Κατηγορείται ότι νάρκωσε ανήλικη με σκοπό τη σεξουαλική κακοποίηση της, οδηγήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου το οποίο τον προφυλάκισε μέχρι τη δίκη του. Με έφεση παραπονέθηκε για την κράτησή του ως υπόδικος, με το Ανώτατο Δικαστήριο να σφραγίζει την απόφαση του Κακουργιοδικείου να τον αφήσει υπό κράτηση.

Το Ανώτατο αναλύοντας τη μαρτυρία όπως κατατέθηκε στο Δικαστήριο σημειώνει πως όπως προέκυψε από το μαρτυρικό υλικό και την κατάθεση της η ανήλικη παραπονούμενη, (περίπου 16½ ετών κατά τον επίδικο χρόνο) περιγράφει τις συνθήκες διάπραξης των κατ’ ισχυρισμό επίδικων αδικημάτων, αφού συναντήθηκε τυχαία σε κάποιο σπίτι με τον εφεσείοντα, ο τελευταίος μετέφερε αυτή και άλλες δύο κοπέλες σε ξενοδοχείο στη Λεμεσό. Εκεί ο εφεσείων φρόντισε όπως η παραπονούμενη κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών.

Όταν αποχώρησαν από το δωμάτιο του ξενοδοχείου οι άλλες δύο κοπέλες, ο εφεσείων, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι η παραπονούμενη βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών, φέρεται να την κακοποίησε σεξουαλικά. Αργότερα, ο εφεσείων μετέφερε την παραπονούμενη και ακόμα μια κοπέλα σε άλλο ξενοδοχείο στη Λεμεσό. Εκεί, αφού φρόντισε όπως η παραπονούμενη κάνει εκ νέου χρήση ναρκωτικών ουσιών, όταν έμεινε μόνος του με αυτή, ήλθε σε συνουσία μαζί της παρά το ότι εκείνη του είπε να σταματήσει και ότι δεν ήθελε και ότι πονούσε. Ο εφεσείων σταμάτησε μόνο όταν η παραπονούμενη άρχισε να φωνάζει, για να μην τους ακούσουν. Αναφορικά δε με την κοκαΐνη που έκανε χρήση σε δύο περιπτώσεις η παραπονούμενη, σύμφωνα με την εκδοχή της, ο εφεσείων της έβαζε συνέχεια στο στόμα το καλαμάκι που χρησιμοποιούσε για να γίνει η χρήση της, ακόμη και όταν εκείνη δεν ήθελε. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Ο εφεσείων αρνείται όλες τις κατηγορίες και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 22/6/2023. Αυτός αντιμετωπίζει κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού με τη χρήση βίας και εξαναγκασμού και καταχρώμενος την ευάλωτη θέση της παραπονούμενης που επιφέρουν ποινή φυλάκισης μέχρι δια βίου, καθώς επίσης και αδικήματα προμήθειας ναρκωτικών ουσιών που επίσης επιφέρουν ποινή φυλάκισης δια βίου.

«Η καθοδήγηση του Κακουργιοδικείου ως προς το τρόπο αξιολόγησης της πιθανότητας καταδίκης ήταν ορθή. Αφού αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία, προσέγγισε το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιόν του στη βάση των αρχών που προέκυπταν από αυτή. Ορθά περιορίστηκε στην όψη του μαρτυρικού υλικού, χωρίς να υπεισέλθει στη βαρύτητα της μαρτυρίας και μέχρι πού αυτή μπορούσε να οδηγήσει. Το μαρτυρικό υλικό στο στάδιο αυτό εκτιμάται στην όψη του και μόνο χωρίς συμπεράσματα και οριστικές απαντήσεις σε ερωτήματα, με σκοπό να διαπιστωθεί από το Δικαστήριο κατά πόσο πιθανολογείται καταδίκη χωρίς να υπεισέρχεται σε θέματα αποδεκτότητας της μαρτυρίας ή αξιοπιστίας μαρτύρων», καταλήγει στην απορριπτική απόφασή του το Ανώτατο Δικαστήριο.