Το πολύκροτο δικαίωμα της ευθανασίας στην Κύπρο, θέτει με πρόταση νόμου η βουλεύτρια του ΑΚΕΛ Ειρήνη Χαραλαμπίδου. Αφορά ενήλικους ασθενείς που βρίσκονται σε ανίατο και μη αναστρέψιμο στάδιο με προσδόκιμο ζωής που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, οι οποίοι υπόκεινται σε έντονο πόνο και αφόρητη ταλαιπωρία, έχουν πλήρη διάνοια και επιμένουν ότι επιθυμούν να τερματίσουν τη ζωή τους, διασφαλίζοντας έναν ανώδυνο και αξιοπρεπή θάνατο.

Όπως υπογραμμίζει στον «Φ» η κ. Χαραλαμπίδου, η πρόταση αυτή έχει πλήθος δικλείδων ασφαλείας για εκείνους που ζουν με αβάσταχτο πόνο και δεν θέλουν να λιώσουν στο κρεβάτι. Η συζήτηση της πρότασης νόμου θα ξεκινήσει τον ερχόμενο Σεπτέμβριο στην επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Βουλής, όπου θα κληθούν να καταθέσουν τις απόψεις τους όλοι οι εμπλεκόμενοι.

«Δεν πρόκειται για επιλογή μεταξύ ζωής ή θανάτου. Αλλά για επιλογή των συνθηκών του θανάτου», υπογράμμισε η κ. Χαραλαμπίδου και διευκρίνισε: «Αφορά έναν άνθρωπο που είναι αποφασισμένος να τερματίσει τον πόνο, ο οποίος πολλές φορές είναι αβάσταχτος». Η πρόταση, είπε, καθορίζει όρους και προϋποθέσεις προκειμένου να εκτελεστεί η ιατρική πράξη. «Αναφέρεται σε ενεργητική ευθανασία σε ασθενείς οι οποίοι βρίσκονται σε καταληκτικό στάδιο, υποφέρουν με αβάσταχτους πόνους, ταλαιπωρούνται και παράλληλα έχουν διαπιστωμένα από ιατροσυμβούλιο πλήρη διαύγεια και οι ίδιοι εκφράζουν επίμονα την επιθυμία να τερματίσουν τη ζωή τους».

Ήδη, αναφέρει, σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες το δικαίωμα αυτό έχει θεσπιστεί νομοθετικά. «Σε κάποιες περιπτώσεις προηγήθηκαν δικαστικές αποφάσεις του ΕΔΑΔ στο οποίο προσέφυγαν ασθενείς προκειμένου να προχωρήσουν κυβερνήσεις σε νομοθετική ρύθμιση υπό όρους και προϋποθέσεις στη βάση της αυτοδιάθεσης του προσώπου και του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή». Το θεμελιώδες δικαίωμα στη ζωή με αξιοπρέπεια συνεπάγεται και το δικαίωμα στον θάνατο με αξιοπρέπεια, πρόσθεσε.

Στην πρόταση νόμου καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις επιτέλεσης πράξεων ιατρικώς υποβοηθούμενου τερματισμού της ζωής και της νομιμοποίησης ιατρών να προβαίνουν στις καθοριζόμενες μεθόδους, δηλαδή της ενεργητικής ευθανασίας ή της ιατρικώς υποβοηθούμενης αυτοκτονίας αναφορικά με ασθενείς οι οποίοι ευρίσκονται σε μη αναστρέψιμο καταληκτικό στάδιο, υπόκεινται σε έντονο πόνο και αφόρητη ταλαιπωρία και εν πλήρη διανοία εκφράζουν έντονα και επίμονα την επιθυμία να τερματίσουν τη ζωή τους, διασφαλίζοντας ότι θα έχουν έναν ανώδυνο και αξιοπρεπή θάνατο.

«Θα στηρίξουμε την προσπάθεια και θα βοηθήσουμε στον διάλογο», αναφέρει στον «Φ» σχετικά με την πρόταση νόμου ο πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής, Κωνσταντίνος Φελλάς. «Βασική μας αρχή είναι ότι ο ιατρικώς υποβοηθούμενος τερματισμός της ζωής πρέπει να επιτρέπεται υπό αυστηρότατες προϋποθέσεις. Βασικότερο να πρόκειται για ανθρώπους οι οποίοι θα έχουν πλήρη συνείδηση. Θα αποφασίζουν οι ίδιοι, ενώ σε καμία περίπτωση δεν θα επιτρέπει να αποφασίζει άλλος εν αγνοία του ασθενή.

Πρέπει ο άνθρωπος να αντιμετωπίζει μια ανίατη ασθένεια με πολύ μικρό προσδόκιμο επιβίωσης ή άνθρωπος που αντιμετωπίζει μια προοδευτικά εκφυλιστική νόσο μη αναστρέψιμη. Πρέπει να σεβαστούμε αυτό το “δεν αντέχω άλλο” που λέει ένας άνθρωπος του οποίου η κατάσταση δεν είναι αναστρέψιμη. Παράλληλα, πρέπει να τονίσουμε ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υποχρεώσουμε κανένα γιατρό ή νοσηλευτή να συμμετέχει σε μια τέτοια διαδικασία εάν δεν το επιθυμεί». Τόνισε, τέλος, ότι η ευθανασία δεν υποκαθιστά σε καμία περίπτωση την ανακουφιστική φροντίδα που οφείλει να προσφέρει το κράτος.