Την αφρόκρεμα των νομικών είχε επιστρατεύσει ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ. Γιώργος Σαββίδης για να εξετάσουν το ενδεχόμενο αντισυνταγματικότητας των νομοσχεδίων για μεταρρύθμιση της Νομικής Υπηρεσίας και οι απόψεις τις οποίες εξέφρασαν έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Ευάγγελος Βενιζέλος, Πολύβιος Πολυβίου και Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, θεωρούν πως δεν εγείρεται θέμα αντισυνταγματικότητας ενώ οι, επίσης νομικοί, Έλενα Παπαγεωργίου και Γιάννα Χατζηχάννα, θεωρούν ότι υπάρχει θέμα με πρόνοιες των νομοσχεδίων.

Δύο γνωστοί πρώην δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου και συγκεκριμένα οι κ.κ. Δημήτριος Χατζηχαμπής και Παναγιώτης Καλλής, κατέληξαν ότι εγείρεται συνταγματικό θέμα.

Αναλυτικότερα, όπως αναφέρεται σε σχετικό έγγραφο το οποίο συνοδεύει τα σχετικά νομοσχέδια τα οποία κατατέθηκαν στη Βουλή, ο κ. Σαββίδης συνέστησε «Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων επί Συνταγματικών θεμάτων», αποτελούμενη από τους κ.κ. Ευάγγελο Βενιζέλο, Πολύβιο Πολυβίου, Αχιλλέα Αιμιλιανίδη, Έλενα Παπαγεωργίου και Γιάννα Χατζηχάννα, σε σχέση με την συνταγματικότητα των νομοσχεδίων για προώθηση των επιδιωκόμενων κυβερνητικών μεταρρυθμίσεων που αφορούν τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας και την Ελεγκτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας. Όλα τα μέλη της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων ετοίμασαν δική τους γνωμάτευση ως προς τη συνταγματικότητα των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων. Παράλληλα, οι κ. Δημήτριος Χατζηχαμπής και Παναγιώτης Καλλής, ετοίμασαν δική τους γνωμάτευση επί των συνταγματικών πτυχών των σκοπούμενων μεταρρυθμίσεων.

Στο σχετικό κείμενο αναφέρεται πως οι απόψεις των μελών της Επιτροπής και των δικαστών δεν είναι ομόφωνες. Τρία μέλη της Επιτροπής θεωρούν ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι συνταγματικές και δυο μέλη της Επιτροπής διατηρούν επιφυλάξεις, ως προς τη συνταγματικότητα των μεταρρυθμίσεων. Εξάλλου, οι δυο πρώην δικαστές θεωρούν ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι αντισυνταγματικές στο σύνολό τους.

Στο σημείωμα του κ. Ευάγγελου Βενιζέλου, εκφράζεται η άποψη ότι η τροποποίηση του Συντάγματος σέβεται τη δικοινοτική αρχή, αφού ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Γενικός Δημόσιος Κατήγορος θα έχουν ένα Βοηθό από την άλλη κοινότητα. Στα νομοσχέδια, δεν γίνεται επίκληση του δικαίου της ανάγκης, παρά μόνο ως προς τη συγκρότηση και λειτουργία της Βουλής των Αντιπροσώπων που χωρίς συμμετοχή Τουρκοκυπρίων βουλευτών αναθεωρεί μη θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος κατά το Άρθρο 182.

Εκεί σταματά η επίκληση του δικαίου της ανάγκης, τα άλλα συνιστούν συζήτηση για την πολιτική σκοπιμότητα των ρυθμίσεων, δηλαδή ζητήματα συνταγματικής πολιτικής και όχι συνταγματικής νομιμότητας.

Περαιτέρω αναφέρει ότι, τα νομοσχέδια περί τροποποίησης του Συντάγματος δεν χρειάζεται να επικαλεστούν ειδικούς λόγους ανάγκης για την αναθεώρηση συγκεκριμένων μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος, λόγους που αφορούν τη σκοπιμότητα της αναθεώρησης. Αρκεί η επίκληση της ανάγκης της ομαλής λειτουργίας των άμεσων οργάνων για τη διασφάλιση της υπόστασης του Κράτους προκειμένου η Βουλή των Αντιπροσώπων να λειτουργεί και να ασκεί τις αρμοδιότητες της (την αναθεωρητική, αλλά και τη συνήθη νομοθετική), χωρίς τη συμμετοχή Τουρκοκύπριων βουλευτών.
Τέλος, κατά την άποψη του κ. Βενιζέλου, η προτεινόμενη αναθεώρηση δεν προσκρούει στο Σύνταγμα, ανεξαρτήτως του εάν υπάρχουν αντιρρήσεις λειτουργικές και πολιτικές ή αντιρρήσεις σκοπιμότητας.

Στο σημείωμά του, ο κ. Πολύβιος Πολυβίου αναφέρει πως η Βουλή των Αντιπροσώπων ως το νομοθετικό και συντακτικό όργανο της Δημοκρατίας έχει τη δυνατότητα να τροποποιεί τα μη θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος, χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμένη ανάγκη. Ενόψει της μετεξέλιξης του δικαίου της ανάγκης, οι προτεινόμενες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις δεν είναι αντισυνταγματικές ή αντίθετες προς το Σύνταγμα, προς το Νόμο, ενόψει του ότι δεν αφορούν θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος και νοουμένου ότι ψηφίζονται με την κατάλληλη πλειοψηφία των ελληνοκύπριων βουλευτών.

Στο σημείωμά του κ. Αχιλλέα Αιμιλιανίδη, αναφέρεται, ότι εφόσον η Βουλή, δυνάμει του δικαίου της ανάγκης, έχει εξουσία να λειτουργεί χωρίς τη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων βουλευτών της, δεν χρειάζεται να αιτιολογεί ειδικά κάθε συγκεκριμένο νομοθέτημα που ψηφίζει και κατά τον ίδιο τρόπο δεν χρειάζεται να αιτιολογεί ειδικά και τροποποίηση μη θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος. Η αιτιολογία αφορά αποκλειστικά στην απουσία των Τουρκοκυπρίων βουλευτών που ενεργοποιεί το δίκαιο της ανάγκης, όχι στην αιτιολόγηση της σκοπιμότητας τροποποίησης που είναι αποκλειστική εξουσία της Βουλής.

Όπως δηλαδή η Βουλή δεν χρειάζεται να αιτιολογήσει ειδικά γιατί ψηφίζει ένα τυπικό νόμο, δεν χρειάζεται να αιτιολογήσει ειδικά και γιατί ψηφίζει νόμο τροποποιητικό του Συντάγματος.

Περαιτέρω, προσθέτει ότι, η προτεινόμενη μεταρρύθμιση στηρίζεται σε συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Κράτος Δικαίου και σε προσπάθεια εκσυγχρονισμού των δομών της πολιτείας. Δεν έχει αναδρομική ισχύ, αλλά θα τύχει εφαρμογής με τη λήξη της θητείας των υφιστάμενων κατόχων του αξιώματος.

Στο σημείωμά τους οι κυρίες Έλενα Παπαγεωργίου και Γιάννα Χατζηχάννα υποδεικνύουν ότι, παραβιάζεται το θεμελιώδες Άρθρο 112(1) του Συντάγματος, το οποίο προνοεί ρητά μόνο δυο πρόσωπα από διαφορετική κοινότητα για να ασκούν τις αρμοδιότητες και εξουσίες που αφορούν τον Γενικό και Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα.

Τα κυβερνητικά νομοσχέδια, με τον τρόπο που οδηγούν στον διαχωρισμό των δύο φορέων, θίγουν το θεμελιώδες Άρθρο 112.1 του Συντάγματος, επειδή προβλέπονται τέσσερις (4) αξιωματούχοι, παραβαίνοντας έτσι το Άρθρο 182.1 αυτού, αλλά και είναι ασύμβατα και με τις Συμφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου (κατά, το γράμμα και πνεύμα αυτών), οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στο Σύνταγμα.

Περαιτέρω, κατά την άποψή τους, παρά το γεγονός ότι ένα Κοινοβούλιο έχει τη δυνατότητα να τροποποιεί ακόμη και συνταγματικές πρόνοιες που επηρεάζουν ουσιώδη δικαιώματα, δεν μπορεί να θεσπίσει τροποποιήσεις που εκθεμελιώνουν την ίδια τη βασική δομή του Συντάγματος ή τις αρχές επί των οποίων στηρίζεται.

«Δεν αφορούν μόνο συμβουλευτικής φύσης αρμοδιότητες»
Σε σχέση με τις τροποποιήσεις του Γραφείου του Γενικού Ελεγκτή, οι κ. Έλενα Παπαγεωργίου και Γιάννα Χατζηχάννα σημειώνουν ότι, όπως προκύπτει από το προτεινόμενο νομοσχέδιο, τα καθήκοντα και οι εξουσίες του Ελεγκτικού Συμβουλίου δεν αφορούν μόνο συμβουλευτικής φύσεως αρμοδιότητες, αλλά επηρεάζουν ευθέως τις ρητές αρμοδιότητες που δίδονται στον Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας και το Βοηθό Γενικό Ελεγκτή από το Σύνταγμα. Το Ελεγκτικό Συμβούλιο καθορίζει, μεταξύ άλλων, την πολιτική της Ελεγκτικής Υπηρεσίας και εγκρίνει τις εκθέσεις κτλ., γεγονός που προσκρούει στη βασική αρχή της ανεξαρτησίας και των εξουσιών του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας κατά το Σύνταγμα.

Δεν ικανοποιούνται προϋποθέσεις για επίκληση του δικαίου ανάγκης
Στο σημείωμά τους, οι πρώην Δικαστές Δημήτρης Χατζηχαμπής, και Παναγιώτης Καλλής, σημειώνουν ότι, το προοίμιο της συνταγματικής τροποποίησης δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί από τη νομολογία για επίκληση του δικαίου της ανάγκης, επειδή δεν προκύπτουν επιτακτικές και αναπόφευκτες ανάγκες ή εξαιρετικές περιστάσεις.

Περαιτέρω σημειώνουν, πως όσα αναφέρονται στο προοίμιο μπορούν να αντιμετωπιστούν με άλλες εφαρμόσιμες θεραπείες και δεν μπορεί να λεχθεί ότι οι επίμαχες τροποποιήσεις είναι αναγκαίες για να αποφευχθούν συνέπειες που δεν μπορούσαν διαφορετικά να αποφευχθούν και οι οποίες αν επεσυνέβαιναν θα επέφεραν πάνω στον λαό της Κύπρου αναπόφευκτο και ανεπανόρθωτο κακό και η κατάσταση, όπως περιγράφεται στο Προοίμιο, μπορεί να αντιμετωπιστεί επαρκώς σύμφωνα με τις πρόνοιες του Συντάγματος.

Κατά τους ίδιους, η προτεινόμενη τροποποίηση παραγνωρίζει και το Άρθρο 112.5 του Συντάγματος, το οποίο αφορά τις διωκτικές εξουσίες και την ανάλογη εμπλοκή του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα ως προς την κοινοτική προέλευση των επηρεαζόμενων προσώπων και το οποίο θα παραμένει εν ισχύει παρά την προτεινόμενη τροποποίηση, ώστε να διατηρείται η προς τούτο διωκτική εμπλοκή τους, με αποτέλεσμα να προκύπτει σύγκρουση μεταξύ του Άρθρου 112.5 του Συντάγματος και της προτεινόμενης τροποποίησης.