Τα επίσημα στατιστικά στοιχεία δείχνουν επιβράδυνση του γενικού πληθωρισμού, όμως η πραγματικότητα στο ράφι αποκαλύπτει μια διαφορετική ιστορία. Τον Απρίλιο, ο συνολικός πληθωρισμός στην Κύπρο αυξήθηκε μόλις κατά 0,2%, ωστόσο στον τομέα των τροφίμων καταγράφηκε αύξηση της τάξης του 2,59%. Ακόμα πιο ανησυχητική είναι η εικόνα στα γεωργικά προϊόντα, όπου η άνοδος έφτασε το 9,3%. Για τον μέσο καταναλωτή, αυτή η στατιστική διαφορά είναι χειροπιαστή.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η πράγματι χαμηλή άνοδος του πληθωρισμού έρχεται να προστεθεί σε προηγούμενες αυξήσεις, από την αιχμή της ανόδου των τιμών μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η οικονομία δεν βρίσκεται σε τροχιά αποπληθωρισμού.
Τα ευρήματα της εαρινής έρευνας του Ευρωβαρόμετρου δείχνουν ότι στην Κύπρο αξιολογούνται ψηλά ως προτεραιότητες για την άσκηση πολιτικών σε εθνικό επίπεδο η καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού (43%) και το κόστος ζωής/πληθωρισμός (42%).
Σε αυτό το περιβάλλον όλο και περισσότερα νοικοκυριά στρέφονται σε στρατηγικές εξοικονόμησης, όπως η επιλογή οικονομικότερων εναλλακτικών, η αξιοποίηση εκπτωτικών φυλλαδίων και οι στοχευμένες αγορές σε υπεραγορές. Το μόνο όπλο στα χέρια των νοικοκυριών είναι η έρευνα αγοράς για να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν ψώνια τόσο φθηνά, όσο πουθενά.
Η συμπεριφορά των καταναλωτών πρέπει να προσαρμοστεί. Η έρευνα αγοράς πριν από κάθε αγορά, συγκρίνοντας όχι μόνο τιμές αλλά και ποσότητες, ημερομηνίες λήξης και προέλευση προϊόντων πρέπει να μπει στο DNA των καταναλωτών, υποστηρίζουν οι οργανώσεις προστασίας των καταναλωτών.
Οι υπεραγορές που καταφέρνουν να συνδυάσουν χαμηλές τιμές με αξιοπιστία και ποιότητα είναι αυτές που κερδίζουν έδαφος στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτό το περιβάλλον οικονομικής πίεσης, οι καταναλωτές στρέφονται όλο και περισσότερο σε υπεραγορές που προσφέρουν σταθερές χαμηλές τιμές, όχι μόνο μέσω προσφορών αλλά και με μόνιμες στρατηγικές τιμολόγησης. Πρόκειται για ένα μοντέλο που αναγνωρίζεται ως πιο φιλικό προς τον καταναλωτή και το οποίο ανταμείβεται με αυξημένη πιστότητα πελατών.
«Δεν αναζητούμε πλέον απλώς το φθηνότερο προϊόν, αλλά το καλύτερο συνολικό μείγμα ποιότητας και τιμής», σημειώνει μια καταναλώτρια σε μεγάλη υπεραγορά της Λεμεσού. «Επιλέγω πάντα τα καταστήματα που έχουν σταθερά καλές τιμές, ακόμη κι αν δεν έχουν τις πιο θεαματικές προσφορές».
Παράλληλα, η έλλειψη διαφάνειας στην προέλευση και κοστολόγηση ορισμένων εισαγόμενων προϊόντων οδηγεί σε μεγαλύτερη δυσπιστία, με αποτέλεσμα πολλοί καταναλωτές να αποφεύγουν συγκεκριμένες μάρκες ή προμηθευτές. Οι επιχειρήσεις που επενδύουν σε διαφάνεια και ενίσχυση της εμπιστοσύνης είναι αυτές που θα καταφέρουν να ξεχωρίσουν σε μια αγορά που γίνεται όλο και πιο απαιτητική. Υπεραγορά ελληνικών συμφερόντων προσφέρει ενιαία τιμή στο σύνολο του δικτύου των καταστημάτων της, παγκύπρια, κίνηση που συμβάλλει στην διαφάνεια και προσφέρει μία ασφάλεια τους καταναλωτές. Σε αυτό το περιβάλλον μια αξιόπιστη επιλογή, αποτελούν τα ελληνικά προϊόντα.
Η Κύπρος, ως μικρή αλλά ανοιχτή οικονομία, βιώνει τις εξωτερικές πιέσεις στις τιμές με μεγαλύτερη ένταση. Το στοίχημα για τις υπεραγορές δεν είναι απλώς να αντέξουν στην ακρίβεια, αλλά να προσφέρουν πραγματικές λύσεις στους καταναλωτές. Και αυτές οι λύσεις περιλαμβάνουν σταθερές και ενιαίες πολιτικές τιμολόγησης, έξυπνες προσφορές, αλλά και σεβασμό προς τις ανάγκες του αγοραστικού κοινού.
Σε τελική ανάλυση, η μάχη με την ακρίβεια δεν είναι μόνο υπόθεση αριθμών. Είναι καθημερινός αγώνας για την αξία και την αξιοπρέπεια. Και εκεί, κάθε πρωτοβουλία —είτε από την Πολιτεία είτε από την ιδιωτική αγορά— μπορεί να κάνει τη διαφορά.