Είναι ένας εμπρηστής κατ’ ανάγκην πυρομανής; Έχει επίγνωση των πράξεών του; Μετανιώνει όταν η πράξη του οδηγεί στην καταστροφή ή επιμένει στο δικό του αφήγημα; Πότε υπάρχει ψυχική νόσος και πότε άλλα κίνητρα; Ποιος θα μπορούσε να ξεκινήσει μια πυρκαγιά και να παρακολουθεί μετά να καίγεται η μισή του πατρίδα, να πεθαίνουν άνθρωποι, να κινδυνεύουν χιλιάδες άλλοι, να καταστρέφονται ολόκληρα χωριά, να χάνονται σπίτια, περιουσίες, οι κόποι μιας ζωής;

Ερωτήματα που τριγυρνούν στο μυαλό όλων μας, μετά την καταστροφή της περασμένης εβδομάδας. Η αλήθεια είναι ότι ο όρος «πυρομανής», με την ψυχιατρική έννοια, δεν φαίνεται να μας πείθει στην περίπτωση των πυρκαγιών που εκδηλώνονται τα τελευταία χρόνια σε διάφορες περιοχές της Κύπρου.

Τα τελευταία εικοσιτετράωρα, όπως έχει γίνει γνωστό, η Αστυνομία, μετά από σχετικές πληροφορίες έχει αυξήσει τις περιπολίες της και ερευνά για οργανωμένους εμπρηστές. Έγιναν ήδη και κάποιες συλλήψεις, ενώ τα πάντα βρίσκονται υπό διερεύνηση.

Γιατί όμως ένας άνθρωπος ανάβει φωτιές; Με τη βοήθεια του ψυχιάτρου Γιώργου Μικελλίδη, προσπαθήσαμε να δώσουμε κάποιες απαντήσεις, να εξηγήσουμε τα πώς και τα γιατί κάποιοι δεν διστάζουν να προκαλέσουν μια φωτιά, γνωρίζοντας όλους τους πιθανούς κινδύνους.

Τι καθοδηγεί το χέρι ενός εμπρηστή;
Αίσθημα αδυναμίας, θυμός, εκδίκηση, προσωπικά βιώματα, οικονομικά συμφέροντα, ιδεολογικό ή τρομοκρατικό υπόβαθρο.

Το χέρι ενός εμπρηστή μπορεί να καθοδηγείται από πολλούς και διαφορετικούς λόγους, αλλά συνήθως έχει πλήρη επίγνωση της πράξης του. Κάποιοι «συνέρχονται», κυρίως όταν η πράξη τους οδηγεί στο θάνατο άλλων ανθρώπων. Κάποιοι, ωστόσο, ιδίως σε οργανωμένες καταστάσεις, επιμένουν στο αφήγημά τους και προσπαθούν να εκλογικεύσουν τις ενέργειές τους.

«Οι πυρκαγιές που καταστρέφουν δάση, περιουσίες και απειλούν ανθρώπινες ζωές, προκαλούν εύλογα οργή και ερωτήματα: Ποιος θα μπορούσε να διαπράξει κάτι τόσο καταστροφικό; Τι είδους άνθρωπος βάζει φωτιά συνειδητά;»

Ο όρος πυρομανής (pyromaniac), εξήγησε στον «Φ» ο ψυχίατρος Γιώργος Μικελλίδης, «περιγράφει ένα άτομο με ψυχαναγκαστική έλξη προς τη φωτιά, που νιώθει ένταση πριν από την πράξη και μια μορφή ανακούφισης ή ευχαρίστησης κατά τη διάρκεια ή μετά από αυτήν».

Ωστόσο, τόνισε, «δεν είναι όλοι όσοι βάζουν φωτιά πυρομανείς. Οι περισσότεροι εμπρησμοί έχουν πολλαπλά κίνητρα: οικονομικά, εκδικητικά, ιδεολογικά ή ακόμα και προσωπικής επιβεβαίωσης».

·      Κάποιοι παρουσιάζουν διαταραχές προσωπικότητας (π.χ. αντικοινωνική ή οριακή).

·      Άλλοι έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και αναζητούν την αίσθηση ελέγχου ή ισχύος.

·      Υπάρχουν περιπτώσεις διανοητικής καθυστέρησης ή ψυχικής νόσου, όπου ο εμπρησμός δεν γίνεται από κακόβουλη πρόθεση αλλά λόγω ελλιπούς κρίσης.

·      Σε άτομα με πυρομανία, η πράξη συνδέεται με εσωτερική ένταση και απελευθέρωση συναισθημάτων, παρόμοια με εξαρτητικές συμπεριφορές.

Τι μπορεί να οδηγεί σε μια τέτοια πράξη;
Στην έναρξη μιας φωτιάς μπορεί να οδηγήσει αυτά τα άτομα το «αίσθημα αδυναμίας» ή «αορατότητας» μέσα στην κοινωνία. Ο εμπρησμός, δηλαδή, γίνεται μέσο για να αποσπάσουν την προσοχή των άλλων.

Σε άλλες περιπτώσεις, όπως εξηγεί ο κ. Μικελλίδης, «υπάρχει θυμός ή εκδίκηση για προσωπικά βιώματα, όπως για παράδειγμα η απόλυση από την εργασία, η προσωπική απόρριψη, οι συγκρούσεις με άλλους κ.λπ.».

Πολλές πυρκαγιές όμως, προσθέτει, «αποδίδονται σε οικονομικά συμφέροντα. Συνδέονται δηλαδή με επιδιώξεις ανοικοδόμησης ή εκμετάλλευσης της γης» και τέλος, «έχουμε και τους εμπρησμούς που σχετίζονται με το ιδεολογικό ή τρομοκρατικό υπόβαθρο του δράστη».

Τα κίνητρα και οι λόγοι για τους οποίους ένα άτομο προβαίνει σε μια τέτοια πράξη μπορεί να ποικίλουν, ανάλογα με το άτομο και τις δικές του συνθήκες.

Τι συμβαίνει όμως στο μυαλό ενός ανθρώπου που προκαλεί μια καταστροφική πυρκαγιά;
Έχει επίγνωση της πράξης του;
Η απάντηση, σύμφωνα με τον κ. Μικελλίδη, για τις περισσότερες περιπτώσεις είναι «ναι».

«Τα άτομα που παρουσιάζουν αυτές τις συμπεριφορές, συνήθως έχουν πλήρη επίγνωση των πράξεών τους και, ως εκ τούτου, δεν απαλλάσσονται από τις οποιεσδήποτε ευθύνες έναντι του νόμου».

Ωστόσο, τα επακόλουθα της πράξης τυγχάνουν – σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο Κύπριος ψυχίατρος – διαφορετικής διαχείρισης από τον κάθε εμπρηστή.

Οι πυρομανείς (με την αυστηρά ψυχιατρική έννοια) «συχνά βιώνουν παροδική ευχαρίστηση ή αίσθηση ολοκλήρωσης. Στη συνέχεια, μπορεί να ακολουθήσουν ενοχές ή κατάθλιψη, ιδίως αν η πράξη είχε σοβαρές συνέπειες».

Από την άλλη, «οι οργανωμένοι εμπρηστές συνήθως προσπαθούν να δικαιολογήσουν ή να εκλογικεύσουν την πράξη τους. Λίγοι δείχνουν πραγματική μεταμέλεια, εκτός αν βρεθούν αντιμέτωποι με το ανθρώπινο κόστος».

Υπάρχει και μια κατηγορία δραστών «που αρνείται την ευθύνη ή αποσυνδέεται από τη συνέπεια των πράξεων ως μια μορφή ψυχολογικής άμυνας».

Κανενός η πράξη δεν είναι αποκομμένη από την ψυχολογία

Παρότι οι περισσότεροι εμπρηστές δεν είναι πυρομανείς, με την αυστηρή ψυχιατρική έννοια (δηλαδή δεν είναι ψυχικά ασθενείς), η συμπεριφορά τους δεν είναι εντελώς άσχετη με την ψυχολογία τους.

«Όταν κάποιος είναι πυρομανής με την αυστηρή ψυχιατρική έννοια, δηλαδή παρουσιάζει παρορμητική έλξη προς τη φωτιά, χωρίς εξωτερικό κίνητρο, πρόκειται για μια διαταραχή ελέγχου των παρορμήσεων. Αυτά τα άτομα, όταν βρίσκονται υπό ψυχιατρική παρακολούθηση, μπορούν να περιοριστούν ή να βοηθηθούν μέσω θεραπείας».

Ωστόσο, «οι περισσότεροι που βάζουν φωτιές δεν είναι πυρομανείς. Δρουν με πρόθεση, με κίνητρα που κυμαίνονται από οικονομικά συμφέροντα και εκδίκηση, μέχρι ιδεολογικά ή προσωπικά ελλείμματα».

Αυτό όμως, τόνισε ο κ. Μικελλίδης, δεν σημαίνει ότι η πράξη τους είναι πλήρως αποκομμένη από την ψυχολογία τους, αφού σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχουν:

·      Διαταραχές προσωπικότητας (αντικοινωνικά, ναρκισσιστικά ή οριακά στοιχεία),

·      Ανεπεξέργαστος θυμός, τραύματα ή αίσθημα κοινωνικής αποτυχίας,

·      Ανικανότητα διαχείρισης των συναισθημάτων ή των συγκρούσεων.

Αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να επωφεληθούν από ψυχολογική ή σωφρονιστική παρέμβαση, κυρίως με στόχο την πρόληψη επανάληψης.

Στην Κύπρο, υπενθύμισε, «υπάρχουν σήμερα προγράμματα διαχείρισης θυμού, ενσυναίσθησης και κοινωνικών δεξιοτήτων που εφαρμόζονται σε σωφρονιστικά πλαίσια».

Άρα, εκείνο στο οποίο καταλήγουμε είναι ότι η πράξη του εμπρησμού είναι εγκληματική, το άτομο έχει επίγνωση της πράξης του, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν και ψυχολογικοί παράγοντες πίσω από αυτήν.

Ως εκ τούτου, αν θέλουμε πραγματικά να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο, οφείλουμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα – αλλά και τα άτομα αυτά – όχι μόνο νομικά, αλλά και ψυχοκοινωνικά.