Σοβαρά ερωτήματα εγείρονται ως προς τις εξειδικευμένες εξετάσεις στις οποίες υποβάλλονται ασθενείς στην Κύπρο.

Η πιο πάνω αναφορά συνδέεται με υπόθεση που τέθηκε υπόψιν του «Φ» και αφορά σε ένδικά μέσα που έλαβαν πριν από λίγες ημέρες οι οικείοι γυναίκας, η οποία απεβίωσε από μεταστατικό καρκίνο του παγκρέατος σε ηλικία 63 ετών.

Η οικογένειά της στρέφεται νομικά κατά γνωστού ακτινοδιαγνωστικού κέντρου και ιατρού που έκανε έκθεση για το αποτέλεσμα της εξειδικευμένης εξέτασης, στην οποία είχε υποβληθεί η θανούσα τρία χρόνια πριν αυτή χάσει τη ζωή της κι ενώ ήταν 60 χρόνων.

Εν ολίγοις, η θέση των οικείων της είναι πως η αρχική εξέταση είχε ευρήματα που φανέρωναν ότι η αποβιώσασα είχε καρκίνο στο πάγκρεας, αλλά η κατ΄ ισχυρισμό αμέλεια της γιατρού του ιατρικού κέντρου και η αποτυχία σωστής διάγνωσης μέσω των απεικονιστικών εξετάσεων, οδήγησε στο θάνατο της ασθενούς πριν καν συμπληρωθούν τρία χρόνια από την αρχική εξέτασή της.

Όπως ισχυρίζονται οι οικείοι της, η άτυχη γυναίκα είχε διαγνωσθεί με καρκίνο ενδομητρίου αρχικού σταδίου κατόπιν υστεροσκόπησης (ενδοσκοπική εξέταση) και έκανε επέμβαση αφαίρεσης. Στη συνέχεια υποβλήθηκε σε μαγνητική τομογραφία (18/11/2021) κοιλίας και πυέλου στο ακτινοδιαγνωστικό κέντρο, με την γιατρό να αποκλείει το ενδεχόμενο της εν λόγω νόσου, κάνοντας λόγο για φυσιολογικά αποτελέσματα και ασήμαντα ευρήματα («unremarkable»).

Λόγω, όμως, επιπλοκών με την υγεία της περίπου 30 μήνες αργότερα υποβλήθηκε σε νέα εξέταση στο ίδιο ακτινοδιαγνωστικό κέντρο (2/7/2023), ενώ της λήφθηκαν δείγματα και για βιοψία. Τα αποτελέσματα είχαν δείξει ότι η θανούσα πλέον είχε καρκίνο του παγκρέατος και μετάσταση στο περιτονιαίο (σ.σ. μεμβράνη που καλύπτει τα εσωτερικά όργανα της κοιλιάς).

Παρά τις θεραπείες στις οποίες υπεβλήθη η άτυχη γυναίκα, τελικά έχασε τη ζωή της στις 24/9/2024 πριν καν συμπληρωθούν τρία χρόνια από την πρώτη εξέταση.

Αυτό που προκαλεί εντύπωση, ωστόσο, είναι ο ισχυρισμός των οικείων της αποβιώσασας, ότι η αρχική εξέταση, τη στιγμή που σύμφωνα με την εναγόμενη γιατρό που ετοίμασε την έκθεση για τη μαγνητική τομογραφία δεν παρουσίαζε οποιοδήποτε εύρημα, καταρρίπτεται από συναδέλφους της.

Η προβληθείσα θέση των οικείων της θανούσας όπως καταγράφεται στην έκθεση απαίτησης αναφέρει τα ακόλουθα: «…σε ιατρικό πιστοποιητικό το οποίο λήφθηκε ή/και ετοιμάστηκε κατά ή περί τις 1/3/2024, καταγράφηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με την μαγνητική τομογραφία ημερομηνίας 18/11/2021: «Με προοδευτικά μειωμένες διαστάσεις απεικονίζεται η γνωστή επεξεργασία στην ουρά του παγκρέατος, η οποία στην τελευταία ΥΤ μετράται σε μέγιστη διάμετρο σε εγκάρσιο επίπεδο περίπου 3,7εκ έναντι περίπου 4,9 εκ της ΥΤ της 2/7/2023, διακρινόμενη και στη ΜΤ της 18/11/2021».

Τέλος, σύμφωνα με το ίδιο πιστοποιητικό: «Δεν αναγνωρίζονται εστιακές αλλοιώσεις με χαρακτήρες β’ παθών εντοπίσεων στα συμπαγή όργανα της άνω κοιλιάς και του οπισθοπεριτοναϊκού χώρου».
Και προστίθεται στην αγωγή των οικείων της: «Προκύπτει έκδηλα και χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία ότι, κατά την εξέταση ημερομηνίας 18/11/2021, η Αποβιώσασα είχε ήδη βλάβη στην ουρά του παγκρέατος, χωρίς να έχει εξελιχθεί σε περιτοναϊκή νόσο και που η Εναγόμενη αρ. 2 (σ.σ. ιατρός του διαγωνιστικού κέντρου) αμέλησε ή/και παρέλειψε να εντοπίσει ή/και καταγράψει σχετικά στο ιατρικό πιστοποιητικό που εξέδωσε».

Περαιτέρω, είναι ισχυρισμός των Εναγόντων ότι κατά την εξέταση ημερομηνίας 18/11/2021, υπήρχαν ευρήματα στην ουρά του παγκρέατος τα οποία η Εναγόμενη 2 όφειλε να είχε εντοπίσει και καταγράψει στην ιατρική έκθεση ή/και αναφορά την οποία ετοίμασε.

Η υπ’ αναφορά συμπεριφορά και/ή παραλείψεις ή/και η λανθασμένη διάγνωση ή/και τα λανθασμένα συμπεράσματα ή/και ευρήματα ή/και πορίσματα των Εναγόμενων αρ. 1 και/ή 2 συνιστούν σοβαρότατη αμέλεια και/ή παράβαση καθήκοντος και συνεπεία τούτων η Αποβιώσασα καθυστέρησε περί τα 2 έτη στον έγκαιρο εντοπισμό ή/και διάγνωση και/ή στην έγκαιρη αντιμετώπιση ή/και λήψη της ενδεδειγμένης θεραπείας για αντιμετώπιση ή/και μείωση ή/και μη επιδείνωση του προβλήματος το οποίο αντιμετώπιζε και το οποίο την ταλαιπωρούσε».

Καθησύχαζε 37χρονη, η οποία δυο μήνες μετά διαγνώσθηκε με προχωρημένο καρκίνο

Σύμφωνα με υπόθεση που είχε φέρει στο φως μέσω δημοσιεύματός του ο «Φ» τον περασμένο Φεβρουάριο (21/2/2025), 37χρονη γυναίκα έχασε τη ζωή της λόγω καρκίνου που δεν διαγνώστηκε έγκαιρα.
Η ενάγουσα θυγατέρα της υποστήριξε ότι ενώ ο γιατρός που εξέταζε την μητέρα της, την καθησύχαζε ότι είχε τραχηλίτιδα, άλλος γιατρός δυο μήνες αργότερα εντόπισε καρκίνο σε προχωρημένο βαθμό, τρίτου σταδίου.
Η 37χρονη επισκεπτόταν γνωστό Κύπριο γυναικολόγο ιατρικού κέντρου για ένα χρόνο. Σύμφωνα με τον ισχυρισμό/καταγγελία των οικείων της προσώπων, αν και παραπονιόταν για ενοχλήσεις, ο εν λόγω ιατρός την καθησύχαζε. Την είχε παραπέμψει σε εξετάσεις και στη βάση αυτών είχε διαγνώσει πως υπήρχε μόλυνση και τραχηλίτιδα. Δυο μήνες μετά την τελευταία εξέταση η γυναίκα θέλησε να λάβει δεύτερη γνώμη, αφού οι ενοχλήσεις ήταν έντονες. Διευθέτησε, λοιπόν, ραντεβού με άλλο γιατρό της συγκεκριμένης ειδικότητας κι εκεί ανατράπηκαν τα δεδομένα. Ο τελευταίος αντιλαμβανόμενος ότι κάτι δεν πάει καλά, την παρέπεμψε αμέσως σε εξειδικευμένες ιατρικές εξετάσεις που έδειξαν πως έχει καρκίνο τρίτου σταδίου. Παρά τις θεραπείες, φαίνεται πως η κατάσταση δεν ήταν αναστρέψιμη λόγω μη έγκαιρης διάγνωσης. Τελικά η γυναίκα απεβίωσε τον Ιανουάριο του 2025 στην πατρίδα της όπου είχε μεταβεί.
Η υπόθεση της 37χρονης είχε τεθεί υπόψιν του Παγκύπριου Ιατρικού Συλλόγου. Η καταγγελία που στάλθηκε μέσω δικηγόρου στον ΠΙΣ περιλάμβανε έγγραφα, ιατρικά πιστοποιητικά, αλλά και ντοκουμέντα επικοινωνίας του υπό καταγγελία γυναικολόγου με την ασθενή.


Στην εισαγωγική επιστολή δικηγόρου, που ενεργούσε και για λογαριασμό της ανήλικης θυγατέρας της θανούσας, καταγράφονται οι θέσεις των οικείων της για τα γεγονότα που κρίνουν πως οδήγησαν στο θάνατο της 37χρονης και ζητείτο «διερεύνηση της υπόθεσης από τον Παγκύπριο Ιατρικό Σύλλογο, καθώς αν αποδειχθούν τα ως άνω, θεωρούμε ότι υπήρξε σοβαρή ιατρική αμέλεια, η οποία οδήγησε σε καθυστερημένη ιατρική διάγωνση και τελικά στην απώλεια της ζωής της ασθενούς».
Προστίθετο πως «η οικογένεια της εκλιπούσας θεωρεί ότι οι πράξεις και οι παραλείψεις του εν λόγω γυναικολόγου ενδέχεται να συνιστούν εγκληματική ιατρική αμέλεια και παραβίαση του δικαιώματος της ασθενούς σε έγκαιρη και σωστή ιατρική περίθαλψη».