Τιμώντας και φέτος την επέτειο της 1ης Απριλίου, την επέτειο της έναρξης του μεγάλου ξεσηκωμού των Κυπρίων εναντίον των Βρετανών αποικιοκρατών, μνημονεύουμε ένα γεγονός το οποίο αποτέλεσε ορόσημο στη διοργάνωση του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ. Εβδομήντα χρόνια έχουν παρέλθει από τον «όρκο των δώδεκα» ή τον «όρκο των Αθηνών» που πραγματοποιήθηκε στις 7 Μαρτίου 1953.
Η κυπριακή πολιτεία, διά του προέδρου της κ. Νίκου Χριστοδουλίδη, σε συγκινητική τελετή που πραγματοποιήθηκε στις 13 Μαρτίου 2023 στο Πολεμικό Μουσείο στην Αθήνα, τίμησε ως όφειλε τις δώδεκα προσωπικότητες που προετοίμασαν τον αγώνα της κυπριακής ελευθερίας, αναγνωρίζοντας εμπράκτως τις σημαντικές υπηρεσίες που προσέφεραν στην πατρίδα.
Η Επιτροπή Αγώνος
Τα δώδεκα μέλη της Επιτροπής Αγώνος, η οποία συστάθηκε τον Μάιο του 1951 σύμφωνα με τον ιθύνοντα νου της, Σωκράτη Λοϊζίδη, αποτελούσαν άτομα των πράξεων. Ήταν πρόσωπα «των οποίων», όπως γράφει ο Σάββας Λοϊζίδης, «ήτο γνωστός ο πατριωτισμός αλλά και ειδικότερον το πάθος δι’ αγώνα προς Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα». Οι πλείστοι εξ αυτών είχαν συμμετάσχει σε αντιστασιακές οργανώσεις κατά των Γερμανών και είχαν εμπλακεί στον αντικομμουνιστικό αγώνα κατά την περίοδο του Εμφυλίου. Γνώριζαν λοιπόν τα μυστικά του συνωμοτικού αγώνα και ο πατριωτισμός που φλόγιζε τις ψυχές τους, έκανε τις πορείες τους να συγκλίνουν ώστε να διοχετεύσουν τις δυνάμεις τους στον σκοπό της απελευθέρωσης της Κύπρου από τον βρετανικό ζυγό και την Ένωσή της με την Ελλάδα.
Ο ένθερμος πατριωτισμός δεν ήταν η μόνη τους κινητήρια δύναμη. Δεν αποτελούσαν ενθουσιώδεις νέους που συνεπάρθηκαν στιγμιαία από το όραμα του ριζοσπαστικού ένοπλου αγώνα. Ήταν άτομα που ενσυνείδητα επέλεξαν να εμπλακούν στις απαιτητικότατες διεργασίες, προετοιμασίες ένοπλου αγώνα στην Κύπρο. Η επιτροπή των δώδεκα αποτελείτο από τον εκκλησιαστικό ηγέτη (Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’), πρώην Υπουργό (Γεώργιος Στράτος), καθηγητές Πανεπιστημίου (Γεράσιμος Κονιδάρης, Δημήτριος Βεζανής) εν αποστρατεία αξιωματικούς του ελληνικού στρατού (Γεώργιος Γρίβας, Νικόλαος Παπαδόπουλος, Ηλίας Αλεξόπουλος), νομικούς (Σάββας Λοϊζίδης, Σωκράτης Λοϊζίδης, Αντώνιος Αυγίκος), έμπορο (Ηλίας Τσατσόμοιρος) και τμηματάρχη των Ελληνικών Σιδηροδρόμων (Δημήτριος Σταυρόπουλος).
Πέρα από την εθνική του διάσταση, αντιμετώπιζαν το ζήτημα της κυπριακής επανάστασης και από ηθικής σκοπιάς. Όλοι τους είχαν μιλήσει πολλάκις για το θέμα της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Από άμβωνος, από τα πανεπιστημιακά έδρανα, από εξέδρες και βήματα εκδηλώσεων, από τα φύλλα των εφημερίδων. Με την ένταξή τους και τη δράση τους στην Επιτροπή Αγώνος, μετουσίωσαν σε έργο τη θεωρία τους κατά το καζαντζακικό «Η στερνή, η πιο ιερή μορφή θεωρίας είναι η πράξη». Όπως καταγράφει ο καθηγητής Γεράσιμος Κονιδάρης οι δώδεκα ήταν οι «λίγοι άνδρες […] οι οποίοι […] εις πείσμα των προσωπικών συνεπειών, εις πείσμα των εμποδίων και των κινδύνων και των πιέσεων έπραξαν ως άνδρες αυτό που πρέπει […] διότι αυτό αποτελεί την βάσιν ολοκλήρου της ανθρωπίνης ηθικής. […] Και τούτο διότι, το παράδειγμα διδάσκει ισχυρότερον και διαρκέστερον των λόγων».
Η ιδέα της ριζοσπαστικοποίησης του ενωτικού αιτήματος, το οποίο από το 1878 είχε παρουσιαστεί ενώπιον των Βρετανών με ψηφίσματα, υπομνήματα, πρεσβείες και μια ανοργάνωτη επανάσταση τον Οκτώβριο του 1931, είχε πλέον ωριμάσει. Η νίκη των συμμάχων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι διακηρύξεις τους για αυτοδιάθεση, η ίδρυση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών το 1945, η παραχώρηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα το 1947 και ο παγκόσμιος αέρας της από-αποικιοποίησης, συνδαύλιζαν την ενωτική επιθυμία των Ελλήνων Κυπρίων. Από την άλλη, οι υπερφίαλες βρετανικές αρνήσεις για συζήτηση του Κυπριακού και οι απαξιωτικές βρετανικές δηλώσεις ότι οι Κύπριοι δεν επιθυμούσαν ειλικρινώς την Ένωση αφού, μέχρι τότε, δεν είχε σπάσει μύτη στο νησί, φούσκωναν «της πίκρας το προζύμι» κατά τον Γιώργο Σεφέρη που είχε επισκεφθεί την Κύπρο πριν την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ και διείδε το αναπόφευκτο της επερχόμενης σύγκρουσης. Σύμφωνα λοιπόν με όλα τα δεδομένα, τα δώδεκα μέλη της Επιτροπής Αγώνος, είχαν συνειδητοποιήσει, όπως σημείωσε ο Γεράσιμος Κονιδάρης, ότι «η επανάστασις ήτο ο μόνος τρόπος διά ν’ αποκτήση η Κύπρος την ελευθερίαν της».
Η απογοήτευση από τη βρετανική στάση αποτυπώθηκε εύγλωττα σε έντυπο του «Εθνικιστικού Συνδέσμου» μέλη του οποίου υπήρξαν τρία από τα δώδεκα μέλη της Επιτροπής Αγώνος (Δημήτριος Βεζανής, Ηλίας Τσατσόμοιρος και Δημήτρης Σταυρόπουλος). Η έκδοση η οποία κυκλοφόρησε το 1947, γραμμένη από τον ίδιο τον Δημήτριο Βεζανή, με τίτλο «Εμείς και οι Άγγλοι» αναλύει τη στάση της Βρετανίας απέναντι στην Ελλάδα, την χαρακτηρίζει «αγνώμονα και αισχρά» και καταλήγει: «Το συμπέρασμα είναι ότι μας εχρησιμοποίησαν κατά τον αισχρότερον τρόπον και μας απέρριψαν όταν δεν ηδυνάμεθα κατά τη γνώμην των να τους προσφέρομεν τίποτε πλέον. Αυτό αποτελεί πολύτιμον δίδαγμα διά το μέλλον». Φυσικά στο πλαίσιο αυτής της ανάλυσης δεν θα μπορούσε να λείψει έστω και μια μικρή αναφορά για την Κύπρο: «Εάν οι Άγγλοι είχον πραγματικώς φιλότιμον θα ώφειλον αμέσως και άνευ της μικροτέρας χρονοτριβής να αποδώσουν εις την Ελλάδα προτού αυτή την ζητήση, την Ελληνικωτάτην μεγαλόνησον της Κύπρου».
Σκέψεις για ένοπλο αγώνα στην Κύπρο
Πέρα από τη δράση της Επιτροπής Αγώνος, το αναπόφευκτο της ένοπλης επανάστασης στην Κύπρο, το οποίο από την 1η Απριλίου 1955 έλαβε τη μορφή μεγαλειώδους παλλαϊκού αγώνα, υπογραμμίζεται αν προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα κατά πόσον τα μέλη της Επιτροπής Αγώνος ήταν οι μόνοι που είχαν σκεφτεί το ενδεχόμενο της προσφυγής στα όπλα.
Ο Γεώργιος Γρίβας καταγράφει ότι ήδη από τον Μάιο του 1948 είχε εκμυστηρευτεί σε στενό κύκλο συνεργατών του τις σκέψεις για δημιουργία ένοπλης επανάστασης στην Κύπρο. Όταν προσεγγίστηκε από τον Σωκράτη Λοϊζίδη, εγκατέλειψε τις προσωπικές πρωτοβουλίες και εντάχθηκε στην Επιτροπή Αγώνος.
Επίσης, στην Αθήνα δρούσε και ο Ιωάννης Χατζηπαύλου-Ιωαννίδης, εξόριστος από την Κύπρο μετά τα Οκτωβριανά του 1931. Ο Χατζηπαύλου-Ιωαννίδης λοιπόν, το 1952, χωρίς καμία συνεννόηση με την Επιτροπή Αγώνος, ίδρυσε την οργάνωση ΚΑΡΗ (Κύπριοι Αγωνιστές Ριψοκίνδυνοι Ηγέτες) η οποία προετοίμαζε ένοπλο αγώνα στην Κύπρο εκπαιδεύοντας μάλιστα Κύπριους φοιτητές της Αθήνας. Οι εκπαιδευθέντες από την ΚΑΡΗ Κύπριοι φοιτητές (Θάσος Σοφοκλέους, Ρένος Κυριακίδης, Φώτης Παπαφώτης, Πέτρος Στυλιανού, Νίκος Αγγελίδης, Νίκος Σπανός και άλλοι), αποτέλεσαν πολύτιμα στελέχη για την ΕΟΚΑ κατερχόμενοι στην Κύπρο μετά την έναρξη του Αγώνα.
Τέλος σημειώνεται ότι στην ίδια την Κύπρο είχαν δημιουργηθεί αυτόνομες, μικρές, τοπικές ομάδες οι οποίες προετοίμαζαν, κυρίως τη νεολαία, για ξεσηκωμό. Το «Εθνικό Κομιτάτο» του Ρένου Κυριακίδη και του Πέτρου Στυλιανού, η ΕΑΜΟ (Εθνική Απελευθερωτική Μαθητική Οργάνωση) στην Πάφο, μέλος της οποίας υπήρξε ο μετέπειτα απαγχονισθείς από τους Άγγλους, Ευαγόρας Παλληκαρίδης, ενώ στην Αμμόχωστο δραστηριοποιήθηκε η ΕΑΟΚ (Ελληνική Απελευθερωτική Οργάνωση Κύπρου) που είχε οργανώσει το 1954 ο ιερέας Παπαμιλτιάδης Χριστοδούλου μαζί με τον αδερφό του διάκο Ευέλθοντα Χριστοδούλου, μέλος της οποίας υπήρξε ο επίσης μετέπειτα απαγχονισθείς από τους Άγγλους, Ανδρέας Δημητρίου.
Και η Αριστερά προετοιμαζόταν για αγώνα
Αξίζει να αναφέρουμε ότι η επιλογή του ένοπλου αγώνα, δεν περιοριζόταν στην κυπριακή και ελλαδική δεξιά. Γνωστή είναι η περίφημη προτροπή του Νίκου Ζαχαριάδη προς τους επισκεπτόμενους αυτόν ΑΚΕΛικούς (Φιφής Ιωάννου και Ανδρέας Ζιαρτίδης) τον Χειμώνα του 1948 να αναλάβουν ένοπλο αγώνα. Ως αποτέλεσμα της εν λόγω προτροπής, στις 16 Ιουλίου 1951 ο Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ, Εζεκίας Παπαϊωάννου, ενημέρωσε το ΚΚΕ, στο πλαίσιο των «διεθνιστικών καθηκόντων» του κόμματος σε περίπτωση παγκόσμιας πολεμικής σύρραξης, ότι το ΑΚΕΛ είχε τη δυνατότητα να αναλάβει «πλατειάς κλίμακας σαμποτάζ» και βραδινό ανταρτοπόλεμο κατά των Άγγλων στην Κύπρο, για τον οποίο είχε πρόθυμους «μερικές εκατοντάδες [για] αντάρτες», διέθετε, όμως, «24 περίστροφα, 2-3 όπλα, ένα μυδραλιοβόλο και τίποτα άλλο». Οι ενέργειες του ΑΚΕΛ, θα αποτελούσαν, σύμφωνα με τον Παπαϊωάννου, «σοβαρή συμβολή στην αντί-ιμπεριαλιστική, αντιπολεμική υπόθεση». Όπως αποφαίνεται ο καθηγητής Πέτρος Παπαπολυβίου, «δηλαδή, η Εθναρχία και το ΑΚΕΛ, από εντελώς διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές κατευθύνσεις είχαν προσανατολιστεί, την ίδια ακριβώς περίοδο, στην οργάνωση ένοπλου αγώνα».
*Προέδρος Ιδρύματος Απελευθερωτικού Αγώνα ΕΟΚΑ