Στάχτη, αποκαΐδια και μια αποπνικτική μυρωδιά καμένου, είναι το πρώτο που αντικρίζει κανείς ανεβαίνοντας τον δρόμο από τον Καντού προς τις ορεινές κοινότητες της Λεμεσού. Σούνι, Ζανατζιά, Κυβίδες, Άγιος Αμβρόσιος, Λόφου, Μαλιά, Βουνί, Βάσα Κοιλανίου, Κοιλάνι, Άγιος Γεώργιος, Συλίκου, Κισσούσα, Ποταμιού, Άρσος, Όμοδος, Άλασσα — τόποι κάποτε γεμάτοι ζωή, τώρα μοιάζουν βυθισμένοι σε μια αβάσταχτη σιωπή και απώλεια.
Το τοπίο έχει μεταμορφωθεί σε ένα απέραντο γκρι. Το δάσος, τα δέντρα, άλλοτε περήφανα και καταπράσινα, στέκονται τώρα σαν σκελετωμένα κουφάρια. Όσο φτάνει το μάτι, η φύση έχει παραδοθεί στη φωτιά. Και μέσα σε αυτή την εικόνα της καταστροφής, άνθρωποι συντετριμμένοι να προσπαθούν να σταθούν όρθιοι.
Οι κάτοικοι των πυρόπληκτων περιοχών μαζεύουν ό,τι απέμεινε. Με δάκρυα στα μάτια και βλέμμα χαμένο στο κενό, μετρούν τις πληγές τους. Χωρίς ρεύμα, χωρίς νερό, προσπαθούν να ξαναβρούν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Κι αν οι φλόγες έσβησαν, ο φόβος δεν πέρασε. Παραμένει. Για το αύριο, για το σήμερα, για το ενδεχόμενο λεηλασιών. Για το αν η ζωή εδώ θα συνεχιστεί ποτέ όπως πριν.
Το οδοιπορικό του «Φ» ξεκίνησε χθες από την κοινότητα Σουνίου, εκεί όπου, σύμφωνα με ενημέρωση της Επαρχιακής Διοίκησης, έχουν καεί τα περισσότερα σπίτια. Κάτοικος του Σουνίου, φανερά αγανακτισμένος, περιγράφει στον «Φ» τα όσα έζησε εκείνος και η οικογένειά του. «Η Πυροσβεστική δεν πέρασε ποτέ από εδώ. Ούτε ένα όχημα. Ούτε της Πυροσβεστικής, ούτε του Τμήματος Δασών. Ήρθε μόνο ένα πυροσβεστικό του Δήμου και χάρη σε αυτό και τον κ. Χριστάκη από το Κοινοτικό Συμβούλιο, σωθήκαμε. Μας έσωσαν τα σπίτια».
Συνεχίζει λέγοντας ότι από προχθές σβήνει μόνος του φωτιές. «Έχω 30 πυροσβεστήρες που μου έφεραν. Η Πυροσβεστική δεν ήρθε ποτέ. Ακούμε για κλοπές. Εγώ κοιμάμαι με το όπλο στο χέρι. Σκοπιά έξω από το μπαλκόνι. Ένα περιπολικό δεν πέρασε χθες βράδυ».
Το σπίτι του σώθηκε. Όμως όχι όλα. «Αν δεν ήμουν εδώ να σβήσω την φωτιά που ξέσπασε ξανά, θα καιγόταν κι αυτό. Οι μόνοι που ήρθαν ήταν εθελοντές. Ένας άνθρωπος ήρθε δέκα φορές. Από την Κυβέρνηση δεν είδαμε κανέναν».
Άλλος κάτοικος, με τα μάτια βουρκωμένα, λέει πως άρπαξε την τεσσάρων μηνών κόρη του και έφυγε για να μη βρεθεί εγκλωβισμένος. «Δεν είχαμε καμία ενημέρωση. Κανείς δεν μας είπε να εκκενώσουμε γρήγορα το Σούνι. Δεν υπήρχε κανένας συντονισμός», λέει με αγανάκτηση και απόγνωση. Στο ίδιο μήκος κύματος, ένας εθελοντής μας ανέφερε πως η φωτιά κατευθυνόταν επικίνδυνα προς το Σούνι, χωρίς να υπάρξει έγκαιρη ειδοποίηση από τις αρμόδιες αρχές.
Στο καφενείο του Αγίου Αμβροσίου, κάτοικοι συγκεντρωμένοι μιλούν για όσα έζησαν. Το μόνο που βλέπουν γύρω τους είναι στάχτες και γκρίζο. Το τοπίο θυμίζει βομβαρδισμένη περιοχή. «Μέσα σε δευτερόλεπτα καίγονταν τα σπίτια μας, οι φάρμες μας», λέει ηλικιωμένος. «Φύγαμε άρον-άρον για να πάμε στις Κυβίδες. Μετά μας έδιωξαν και από εκεί και πήγαμε Λεμεσό. Τα σπίτια έμειναν μόνα τους. Τα πυροσβεστικά ήταν κάτω από τον δρόμο, δεν ανέβαιναν μέσα στο χωριό. Κάποια σπίτια σώθηκαν από θαύμα. Μόνο όσοι έμειναν πίσω κατάφεραν να σβήσουν ό,τι μπορούσαν. Κανείς δεν ξέρει πώς ήρθε η φωτιά. Από τον αέρα; Πώς πέρασε στον πυρήνα του χωριού;»
Ένας νεαρός κάτοικος αψήφησε τις εντολές εκκένωσης και έμεινε στον Άγιο Θεράποντα προσπαθώντας να σώσει τις περιουσίες των συγχωριανών του: «Ήταν χειρότερα από πόλεμο. Δέκα άτομα μείναμε. Πολεμούσαμε μόνοι μας. Δεν είχε πυροσβεστικά. Ήταν τα σπίτια μας. Οι περιουσίες μας. Η φωτιά ξεκίνησε από το Βουνί και μέσα σε 3-4 λεπτά ήταν στον Άγιο Θεράποντα. Πρώτη φορά βλέπαμε τέτοιο πράγμα. «Προσπαθούσαμε να την ελέγξουμε με ό,τι είχαμε. Κάποια μικρά οχήματα εθελοντών πέρασαν. Η Πυροσβεστική δεν ήταν εκεί. Πηγαίναμε μόνοι μας, προσπαθούσαμε να σβήσουμε τη φωτιά».
Άλλος κάτοικος, με φωνή που τρέμει, περιγράφει τον εφιάλτη. «Προσπαθούσα να σώσω το σπίτι του γιου μου και δεν ήξερα πως το δικό μου καιγόταν. Έσβηναν αλλού και έπαιρνε το δικό μου. Δεν το φανταζόμουν ποτέ».
Μαρτυρίες από το χάος και τη στάχτη
Το χάος που επικρατούσε, καθώς και την έλλειψη συντονισμού, περιγράφει εργαζόμενη σε ξενοδοχείο στη Λόφου. Όπως αναφέρει στον «Φ», χρειάστηκε να αλλάξουν τρεις φορές σημείο, μέχρι να βρεθούν σε σχετική ασφάλεια. «Την Τετάρτη το απόγευμα, μας ειδοποίησαν οι γείτονες ότι πρέπει να εκκενώσουμε, γιατί η φωτιά πλησίαζε. Είχαμε τουρίστες και τους ειδοποιήσαμε αμέσως πως πρέπει να φύγουν. Πήγαμε στον Προφήτη Ηλία, αλλά εκεί μας είπαν να φύγουμε ξανά γιατί η φωτιά ερχόταν καταπάνω μας. Πήγαμε προς Άλασσα, τα ίδια και εκεί. Δεν υπήρχε πουθενά οργανωμένη καθοδήγηση».
Ο Σωτήρης, κάτοικος του Αγίου Θεράποντα, είναι ένας από τους ανθρώπους που δεν κατάφεραν να σώσουν ούτε την ελπίδα τους. Με χίλιες στερήσεις και τη βοήθεια συγγενών, κατάφερε να χτίσει ένα μικρό σπιτάκι στο χωριό, ένα ζεστό καταφύγιο για την οικογένειά του, αφού δεν είχε τη δυνατότητα να ενοικιάσει σπίτι στη Λεμεσό. Όμως μέσα σε λίγες μόνο ώρες, οι κόποι μιας ζωής παραδόθηκαν στις φλόγες.