Στις 10.4.2020 το Ανώτατο Δικαστήριο κατά πλειοψηφία εξέδωσε την απόφαση του αναφορικά με τη Νομοθεσία, που λόγω της οικονομικής κρίσης του 2011-2013, θεωρήθηκε από την Εκτελεστική και Νομοθετική εξουσία αναγκαία για την οικονομική διάσωση του Κράτους.
 
Είχε προηγηθεί στις 29.3.2019 η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου που έκρινε τις αποκοπές μισθού, συντάξεων, προσαυξήσεων  και τιμαριθμικού ως στέρηση ιδιωτικής περιουσίας αντίθετης και έξω από την προστασία που παρέχει το Άρθρο 23 του Συντάγματος υπέρ κινητής και ακίνητης περιουσίας.  Απόφαση που ήταν συνεπής με την ανάλογη και πιο πρόσφατη Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (υπόθεση Κουτσελίνη). 
 
Είναι χαρακτηριστικό ότι την επομένη ο Υπουργός Οικονομικών ερωτηθείς σε τηλεοπτικό πρόγραμμα, δήλωσε «περιφρονητικά» και «αλαζονικά» ότι, θα ανατρέψουμε την απόφαση. Ανάλογες δηλώσεις υπήρξαν ανεπίτρεπτα και κατά τη διάρκεια της εκδίκασης σε βαθμό που ηγέρθηκε ως καταγγελία στη διάρκεια της δικής της Έφεσης από Δικηγόρους των Εφεσιβλήτων, γι’ αυτό και υπήρξε σχετική δημόσια υπόδειξη από το Γενικό Εισαγγελέα.
 
Η διαδικασία της Έφεσης που καταχώρησε ο Γενικός Εισαγγελέας ολοκληρώθηκε ταχύτατα και επιφυλάχθηκε από την Ολομέλεια η έκδοση της απόφασης από το Νοέμβριο του 2019. Είχε προηγηθεί, πρέπει να σημειωθεί αίτημα, του Γενικού Εισαγγελέα για εξαίρεση Δικαστών από την σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κύρια γιατί είχαν συζύγους που επηρεάζοντο δυσμενώς από τη νέα Νομοθεσία. Πλην όμως η Ολομέλεια απέρριψε το εν λόγω αίτημα λόγω της σοβαρότητας της διαφοράς αλλά και του κινδύνου να εξαιρεθούν μέχρι και έως 9 Δικαστές. Χάριν δε της ιστορίας θα πρέπει να αναφερθεί ότι, υπήρξε και αλλαγή στη σύνθεση της Ολομέλειας αφού μια Δικαστής ανέλαβε ως Επίτροπος, οπότε και διορίστηκε νέο 13ο μέλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
 
Πριν από την όποια άλλη αναφορά θα πρέπει να υπενθυμίσω ότι είχε νομολογιακά ερμηνευθεί από το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο ότι, με βάση τη νέα Νομοθεσία που ίδρυσε το Διοικητικό Δικαστήριο, η εξέταση κάθε Έφεσης κατά απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου περιορίζεται μόνο στους λόγους Έφεσης. Δεν προχωρά το Εφετείο σε κρίση της νομιμότητας των όσων άλλων λόγων ακύρωσης ηγέρθησαν Πρωτόδικα, οι οποίοι όμως δεν εξετάστηκαν πρωτόδικα γιατί η έφεση αφορά μόνο τον λόγο ακύρωσης που αποφάσισε το Διοικητικό Δικαστήριο.
 
Όμως τον σαφέστατο αυτό νομολογιακό κανόνα, τον παραβίασε το Ανώτατο Δικαστήριο με την υπό κρίση απόφαση του. Έτσι ανεξάρτητα του πως κρίνει ο καθένας την ορθότητα ή μη της τελικής απόφασης της πλειοψηφίας, το βέβαιο είναι ότι με το να ανατραπεί η πρωτόδικη απόφαση και παράλληλα με το να μην εξεταστούν οι υπολειπόμενη ήδη εγερθέντες πρωτόδικα λόγοι ακύρωσης, δεν υπήρξε δίκαιη δίκη. Ανατράπηκε η Πρωτόδικη απόφαση και ταυτόχρονα απορρίφθηκαν οι προσφυγές, παρά τους μη εκδικασθέντες λόγους ακύρωσης.
 
Βέβαια υπάρχουν και εκκρεμούν, άλλες σε διαδικασία πρωτόδικες υποθέσεις, που θα συζητηθούν (σ΄αυτές τουλάχιστον) όλοι οι άλλοι λόγοι αντισυνταγματικότητας, αλλά τούτο δυστυχώς θα γίνει σε βάθος χρόνου, αφού για την πρώτη αυτή απόφαση παρήλθαν εννέα περίπου χρόνια!
 
Γενικά η περιορισμένη αυτή έκτασης του δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας του όλου του προβλήματος από την Ολομέλεια, δεν επέτρεψε την εξέταση για παράδειγμα του ζητήματος ότι ο Νόμος 192(Ι)/11 που ήδη θεωρήθηκε Συνταγματικός, περιέλαβε ονομαστικά μάλιστα ως «ευρύτερο δημόσιο τομέα» και 12 νομικά πρόσωπα ή ιδρύματα Ιδιωτικού Δικαίου των οποίων τους εργοδοτούμενους τους, μετέτρεψαν  σε ισότιμους υπαλλήλους με όλους τους άλλους δημόσιους υπαλλήλους. Κατάσταση που αποκαλύπτει σαφώς ότι δεν αφορούσε η όλη σχετική Νομοθεσία με τα μέτρα στέρησης δικαιωμάτων, μόνο σ’ όσους υπηρετούσαν κατά το δημόσιο δίκαιο. Αφορα κατά παραβίαση και της διάκρισης των εξουσιών  εργαζομένους (π.χ Ογκολογικό Κέντρο, το Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής κ.τ.λ.) που η εργοδότηση τους ανήκε στο ιδιωτικό δίκαιο με βάση σύμβαση εργασίας.
 
Ας μη θεωρηθεί λοιπόν χωρίς σημασία, η δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα για τη έκταση που διαμόρφωσε το δεδικασμένο εκ της εν λόγω απόφασης της πλειοψηφίας, αφού δεν αφορά μόνο το δημόσιο τομέα.
Είναι παραδεκτό από όλους ότι ο μισθός, σύνταξη, προσαύξηση και τιμαριθμικό επίδομα αποτελούν κινητή περιουσία προστατευμένη κατά το Σύνταγμα.
 
Το δεδομένο πριν την πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ήταν ότι ακολουθήθηκε ουσιαστικά ότι είχε αποφασιστεί στην πιο πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου σχετική με τη Νομοθεσία αυτή την απόφαση Κουτσελίνη. Όμως στην παρούσα απόφαση δεν ακολουθήθηκε η πιο πρόσφατη απόφαση.  Αντίθετα έγινε επίκληση μιας προηγούμενης/προγενέστερης της Κουτσελίνη απόφασης (επίσης κατά πλειοψηφία, Χαραλάμπους) με επίκληση «κριτηρίων» που όμως δεν προβλέπονται στο Σύνταγμα. Συγκεκριμένα αναζήτησε η πλειοψηφία βαθμό επηρεασμού στον λεγόμενο «πυρήνα του δικαιώματος» και στην έννοια «αξιοπρεπής διαβίωση». Προϋποθέσεις ή όροι που δεν περιέχονται στο Σύνταγμα και που όμως αποτέλεσαν λόγο ανατροπής της Πρωτόδικης, κατά μια εξαιρετικά στενή εξέταση και ερμηνεία του Άρθρου 23 του Συντάγματος.
 
Με όλο το σεβασμό προς την εν λόγω δικαστική συλλογιστική της πλειοψηφίας, θα πρέπει να λεχθεί ότι, η κρίση αυτή είναι ξένη και προς το Άρθρο 23 όπου στην πλήρη έκταση του προβλέπει σε σχετικά εδάφια του, για ότι αφορά τη μόνιμη ή προσωρινή έστω στέρηση ακίνητης ή κινητής περιουσίας, την καταβολή δικαίας αποζημίωσης.  Άρα και εάν ακόμη θεωρηθεί περιορισμός και όχι στέρηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας η επιβληθείσα μείωση στους μισθούς κτλ απαιτείτο, (άσχετα με τον «πυρήνα» του δικαιώματος ή την «αξιοπρεπή διαβίωση») η καταβολή αποζημίωσης!
 
Ο Νόμος στέρησε περιουσία κινητή αντίθετα στο Άρθρο 23 του Συντάγματος. Αφού λοιπόν ο λόγος ή αφορμή αυτής της Νομοθεσίας ήταν η οικονομική διάσωση του Κράτους από την πλήρη κατάρρευση (αποτέλεσμα μιας λανθασμένης πολιτικής για την οποία δεν ευθύνετο ο πολίτης), ήταν θέμα η ανάγκη αυτή να αντιμετωπιστεί με οικονομικά μέτρα προς ενίσχυση των «δημόσιων βαρών». Αναφορά έμμεση περί τούτου υπάρχει από τη μειοψηφία. Αντί της αντισυνταγματικής στέρησης περιουσίας, ήταν θέμα ψήφισης Νομοθεσίας κατ’ επίκληση άλλου Άρθρου του Συντάγματος (πχ. του 24) με βάση το οποίο έκαστος καλείται να συνεισφέρει στα δημόσια βάρη, κατά την οικονομική του δυνατότητα. Συνεπώς εάν έχουμε δύο υπαλλήλους του «ευρύτερου δημόσιου τομέα» με ίδιο μισθό, αλλά ο ένας χωρίς οικογένεια και ο άλλος με οικογένεια με τέσσερα παιδιά, τότε η ισοπεδωτική στέρηση εκ του μισθού που είναι και για τους δύο ο ίδιος, είναι μέτρο άνισο ως ισοπέδωση άνισων καταστάσεων.
 
Είναι η δεύτερη μεγάλη Δικαστική απόφαση, λόγω της οικονομικής κρίσης, μετά την απόρριψη των προσφυγών κατά του “κουρέματος”, που η λύση που κατέληξε η πλειοψηφία δεν έπεισε το κοινό περί δικαίου αίσθημα για την ορθότητα τους. Το δεδικασμένο όμως τώρα δυνατό να ανοίξει νέο κεφάλαιο στέρησης, άλλης κινητής (π.χ. καταθέσεις) και/ή ακίνητης περιουσίας.
 
Διαβάζοντας την πανεπιστημιακή κριτική του αγαπητού φίλου και Συναδέλφου δικηγόρου Αχιλλέα Αιμιλιανίδη (της 12.4.2020) του διαμήνυσα ότι δεν είναι μονο καθήκον της ακαδημαϊκής σκέψης η όποια καλόπιστη κριτική δικαστικών αποφάσεων, αλλά κύρια είναι καθήκον και της Δικηγορίας.
 
* Δικηγόρος