Κοιμήθηκε ο Αρχιεπίσκοπος. Γεννήθηκε στις 10 Απριλίου 1941, σε μια πολυμελή φτωχή οικογένεια στην Τάλα Πάφου. Μικρό παιδί το πήρε η Μονή Αγ. Νεοφύτου, για να βοηθήσει την οικογένεια του μετά το θάνατο του πατέρα του, σε δυστύχημα στη Μονή, όπου εργαζόταν. Ενηλικιώθηκε, έγινε μοναχός, μαθητής στο Ελληνικό Γυμνάσιο Πάφου, πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Ηγούμενος της Μονής και το 1977, Μητροπολίτης Πάφου και Αρσινόης.

Φίλος αγαπητός, ο εκ Πάφου, από το 2006 Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου, Χρυσόστομος Β’, και για ένα μικρό διάστημα και μαθητής μου στο Γυμνάσιο. Μια φιλία που διατηρήθηκε κατά τη μακρά αρχιερατεία του στην Πάφο και κατά τη διάρκεια της ασθένειας του Χρυσοστόμου Α΄, και τη σχετικά μακρά μετέπειτα Τοποτηρητεία του Θρόνου, με ανταλλαγή γνωμών και απόψεων αλλά και διαφωνιών, τόσο σε Κανονικά, Εκκλησιαστικά όσο και σε σοβαρά πολιτικά προβλήματα και το εθνικό, όπως και μετά τη περιπετειώδη εκλογή και ανάρρηση του στον θρόνο της Κύπρου. Πάντα δραστήριος, ακαταπόνητος οραματιστής, για την Εκκλησία που ειλικρινά, αμερόληπτα και με την απλότητα του, αγάπησε.

Είναι κάποια χρόνια όμως, που ο Μακαριώτατος αντιμετώπιζε τον καρκίνο με πραγματική πίστη, χαρακτηριστικό θάρρος και ψυχικό σθένος. Με την απλότητα που τον χαρακτήριζε και την πίστη του, δε φοβόταν και δεν έκρυβε τίποτε για την υγεία του, όπως και για το μυϊκό πρόβλημα στο ένα του πόδι, που δυσκόλευε την ευστάθεια του. Ωστόσο διατηρούσε πάντα την απαρασάλευτη ελπίδα του και είναι βέβαιος, με τη βοήθεια πάντα του Θεού, για την πλήρη αποθεραπεία. Διαχειριζόταν την καθημερινότητα και τη διοίκηση της Εκκλησίας με απόλυτη την πνευματική του διαύγεια και ικανότητα.

Βιάστηκαν πολύ οι μνηστήρες του αρχιεπισκοπικού θρόνου, αν και παρά την σοβαρή ασθένεια του, έδειχνε την αντοχή του ο Μακαριώτατος, με βαθιά πίστη στον Κύριο και την ασάλευτη ψυχική δύναμη. Οι συνήθεις διεκδικητές ετοιμάζονται και κάποιοι με «έξωθεν» βοήθεια, να διαδεχθούν μια πραγματικά πετυχημένη αρχιερατεία, που ανεπιτυχώς προσπάθησαν να την αποδομήσουν. Βλέπω ωστόσο, να απουσιάζουν από τις προβαλλόμενες υποψηφιότητες, άξιοι ιεράρχες, όπως ο Βασίλειος ή ο Νεκτάριος. Σε πρόσφατη συζήτηση μας πριν ένα μήνα μαζί του, το ανέφερα και συμφώνησε μαζί μου, συμπληρώνοντας και τις δικές τους απόψεις.

Παραλαμβάνοντας το 1977, την φτωχότερη ίσως Κυπριακή Μητροπολιτική περιφέρεια, δεν περιορίστηκε από τα χαμηλά εισοδήματα της Μητρόπολης Πάφου. Ανακαίνισε και οικοδόμησε μεγάλους ναούς στην επαρχία Πάφου. Με ομάδα θεολόγων της επαρχίας και με έκδοση εντύπου, κάλυψε ουσιαστικά τη θρησκευτική διαφώτιση και το κήρυγμα, ενώ με συνέδρια και τακτικές συναντήσεις ιερέων, βελτιώθηκε η εκκλησιαστική διακονία. Φρόντισε με ειλικρινές και πρακτικά αποτελεσματικό ενδιαφέρον, να αξιοποιήσει περιουσιακά στοιχεία δανειζόμενος από τράπεζες, χωρίς ωστόσο να περιορίσει το κατά δύναμη πέραν των οικονομικών δυνατοτήτων απλόχερο καθημερινό φιλανθρωπικό και κάποτε πολύ σημαντικό του έργο, και μάλιστα παρά τις περιοριστικές υποδείξεις του λογιστή του. Με τη χαρακτηριστική προσήνεια του, σχεδόν παιδιάστικη, και τη λαϊκή του καλοσύνη και τις πολύ καλές και απροσποίητες σχέσεις με το ποίμνιο του, κινητοποίησε και αφύπνισε φιλάνθρωπα αισθήματα.

Μπορεί να χαρακτηρίστηκε κάποτε «Χρυσόστομος-αθυρόστομος». Ήταν! Πάντα, συζητώντας μαζί του, του συνιστούσα να ζητά γραπτές τις ερωτήσεις δημοσιογράφων πριν απαντήσει. Και μετά γελώντας ομολογούσε ότι έκανε πάλι δηλώσεις και πολλές φορές στην παρουσία μου! Πολλές φορές δε δίστασε να περιλαμβάνει στις πηγαίες και απροετοίμαστες δηλώσεις του, ενοχλητικές για κάποιους αλήθειες. Χωρίς να διαθέτει σπουδαιοφανείς επιστημονικούς τίτλους ή μελέτες και χωρίς να αυτοπροβάλλεται, με ταπειφροσύνη επιτέλεσε σοβαρότατο πολυεπίπεδο και ανανεωτικό έργο στην παραμελημένη Εκκλησία της Κύπρου. Δε δίστασε να  δέχεται τις υπηρεσίες μας ως λογογράφους για κάποια σοβαρά θέματα και ανακοινώσεις. Μελετώντας τους Κανόνες της Εκκλησίας, συζητήσαμε και σχεδιάσαμε την αναθεώρηση και συμπλήρωση του απαρχαιωμένου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας, πριν φτάσει στην Ιερά Σύνοδο και ψηφιστεί. Οργανωτικό και μελετημένο επίτευγμα υπήρξε η αύξηση των Επισκόπων, ώστε να υφίσταται κανονική αυτόνομη Σύνοδος Ιεραρχίας στην Κύπρο. Προχώρησε στη  διοικητική αναμόρφωση και σε οικονομικούς τομείς.

Σε εξαιρετικά δύσκολους καιρούς εξασφάλισε τη βιωσιμότητα του Ταμείου Κλήρου για τη μισθοδοσία και συνταξιοδότηση. Δεν παρέλειψε παράλληλα τη φιλανθρωπική, και πολιτιστική φροντίδα. Συνέβαλλε στην διεκκλησιαστική ακτινοβολία της Κυπριακής Εκκλησίας με συνέδρια. Για τα 2000 χρόνια χριστιανισμού και την Εκκλησία στην Πάφο, πρώτη στην Ευρώπη, οργανώθηκαν γιορτές και θεατρικές παραστάσεις για τους αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα. Ίδρυσε Θεολογική Σχολή για την αναβάθμιση του μορφωτικού επιπέδου του κλήρου παραμερίζοντας την προηγούμενη Ιερατική Σχολή. Οικοδόμησε και εγκαινίασε λαμπρό καθεδρικό ναό προς τιμήν του ιδρυτή της Κυπριακής Εκκλησίας, Αποστόλου Βαρνάβα, στον περίβολο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής. Δημιούργησε Φοιτητική εστία για τη στέγαση σπουδαστών χαμηλού εισοδηματικού επιπέδου.

Προφανώς δεν είμαι απόλυτα εγκρατής της Εκκλησιαστικής Ιστορίας της Κύπρου, αλλά θεωρώ ότι ίσως δεν υπήρξε άλλος Αρχιεπίσκοπος με τόσο μεγάλη αποτελεσματική δραστηριότητα και την στο διεθνές επίπεδο ακτινοβολία και προσφορά και θα μείνει αιώνια η μνήμη του.