Στην αρχή ήταν ένα μούδιασμα, ύστερα ένα σύννεφο σκοτείνιασε τις σκέψεις. Σφίξιμο στο στομάχι, πάει ο ύπνος, έμπειρος δύτης, εσύ, σε ωκεανούς βιβλίων, νάσου ο τίτλος: «Η πανούκλα». Στο εξώφυλλο το βαθύ στοχαστικό βλέμμα ενός σύγχρονου διανοητή: Αλμπέρ Καμύ (AlbertCamus), τιμημένος με Νόμπελ, χαμένος στα 47 του σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Ανάμεσα στα έργα του που άνοιξαν δρόμους ανθρωπισμού, ευαισθησίας και προβληματισμού, («Ο Ξένος», «Ο μύθος του Σίσιφου», «Οι Δίκαιοι», «Το ανθρώπινο παράλογο»), το επικό αλληγορικό, μεταφυσικό αυτό μυθιστόρημά του, μια πραγματεία για την επίδραση της γερμανικής κατοχής στην πατρίδα του, τη Γαλλία, έμεινε σύμβολο της βίας και της αγωνίας που κατακλύζει με μύριους τρόπους τον άνθρωπο. «Το θανατικό δεν είναι στα μέτρα του ανθρώπου, θα περάσει σαν κακό όνειρο», ήταν η πρώτη αντίδραση στα 1947 που γράφτηκε το έργο και στα 2020 που το ζούμε. «Ναι, μα λαβώνει την ανθρώπινη ελευθερία, καταργεί το μέλλον, τις συζητήσεις, τις μετακινήσεις». Εδώ παρελαύνουν όλοι: Ο γιατρός που ζητά έγκαιρα αυστηρά μέτρα, ειλικρινή συνεργασία από όλους, απομόνωση, απόλυτη καθαριότητα, αποκάλυψη κρουσμάτων, ειδικά εξοπλισμένες αίθουσες. Ο νομάρχης που τρέμει για τη θέση του αν κακοκαρδίσει κάποιον. Ο εστιάτορας που δεν έχει πελατεία, ο ξενοδόχος που δεν περιμένει ταξιδιώτες. Ο ιερέας που αρνείται να κλείσει την εκκλησία. Ο υστερικός που αποδίδει την πανδημία στην οργή του Θεού για τον τρόπο ζωής στην πόλη. «Οι συμπολίτες μας δεν ήταν πιο ένοχοι από άλλους, ξεχνούσαν να είναι μετριόφρονες, αυτό είναι όλο και σκέφτονταν ότι όλα είναι ακόμη δυνατά για αυτούς· πράγμα που σήμαινε ότι οι δυστυχίες είναι αδύναμες. Συνέχιζαν να κάνουν επιχειρήσεις, να ετοιμάζουν ταξίδια, και να έχουν γνώμες». (Σας θυμίζει τίποτε αυτό!;) Ο αισιόδοξος που κουκουλώνει τον τρόμο του πιστεύοντας πως όταν φύγει το κρύο το κακό θα περάσει. (Είναι Μαρτιάτικο πρωινό). Εγκλεισμός, βδομάδες χωρίς επαφή, χωρίς την ανθρώπινη θέρμη που σπρώχνει τον ένα κοντά στον άλλο. Καθετί ασήμαντο γίνεται σύμπτωμα της αρρώστιας. Ποτέ δεν σπαταλήθηκαν τόσα λεφτά σε άχρηστα την ώρα που λείπουν απαραίτητα. Ξεπροβάλλουν τερτίπια τεμπελιάς που δεν είναι παρά ανεργία, πλήξη, άγχος. Ζευγάρια ξαναχτίζουν ή σμπαραλιάζουν όσα τα είχαν συνδέσει. Άνθρωποι φεύγουν, επιτήδειοι σκαρφίζονται πλεκτάνες άνομου κέρδους, άλλοι ονειρεύονται την ξέφρενη απόλαυση. Άρνηση της αλήθειας, παραβάσεις, μα πάνω απ’ όλα νοσοκομεία γεμάτα γιατρούς και νοσηλευτές που με κίνδυνο της ζωής τους στηρίζουν αρρώστους. Ανεύθυνοι ξαμολιούνται τάχα ατρόμητοι και σπέρνουν πρώτα τον πανικό, ύστερα το μικρόβιο. 
Πώς τα έχει περιγράψει ο Καμύ, χωρίς να τα ζήσει το 1947, όπως τα ζούμε το 2020, μην το ψάχνουμε είναι σαν να αντιγράφουμε σελίδες του βιβλίου του. Τη δική του «πανούκλα» την έφεραν τα ποντίκια του φασισμού, που δεν εξολοθρεύθηκαν έγκαιρα, σ’ εμάς τον κορωνοϊό οι νυχτερίδες (ή μήπως κάποιες σκοτεινές δυνάμεις, αναρωτιούνται κάποιοι). Η μηδαμινότητα της μοίρας του ανθρώπου παραλύει. Στα χίλια όμοια ο Καμύ δεν έχει ζήσει, όπως εμείς, εικόνες με χιλιάδες εθελοντές ν’ απλώνουν με γαντοφορεμένο χέρι, βλέμμα τρυφερό πάνω από μια μάσκα, τρόφιμα και φάρμακα για να πολεμήσουν την πανδημία που παλεύει να καταστρέφει πατροπαράδοτους δεσμούς και να αφήσει ανήμπορους στη μοναξιά τους. Μπροστά στη δράση τους υποκλίνεσαι. Στο περπάτημα, χαμόγελα από άγνωστους δεν αφήνουν καμιά «καλημέρα» να πέσει χάμω. Ποτέ άνθρωποι δεν έστειλαν από τόσο απόμακρα ένα ευχαριστώ από τα μπαλκόνια τους την ώρα που την καρδιά τους τρυπούσε ένας ακόμα θάνατος. Μακάρι να ζήσουμε τις χαρούμενες κραυγές που περιγράφει ο Καμύ όταν η πόλη απελευθερώθηκε από το θανατικό, με την προειδοποίηση: «Ο βάκιλλος της όποιας πανούκλας δεν πεθαίνει. Αν δεν εξανθρωπιστεί ο άνθρωπος κάνοντας κανόνα ζωής να αναλαμβάνει την ευθύνη του, να ζει για το σύνολο, θα ξαναχτυπήσει και θα στείλει τα ποντίκια της σε μια ευτυχισμένη πόλη». Το νου μας.