οδηγό δικαστικής συμπεριφοράς.

“Η διαφθορά και το ρουσφέτι αναδεικνύεται ως το μεγαλύτερο πρόβλημα με τα οποίο είναι αντιμέτωπη η κοινωνία μας. Μιλώντας με τους απλούς πολίτες θεωρούν τη διαφθορά και την επικράτηση του «μέσου» ως ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα του κοινωνικού μας περιβάλλοντος συμπεριλαμβάνοντας και το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Σε περίοπτη θέση τοποθετείται η καθυστέρηση στην εκδίκαση των δικαστικών υποθέσεων, η γραφειοκρατία και η έλλειψη πιθανής αντικειμενικότητας μετά τις πρόσφατες αποφάσεις του ΕΔΑΔ αναφορικά με το πλαίσιο διεξαγωγής δίκαιης δίκης. 

Προτεραιότητα μου ως υπουργός Δικαιοσύνης ήταν, αρχικά ο καταρτισμός της Εθνικής Στρατηγικής κατά της Διαφθοράς, στην οποία περιλαμβάνονται μέτρα για την εφαρμογή του κράτους δικαίου και τη δικαστική μεταρρύθμιση και στη συνέχεια του Οριζόντιου Σχεδίου  Δράσης με στόχο την πρόληψη και καταστολή της διαφθοράς διάρκειας πέντε ετών με ετήσια αξιολόγηση/επικαιροποίηση. Με τη μεταρρύθμιση στη δικαιοσύνη και τη σύσταση του Ανώτατου Συνταγματικού και του Ανώτατου Δικαστηρίου, δύο ισόβαθμων δικαστηρίων στην ανώτατη δομή τους, διασφαλίζεται η λογοδοσία, η διαφάνεια, ο έλεγχος και η αποτελεσματική προστασία της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των δικαστών. Εγγυάται τη συμμόρφωση με αρχές και κανόνες δικαίου, χρηστής διοίκησης και αξιοκρατίας, δικαστικής δεοντολογίας και ακεραιότητας των δικαστών, απαιτήσεις οι οποίες θα πρέπει να καθοδηγούνται από συγκεκριμένα και αντικειμενικά κριτήρια και διαφανείς διαδικασίες διορισμού, προαγωγές και αξιολόγησης των δικαστών”.      

Όσον αφορά στην αλλαγή στα κριτήρια αξιολόγησης, διορισμού και προαγωγής των δικαστών, όπως εγκρίθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, ο κ. Νικολάου εκφράζει την εκτίμηση ότι δεν είναι επαρκή. Με όσα είχαμε συζητήσει με τους εμπειρογνώμονες πρέπει η αλλαγή να είναι ευρύτερη ώστε να περιλαμβάνει διαφανείς και αντικειμενικές διαδικασίες και αξιολογήσεις των ενδιαφερομένων, στο μέγεθος που καθορίζονται στην μελέτη με τίτλο «Cyprus: Creation of Objective Criteria for the recruitment and promotion of Judges (SRSS/S2018/053)». 

Στη μελέτη τονίζεται η διαφάνεια σε όλη τη διαδικασία προαγωγής και διορισμού δικαστών και η αντικειμενική αξιολόγηση και η βαρύτητα των κριτηρίων ανάλογα με την υπευθυνότητα της θέσης. Το ζητούμενο όμως είναι τα κριτήρια να δημοσιεύονται με σαφήνεια, ούτως ώστε οι υποψήφιοι να είναι εκ των προτέρων γνώστες της διαδικασίας και των κριτηρίων. Τα πρακτικά της διαδικασίας προαγωγής θα πρέπει να γνωστοποιούνται, ούτως ώστε να μπορούν οι υποψήφιοι να έχουν πρόσβαση σ΄ αυτά για σκοπούς εξέτασης και τυχόν αμφισβήτησης των αποτελεσμάτων. 

“Παράλληλα, αναφέρει ο κ. Νικολάου, ο Οδηγός Δικαστικής Συμπεριφοράς που εισήγαγε το Ανώτατο, είναι ένα αναγκαίο εργαλείο ώστε, μεταξύ άλλων, να υποβοηθούνται και να καθοδηγούνται οι δικαστές για τον τρόπο δράσης και συμπεριφοράς τους, είτε πάνω στην έδρα, είτε γενικότερα. Ο Οδηγός συντάχθηκε κατά τα πρότυπα των Αρχών Bangalore που αποτελούν αρχές οικουμενικής εμβέλειας. Πέραν των Αρχών Bangalore, το Ανώτατο ακολούθησε, κατά το ίδιο, «και το πνεύμα του Οδηγού Δικαστικής Συμπεριφοράς που ισχύει στο ΗΒ (Guide to Judicial Conduct)». Ειδοποιός διαφορά είναι ότι στην περίπτωση του ΗΒ, πέρα από την κατάρτιση αρχών δικαστικής συμπεριφοράς, έχει θεσμοθετηθεί και λεπτομερής διαδικασία υποβολής και εξέτασης παραπόνων εναντίον δικαστών του Ανωτάτου, προκειμένου να αναπτυχθεί και η αντίληψη της δικαστικής λογοδοσίας. Η υιοθέτηση αντίστοιχης λεπτομερούς διαδικασίας και πρακτικής αυξάνει τον βαθμό λογοδοσίας.

Επισημαίνεται επίσης ότι η GRECO ζήτησε λεπτομερή και εφαρμόσιμο Κώδικα Δεοντολογίας και όχι ένα γενικό Οδηγό συμπεριφοράς. Ο Οδηγός του Ανωτάτου αναφέρει ρητώς στο προοίμιο ότι «δεν αποτελεί κώδικα, ούτε περιέχει κανόνες εκτός όπου ρητώς αναφέρεται». Και προστίθεται ότι «αυτές οι αρχές προϋποθέτουν ότι οι δικαστές είναι υπόλογοι για τη διαγωγή τους». Γι’ αυτό η διακήρυξη αρχών δεν είναι επαρκής, χρειάζεται περαιτέρω βελτίωση. Η θέσπιση ενός τέτοιου κώδικα πρέπει να γίνει στη βάση ευρείας ανάμειξης δικαστών διαφορετικών βαθμίδων, με σκοπό τη δημιουργία και την ανάπτυξη προτύπων κοινής αποδοχής. Ο Κώδικας πρέπει να καλύπτει με λεπτομέρεια, αλλά και με παραδείγματα, πτυχές όπως τη σύγκρουση συμφερόντων, τη διαχείριση εμπιστευτικών πληροφοριών, συναφείς δραστηριότητες, συμβόλαια τρίτων μερών, δώρα και λοιπά και να δημιουργεί υποχρεώσεις λογοδοσίας. Να εγγυάται την ανεξαρτησία και ακεραιότητα των δικαστών”.

Πρωταρχικό μέλημα ο εκσυγχρονισμός του δικαστικού κώδικα

Όσον αφορά στην Έκθεση Συμμόρφωσης της GRECO (17/11/2020), σημειώνει ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, γίνεται ρητή αναφορά στο βαθμό συμμόρφωσης με τις εισηγήσεις της και τι περαιτέρω αναμένει από την δικαστική υπηρεσία. Επισημαίνεται η ανάγκη προσαρμογής του δικαστικού κώδικα δεοντολογίας στις ιδιαιτερότητες της εθνικής κατάστασης, ιδίως σε ό,τι αφορά θέματα ακεραιότητας και λογοδοσίας.

Αλίμονο να μην υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης, αρκεί να υπάρχει βούληση και αποφασιστικότητα, πρώτα από τους θεσμούς. Για ζητήματα που ανταποκρίνονται στην απαίτηση λογοδοσίας δεν πρέπει να αναμένουμε τις συστάσεις της GRECO ούτε τις εκθέσεις συμμόρφωσης. Ο εκσυγχρονισμός, αλλαγή και βελτίωση πρέπει να γίνει πρωταρχικό μέλημα. Διαφορετικά θα παραμένουμε στάσιμοι, οι εκθέσεις θα επαναλαμβάνουν τις συστάσεις συμμόρφωσης και η κοινωνία θα πληρώνει το τίμημα της αδράνειας και επιμονής σε αντιλήψεις και μεθόδους λειτουργίας που καθηλώνουν το δικαστικό σύστημα”.

>>Στην έκδοση της Τρίτης  οι τοποθετήσεις των δικηγόρων Α.Σ. Αγγελίδη και Ορέστη Νικήτα, προέδρου της Επιτροπής κατά της Διαφθοράς του Δικηγορικού Συλλόγου.