Ακριβά πλήρωσαν τη συνεργασία τους με «εταιρεία» στα κατεχόμενα που σφετερίζεται ελληνοκυπριακές περιουσίες, δύο Ουγγαρέζες, οι οποίες ενεργούσαν ως μεσίτριες για πώληση ακινήτων σε τρία κατεχόμενα χωριά μας. Το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας καταδίκασε την 1η κατηγορούμενη 61 ετών αισθητικό, σε 2,5 χρόνια φυλάκιση και την 2η 54 ετών κομμώτρια, σε 15 μήνες φυλάκιση.

Το Δικαστήριο στην απόφασή του έστειλε και πολιτικά μηνύματα κάνοντας αναφορά στον κίνδυνο δημιουργίας περαιτέρω παράνομων τετελεσμένων για τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των εκτοπισθέντων. Παράλληλα, όπως ανέφερε ο δικηγόρος της 1ης κατηγορούμενης Ρίκκος Μαππουρίδης, αυτή είναι πρόθυμη να καταθέσει εναντίον του διευθυντή της ούτω καλούμενης εταιρείας Cyprus Construction για λογαριασμό της οποίας εργάζονταν οι δύο Ουγγαρέζες και για τον οποίον εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης. Η διαφοροποίηση των ποινών από το Κακουργιοδικείο, έγινε λόγω του μικρού αριθμού κατηγοριών που αντιμετώπιζε η 2η κατηγορούμενη (έξι συνολικά) σε σχέση με 21 κατηγορίες που αντιμετώπιζε η 1η κατηγορούμενη. Επίσης η πρώτη ενεργούσε ως μεσίτρια για τρία χρόνια και είχε ποσοστό 20% επί των πωλήσεων, ενώ η 2η έξι μήνες με ποσοστό 5%.

Σύμφωνα με τους τρεις δικαστές, οι ποινές άρχιζαν από χθες ωστόσο θα ληφθεί υπόψη ο χρόνος που παρέμειναν υπό κράτηση από τις 11/10/2024. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν ιδιαιτέρα σοβαρά τα αδικήματα τα οποία αφορούν περιουσίες που βρίσκονται υπό κατοχή από το 1974 και για τα οποία υπάρχει έξαρση του αδικήματος του σφετερισμού, λαμβανομένου υπόψη του αριθμού των υποθέσεων που εκκρεμούν στα δικαστήρια.

Σύμφωνα με τα γεγονότα, οι δύο κατηγορούμενες ενεργούσαν ως μεσίτριες εκ μέρους της ούτω καλούμενης εταιρείας Cyprus construction που ανήκει σε Τ/κ επιχειρηματία έναντι ποσοστού επί των πωλήσεων. Όλες οι περιουσίες που διαφήμιζαν ανήκουν σε Ε/κ και βρίσκονται σε περιοχές του Αγίου Αμβροσίου, Ακανθούς και Καλογραίας.

Όπως εξήγησε το Δικαστήριο, οι δύο κατηγορούνταν σε σχέση με αδίκημα δόλιας συναλλαγής για ακίνητη περιουσία που ανήκει σε άλλους. Σύμφωνα με το Κακουργιοδικείο, αν και οι δύο κατηγορούμενες δεν κατατάσσονται στην κορυφή της πυραμίδας σφετεριστών, έκρινε όμως ότι αποτελούσαν σημαντικό κρίκο στην αλυσίδα της παράνομης δράσης. Επιπλέον, αναφέρθηκε και στην πολιτική πτυχή του θέματος, σημειώνοντας την ανάγκη τα δικαστήρια να σταθούν αρωγοί στην πολιτεία για να τερματιστεί ο σφετερισμός ελληνοκυπριακών περιουσιών στα κατεχόμενα.

Το Δικαστήριο υπογράμμισε την έξαρση τέτοιας φύσης αδικημάτων, για την οποία, όπως ειπώθηκε, έχουν ιδία γνώση, από τη συχνότητα των περιπτώσεων που έρχονται ενώπιον τους, το οποίο αποτελεί πρόσθετο λόγο που επιβάλλει αντιμετώπιση με αποτρεπτικές ποινές.

Υπογραμμίστηκε, ωστόσο, ακόμη ένας λόγος η ποινή να είναι αποτρεπτική. Όπως ειπώθηκε, από την τουρκική εισβολή το 1974 κατέχεται από την Τουρκία μεγάλο μέρος του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ως αποτέλεσμα της τουρκικής κατοχής, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν δύναται να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο στο σύνολο των περιοχών της. Αυτό, ωστόσο, δεν ακυρώνει τα κυριαρχικά δικαιώματα της στο σύνολο της χώρας.

«Δυστυχώς, ως φαίνεται από γεγονότα, τόνισαν οι τρεις δικαστές, η αδυναμία άσκησης αποτελεσματικού ελέγχου από την Κυπριακή Δημοκρατία δίνει τη δυνατότητα σε άλλα πρόσωπα, υπό τις ευλογίες της κατοχικής δύναμης, να σφετεριστούν περιουσίες που ανήκουν σε Κύπριους εκτοπισθέντες, χωρίς τη συγκατάθεση τους, με σκοπό την αποκόμιση οφέλους. Η εκμετάλλευση περιουσιών εκτοπισθέντων είναι απαράδεκτη και κατακριτέα». Επιπρόσθετα, τόνισε το Δικαστήριο, πέραν της οικονομικής πτυχής, υπάρχει άλλη μία παράμετρος: Ο κίνδυνος δημιουργίας περαιτέρω παράνομων τετελεσμένων για τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των εκτοπισθέντων. Όπως σημειώνει, το φαινόμενο έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις τα τελευταία χρόνια. «Τα δικαστήρια οφείλουν να σταθούν αρωγοί στην πολιτεία για διακοπή τέτοιων διαδικασιών για την προστασία των περιουσιών των εκτοπισθέντων», αναφέρεται.

Το δικαστήριο σημειώνει περαιτέρω ότι δεν παύει η ενασχόληση τους με τις πράξεις να έχει σκοπό το εύκολο κέρδος εις βάρος δικαιωμάτων άλλων. Επιπλέον, σημειώνεται ότι με βάση τον περί κτηματομεσιτών νόμο, ουδείς ασκεί το επάγγελμα ή δικαιούται αμοιβής, εκτός αν είναι εγγεγραμμένος κτηματομεσίτης. Τα πρόσωπα της «εταιρείας» δεν θα μπορούσαν με την ίδια ευκολία να εξασφαλίσουν συνεργασία με νόμιμα εγγεγραμμένους κτηματομεσίτες, τόνισε το Δικαστήριο.

Σύμφωνα με τα γεγονότα που εκτέθηκαν στο Δικαστήριο από τον κ. Μπίσσα, οι δύο είχαν συνάψει συμφωνία με «εταιρεία» στα κατεχόμενα για προμήθεια μεσίτη 20% για πώληση ακίνητης περιουσίας. Στη συνέχεια διαφήμιζαν τα ακίνητα ή τα υπό ανέγερση ακίνητα σε ιστοσελίδα ή στο facebook και instagram και όταν υπήρχε ενδιαφερόμενος, παραπεμπόταν στην λεγόμενη εταιρεία στα κατεχόμενα. Διαμένουν και οι δύο στην Πύλα για αρκετά χρόνια και συνελήφθησαν στο αεροδρόμιο Λάρνακας πέρσι τον Σεπτέμβριο μετά από καταγγελία που υπεβλήθη στην Αστυνομία. Η 54χρονη όταν ανακρίθηκε από την Αστυνομία αναφορικά με τα συγκροτήματα που διαφήμιζε, είπε ότι νόμιζε ότι ήταν νόμιμο και ότι Ελλάδα, Τουρκία και Κύπρος υπέγραψαν συμβόλαιο και οι Ελληνοκύπριοι ιδιοκτήτες αποζημιώθηκαν – κατά την έκφρασή της. «Αν το ήξερα ότι ήταν παράνομο δεν θα το διαφήμιζα στο διαδίκτυο», είπε.

Όσον αφορά τις προσωπικές τους περιστάσεις, το Δικαστήριο σημείωσε ότι και οι δύο είναι πρόσωπα ώριμης ηλικίας που διαμένουν για αρκετά χρόνια την Κύπρο και πρώτη φορά απασχολούν τη δικαιοσύνη. Ωστόσο, υπογράμμισε, το ώριμο της ηλικίας τους και το ότι είναι στην Κύπρο πολλά χρόνια, είναι στοιχεία που έπρεπε να είχαν ενεργήσει ώστε αυτές να απέχουν από τις πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκαν. Επιπλέον, το δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του δικηγόρου υπεράσπισης της κατηγορούμενης 2, Αλέξανδρου Κληρίδη, ότι ως αλλοδαπή «είχε μειωμένη αντίληψη της κατοχής στην Κυπριακή Δημοκρατία», ενώ ξενίζει και αναφορά του εν λόγω δικηγόρου σε «νόμιμες μεταβιβάσεις περιουσιών σε «κτηματολόγιο» των κατεχομένων».

Πρώτη καταδίκη μετά το 2012

Αυτή είναι η δεύτερη υπόθεση σφετερισμού ε/κ περιουσιών για την οποία υπάρχει καταδίκη και επιβάλλεται ποινή από το 1974 και την τουρκική εισβολή και κατοχή ε/κ εδάφους.

Πρώτη υπόθεση που έφτασε στα Δικαστήρια ήταν αυτή του Βρετανού Τζον Γκάρι Ρόμπ ο οποίος καταδικάστηκε το 2012 σε 10 μήνες φυλάκιση. Αυτός είχε ασκήσει έφεση η οποία και απορρίφθηκε. Θα κατέθετε εναντίον Τ/κ δικηγόρου που συνελήφθη στην Ρώμη ωστόσο αυτός στο μεσοδιάστημα απεβίωσε και έτσι ο Τ/κ απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες. Ενώπιον Δικαστηρίων εκκρεμούν αυτή τη στιγμή άλλες τέσσερις παρόμοιες υποθέσεις με κατηγορούμενους δύο Ισραηλινούς, μια Γερμανίδα και έναν Ουκρανό.

Σημειώνεται ότι χθες η δικαστική διαδικασία για ανακοίνωση της απόφασης διακόπηκε δύο φορές, επειδή το Δικαστήριο αρχικά είχε ζητήσει διευκρινίσεις από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας Αρχής για τις κατηγορίες που αφορούσαν την 1η κατηγορούμενη για έξι τεμάχια αν ήταν υπό ανέγερση ή είχαν ανεγερθεί. Μετά που επανήλθε το Δικαστήριο δόθηκαν εξηγήσεις από τον εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας Βασίλη Μπίσσα ότι τα τεμάχια αυτά αφορούν έξι αγοραστές ή που προτίθενται να τ’ αγοράσουν και καταγράφονται οι λεπτομέρειες για τι αφορά η συμφωνία.

Μετά τις εξηγήσεις αυτές το Δικαστήριο διέκοψε για να επανέλθει λίγο αργότερα ανακοινώνοντας την ποινή, η οποία θεωρείται ως βαριά.