Το Διοικητικό Δικαστήριο ακύρωσε την πειθαρχική ποινή της επίπληξης που επέβαλε η Επίτροπος Διοίκησης σε λειτουργό του γραφείου της, αφού η έρευνα δεν είχε ολοκληρωθεί και δεν είχαν δοθεί οι καταθέσεις που λήφθηκαν εναντίον της.

Η υπόθεση αφορούσε την πειθαρχική διαδικασία που κίνησε η Επίτροπος κατά έξι υπαλλήλων του Γραφείου Επιτρόπου Διοίκησης για πειθαρχικά παραπτώματα. Μια λειτουργός προσέφυγε στο Δικαστήριο παραπονούμενη ότι δεν ανήκει στο προσωπικό της Επιτρόπου γι’ αυτό και δεν ήταν αρμόδια αρχή για να κινήσει την πειθαρχική διαδικασία, λόγος που απερρίφθη.

Ωστόσο, μέσω του δικηγόρου της Δημοσθένη Στεφανίδη, έθεσε ως λόγο ακύρωσης την παραβίαση των όσων επιτάσσονται στο άρθρο 82 (2) του Ν.1/90, μετά τη διεξαγωγή ενδοτμηματικής έρευνας και αφού η αρμόδια αρχή κρίνει ότι διαπράχθηκε πειθαρχικό παράπτωμα που μπορεί να εκδικαστεί συνοπτικά, «τότε στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο παρέχονται αντίγραφα των μαρτυρικών καταθέσεων και οποιωνδήποτε άλλων σχετικών εγγράφων που υπάρχουν, καθώς και η ευκαιρία να ακουστεί». Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η αιτήτρια δικαίως παραπονείται αφού η πιο πάνω διαδικασία δεν έχει τηρηθεί.

Η αιτήτρια κλήθηκε να ασκήσει το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης της προτού ολοκληρωθεί η έρευνα και χωρίς να της δοθούν εκείνα τα αντίγραφα των καταθέσεων και των εγγράφων, τα οποία συνιστούσαν κατ’ ουσία και τον απότοκο της έρευνας κατά παράβαση της διαδικασίας που προνοείται στο άρθρο 82 (2) του Νόμου. Η πιο πάνω διαπίστωση επιβεβαιώνεται από το ίδιο το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου το οποίο επιμαρτυρεί ότι στην προκειμένη περίπτωση καμία κατάθεση ή έγγραφο παρασχέθηκε στην αιτήτρια.

Η πλευρά της Επιτρόπου, εισηγήθηκε ότι ακόμα και να υπήρξε κάποια παρέκκλιση από κάποιο τύπο που απαιτεί ο Νόμος η παρέκκλιση αυτή είναι επουσιώδης. Δεν θα συμφωνήσω με τη θέση της καθ’ ης η αίτηση. Κατά πάγια νομολογία η παράβαση τύπου διακρίνεται σε ουσιώδη και μη, η δε κρίση κατά πόσο είναι ουσιώδης ή μη ανήκει στο Δικαστήριο. Τα κριτήρια δε που λαμβάνονται υπόψη για το σχηματισμό αυτής της κρίσης σχετίζονται με τη σημασία που η διαδικαστική ενέργεια ή η παράλειψη ενέχει αναφορικά με την προστασία του διοικούμενου, την καλή λειτουργία της ίδιας της διοίκησης και το δικαστικό έλεγχο της πράξης. Το κατά πόσον η παράβαση τύπου είναι ουσιώδης ή όχι, εξαρτάται από την επίδραση που έχει η παράλειψη του τύπου στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ή από τη βλάβη που προκάλεσε στον απητή. Μετά τις διαπιστώσεις αυτές η απόφαση της Επιτρόπου ακυρώθηκε.