«Δεν θα ήθελα να διανοηθώ ότι είμαστε μπροστά σε μια απλή διαχείριση και όχι μια ειλικρινή πρόθεση για λύση του Κυπριακού». Σας πάω πίσω στον Γενάρη του 2009.

Πρόεδρος της χώρας είναι ο Δημήτρης Χριστόφιας και ο Νίκος Αναστασιάδης, σε συνέντευξή του στο Down Town και στη Βασιλική Ζήνωνος, κάνει αυτό που στην πολιτική του πορεία απέδειξε ότι ξέρει να κάνει καλά: κούνημα του δαχτύλου και τακτικισμός – κυρίως το δεύτερο. «Λέγουν ότι με το “όχι” στο δημοψήφισμα διασώθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία. Διερωτώμαι πώς θα χανόταν με το Σχέδιο Ανάν; Το χειρότερο, όμω, που δεν λένε εκείνοι που υποστηρίζουν ότι έσωσαν την Κυπριακή Δημοκρατία είναι ότι την έσωσαν βασισμένοι στο σύνταγμα του 60, το οποίο προνοεί Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο, 1/3 στο υπουργικό συμβούλιο, 1/3 στη νομοθετική εξουσία, 1/3 στη δημόσια υπηρεσία, 40% στην Αστυνομία και τον Στρατό. Αν αναλογιστείτε ότι αυτή η πατρίδα που διασώθηκε έχει και 80.000 Τουρκοκύπριους που έχουν την κυπριακή υπηκοότητα ή την ευρωπαϊκή ταυτότητα, μπορείτε να συνειδητοποιήσετε τι μπορεί στο μέλλον να συμβεί αν αποφασίσουν να μετακινηθούν στον νότο. Τότε είναι που δυστυχώς θα συμβεί αυτό που και ο μακαρίτης ο Τάσσος Παπαδόπουλος έλεγε “κυρίαρχοι στο βορρά, συνέταιροι στο νότο”». 

Στην ίδια συνέντευξη, δεν παραλείπει να δώσει κι ένα συγκινησιακό ρεσιτάλ, όταν η δημοσιογράφος τον ρωτά εάν υπήρξε οποιαδήποτε στιγμή που μετάνιωσε για το ναι που είπε το 2004. «Υπήρξε μια στιγμή που είπα δεν μετανιώνω ποτέ που είπα ναι. Κι αυτή η στιγμή ξέρετε πότε ήταν; Όταν ήμουν για πρώτη φορά φιλοξενούμενος του Μεχμέτ Αλί Ταλάτ στην Κερύνεια και μετά το δείπνο ζήτησα να περιηγηθώ στην πόλη την οποία είχα να επισκεφτώ από το 1991, όταν τότε ως φιλοξενούμενος του Οζκιέρ Οζκιούρ και μέσα στις προσπάθειες επαναπροσέγγισης με τους Τουρκοκύπριους περιηγήθηκα στην Κερύνεια, η οποία μου θύμισε τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη που είχα επισκεφτεί παλαιότερα. Όταν έφευγα, έκλαψα και είπα δεν μετανιώνω ποτέ που είπα ναι, γιατί απλούστατα έβλεπα ότι μέσα από το αδιέξοδο δυστυχώς η κατεχόμενη πατρίδα μας μεταβάλλεται ή αλλοιώνεται σε βαθμό που να καθίσταται τουρκική επαρχία. Όσοι θέλουν να είναι πραγματικοί πατριώτε, θα πρέπει να επισκεφτούν την κατεχόμενη πατρίδα μας για να τους γίνει συνείδηση τι ο χρόνος στο τέλος θα αφήσει από ό,τι υπήρξε ελληνικό στον βορρά».

Θυμήθηκα τα πιο πάνω παρακολουθώντας τις τελευταίες ημέρες -14 χρόνια από τη συνέντευξη, 19 από το δημοψήφισμα και 15 από τότε που έκλαψε, περπατώντας στα δρομάκια της Κερύνειας – το θλιβερό, περιοδεύον θέαμα του απερχόμενου προέδρου και όσα λέει για τις προσπάθειες λύσης του Κυπριακού, με αποκορύφωμα τις προχθεσινές (επαναλαμβανόμενες εδώ και καιρό) αναφορές του περί «διάσωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας» και «όποιας λύσης». Δεδομένου  ότι από τον Μάη του 2017 είχαμε χρησιμοποιήσει τον τίτλο «Είναι ο Νίκος Αναστασιάδης ο νέος ενδιάμεσος;», αντιλαμβάνεστε ότι δεν μας εκπλήσσει. Απεναντίας. Επιπλέον, επειδή όταν κανείς βλέπει το παρόν να εξανεμίζεται, λογικό και κατανοητό είναι η έγνοια του να στρέφεται στο να διασφαλίσει την υστεροφημία του, γι’ αυτό και σε ανθρώπινο επίπεδο, ο Νίκος Αναστασιάδης έχει τη συμπάθειά μας. 

Το θέαμα, ωστόσο, δεν παύει να είναι θλιβερό. Και θα ήταν πολιτικά πιο έντιμο (δεν λέμε ηθικό, για λόγους ευνόητους) αντί τις τελευταίες μέρες της πολιτικής του διαδρομής να τις διανύει σερνόμενος ανά τας ρύμας και τας αγυιάς, μεταλλασσόμενος όπως πάντα, παραδίδοντας μαθήματα για την τέχνη τού να γλείφει κανείς εκεί που έφτυνε, υποδεικνύοντάς μας αυτά που πρέσβευε ο Σπύρος Κυπριανού τη δεκαετία του 80 και όσα, τα μετέπειτα χρόνια, εξέφραζε ως πολιτική στάση και φιλοσοφία ο Τάσσος Παπαδόπουλος, να αποσυρθεί εν ησυχία στις ανέσεις που του εξασφάλισε η ποικιλόμορφη δράση του και να πάψει να αυτοδιασύρεται. Φρόνιμο δε θα ήταν, εάν πραγματικά πιστεύει αυτά που λέει, να πει ένα mea culpa για την απουσία ορθής κρίσης και την έλλειψη διορατικότητας, παρά να γελοιοποιείται υιοθετώντας όσα κάποτε αναθεμάτιζε και όσα ο ίδιος, διά της περιρρέουσας, είχε λουστεί. Και αν έχει ελεύθερο χρόνο, ας τον αξιοποιήσει με το να εύχεται και να προσεύχεται οι Ερινύες να του φερθούν με συμπάθεια, δεδομένου ότι φεύγει αφήνοντας μας παρακαταθήκη τα δύο κράτη, τα οποία, εν είδει ιδεοθύελλας, έβαλε στο τραπέζι, σιγοντάροντας την Τουρκία.