Προχωρούν, παρά τις επιφυλάξεις νομικών αλλά και του ίδιου του Γενικού Εισαγγελέα, οι τροποποιήσεις που προωθεί η Κυβέρνηση για το διαχωρισμό του διττού ρόλου του Γενικού Εισαγγελέα.
Χθες υπήρξε συνάντηση του υπουργού Δικαιοσύνης Μάριου Χαρτσιώτη με τον Γενικό Εισαγγελέα Γιώργο Σαββίδη και το Ανώτατο Δικαστήριο, για συζήτηση του τρόπου που θα ελέγχονται οι αποφάσεις του Γενικού Δημόσιου Κατηγόρου για αναστολή ποινικών διώξεων. Κατά τη συνάντηση συζητήθηκαν τα κριτήρια που πρέπει να τεθούν ώστε να ξεκαθαρίσουν ποιες υποθέσεις θα στέλνονται στο Ανώτατο Δικαστήριο για έλεγχο ώστε να διαπιστώνεται ότι ορθά έγινε αναστολή ποινικής δίωξης. Σημειώνεται ότι αύριο η Βουλή θα εξετάσει τα 38 νομοσχέδια και τις τρεις προτάσεις νόμου που αφορούν στις αλλαγές στη Ν. Υπηρεσία.
Στο μεταξύ, σε μακροσκελές σημείωμά του 360 σελίδων που στάλθηκε στη Βουλή από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ο Γενικός Εισαγγελέας καταγράφει τις θέσεις του για το θέμα, όπως και τις θέσεις της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων που διόρισε. Όπως προκύπτει, ο ίδιος διατηρεί σοβαρές επιφυλάξεις για τις αλλαγές που τροχοδρομούνται, ενώ οι ειδικοί είναι διχασμένοι. Οι συνταγματολόγοι Ευάγγελος Βενιζέλος, Πόλυς Πολυβίου και Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, συμφωνούν ότι οι αλλαγές δεν συγκρούονται με το Σύνταγμα, σε αντίθεση με δύο νομικούς της Ν. Υπηρεσίας και δύο πρώην μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος στη γνωμάτευσή του αναφέρει ότι, τα νομοσχέδια περί τροποποίησης του Συντάγματος δεν χρειάζεται να επικαλεστούν ειδικούς λόγους ανάγκης για την αναθεώρηση συγκεκριμένων μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος, λόγους που αφορούν τη σκοπιμότητα της αναθεώρησης. Αρκεί η επίκληση της ανάγκης της ομαλής λειτουργίας των άμεσων οργάνων για τη διασφάλιση της υπόστασης του κράτους, προκειμένου η Βουλή να λειτουργεί και να ασκεί τις αρμοδιότητες της χωρίς τη συμμετοχή Τουρκοκύπριων βουλευτών. Ο κ. Βενιζέλος σημειώνει ότι η προτεινόμενη αναθεώρηση δεν προσκρούει κατά την άποψή του στο Σύνταγμα, ανεξάρτητα εάν υπάρχουν αντιρρήσεις λειτουργικές και πολιτικές ή αντιρρήσεις σκοπιμότητας.
Ο Πόλυς Πολυβίου, αναφέρει ότι, η Βουλή των Αντιπροσώπων ως το νομοθετικό και συντακτικό όργανο της Δημοκρατίας έχει τη δυνατότητα να τροποποιεί τα μη θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος, χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμένη ανάγκη. Ενόψει της μετεξέλιξης του δικαίου της ανάγκης, οι προτεινόμενες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις δεν είναι αντισυνταγματικές ή αντίθετες προς το Σύνταγμα, προς το Νόμο, ενόψει του ότι δεν αφορούν θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος και νοουμένου ότι ψηφίζονται με την κατάλληλη πλειοψηφία των Ελληνοκύπριων βουλευτών.
Ξεκάθαρος στις θέσεις του ήταν και ο Αχιλλέας Αιμιλιανίδη, ο οποίος αναφέρει ότι εφόσον η Βουλή δυνάμει του δικαίου της ανάγκης έχει εξουσία να λειτουργεί χωρίς τη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων βουλευτών της, δεν χρειάζεται να αιτιολογεί ειδικά κάθε συγκεκριμένο νομοθέτημα που ψηφίζει και κατά τον ίδιο τρόπο δεν χρειάζεται να αιτιολογεί ειδικά και τροποποίηση μη θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος. Περαιτέρω, προσθέτει ότι, η προτεινόμενη μεταρρύθμιση στηρίζεται σε συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Κράτος Δικαίου και σε προσπάθεια εκσυγχρονισμού των δομών της πολιτείας. Δεν έχει αναδρομική ισχύ, αλλά θα τύχει εφαρμογής με τη λήξη της θητείας των υφιστάμενων κατόχων του αξιώματος. Ακόμα αναφέρει ότι οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις δεν είναι τέτοιας φύσης που να εκθεμελιώνουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη Βασική Δομή του Συντάγματος ή τις αρχές επί των οποίων στηρίζεται.
Τα μέλη της Νομικής Υπηρεσίας Έλενα Παπαγεωργίου και Γιάννα Χατζηχάννα, διαπιστώνουν ότι παραβιάζεται το θεμελιώδες Άρθρο 112(1) του Συντάγματος, το οποίο προνοεί ρητά μόνο δύο πρόσωπα από διαφορετική κοινότητα για να ασκούν τις αρμοδιότητες και εξουσίες που αφορούν τον Γενικό και Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα. Είναι ένα θέμα η ενίσχυση της ανεξαρτησίας του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και η λογοδοσία προς τις αποφάσεις που λαμβάνει για τις ποινικές διώξεις και άλλο θέμα η τροποποίηση του Συντάγματος με τρόπο που να θίγονται συνταγματικές διατάξεις με σκοπό τον εκσυγχρονισμό του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα, μάλιστα με ενδεχόμενο κίνδυνο να τύχουν αμφισβήτησης πολλές τροποποιήσεις που έγιναν επ’ ονόματι του Δικαίου της Ανάγκης από το 1964 και εντεύθεν, θέτοντας σε κίνδυνο την πολιτική πτυχή του όλου ζητήματος που είναι άμεσα συνδεδεμένο με τη διατήρηση του Συντάγματος.
Ενστάσεις πρώην δικαστών και συνταγματολόγων
Οι πρώην δικαστές του Ανωτάτου Δημήτρης Χατζηχαμπή, και Παναγιώτης Καλλή, σημειώνουν ότι, το Προοίμιο της συνταγματικής τροποποίησης δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί από τη νομολογία για επίκληση του δικαίου της ανάγκης και τονίζουν ότι τα όσα αναφέρονται μπορούν να αντιμετωπιστούν με άλλες εφαρμόσιμες θεραπείες.
Τονίζεται περαιτέρω ότι ο κ. Αιμιλιανίδης αναφέρει ότι αν και η σύσταση της GRECO αφορούσε πρωτίστως την ανεξαρτησία και αυτονομία των δημόσιων κατηγόρων, με την προτεινόμενη συνταγματική μεταρρύθμιση δεν υπάρχει οποιαδήποτε διαφοροποίηση που να ενδυναμώνει την ανεξαρτησία και αυτονομία των δημόσιων κατηγόρων. Παράλληλα ο κ. Πολυβίου, ανεξάρτητα από τη συνταγματική τοποθέτησή του, σημειώνει την πλήρη διαφωνία του με το περιεχόμενο των τροποποιήσεων, οι οποίες, κατά την άποψή του, θα επιφέρουν όχι μόνο σύγχυση και χάος, αλλά και σοβαρό πλήγμα κατά του κράτους δικαίου, όπως αυτό λειτουργεί μέχρι σήμερα.
Σοβαρές επιφυλάξεις Σαββίδη για τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις
Σοβαρές επιφυλάξεις ως προς τη συνταγματικότητα των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων διατηρεί ο Γενικός Εισαγγελέας. Στη γνωμάτευσή του αναφέρει ότι κατά το έτος 2025, μετά από 65 και πλέον έτη από την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία λειτουργεί με βάση το Δίκαιο της Ανάγκης και είναι διεθνώς αναγνωρισμένη, επιχειρείται τροποποίηση σήμερα, διατάξεων που επηρεάζουν άμεσα το δικοινοτικό στοιχείο που αποτελεί βασικό και θεμελιώδη πυρήνα του Συντάγματος.
Ο εκσυγχρονισμός του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας είναι θεμιτός, αναφέρει, αλλά χωρίς να υπεισέρχεται ορατός κίνδυνος να τύχουν αμφισβήτησης πολλές τροποποιήσεις που έγιναν, μέχρι σήμερα, επ’ ονόματι του δικαίου της ανάγκης από το 1964 και εντεύθεν, θέτοντας σε κίνδυνο την πολιτική πτυχή του όλου ζητήματος που είναι άμεσα συνδεδεμένο με τη διατήρηση του Συντάγματος και της κυπριακής πολιτείας. Σήμερα, τονίζει, οι έκτακτες περιστάσεις δεν αφορούν πλέον την αδυναμία της κυπριακής πολιτείας να λειτουργήσει υπό τη δικοινοτική δομή, αλλά την αδυναμία της να εφαρμόσει αποτελεσματικά σε όλη την επικράτεια της το Σύνταγμα στο σύνολό του. «Καταληκτικά, σήμερα, ενόσω η Κυπριακή Δημοκρατία λειτουργεί τόσο σε πολιτειακό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο εκτελεστικής, δικαστικής και νομοθετικής εξουσίας με βάση το δίκαιο της ανάγκης, σκοπός του οποίου είναι η υποστύλωση του Κράτους και όχι η κατάργησή του, είναι ιδιαίτερα επισφαλές, κατά την κρίση μου, η νομοθετική εξουσία να προχωρήσει και να προβλέψει νέες – δικοινοτικές – θέσεις στο Σύνταγμα σε καιρό που η ίδια η Δημοκρατία επικαλείται το δίκαιο της ανάγκης για να παραμένουν ανεφάρμοστες οι δικοινοτικές διατάξεις που περιέχονται σε αυτό ή να πληρωθούν από Ελληνοκύπριους με βάση το δίκαιο της ανάγκης. Δηλαδή, από τη μια επικαλούμαστε το δίκαιο της ανάγκης για να μην εφαρμόζουμε δικοινοτικές διατάξεις που προβλέπονται στο Σύνταγμα και οι οποίες δεν μπορούν να εφαρμοστούν υπό τις παρούσες συνθήκες που επικρατούν στη χώρα μας και, από την άλλη, ταυτόχρονα επικαλούμαστε το δίκαιο της ανάγκης για να επιφέρουμε συνταγματικές – δικοινοτικές τροποποιήσεις επί του Συντάγματος.