Την ανάγκη επαναξιολόγησης τόσο της χρησιμότητας όσο και του ρόλου του Φορέα Κοινωνικής Στήριξης, θίγει η τέως Υφυπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας Αναστασία Ανθούση. Σε δημόσια δήλωσή της, με αφορμή την επίμαχη Έκθεση του Γενικού Ελεγκτή για τον Φορέα, τονίζει ότι, δέκα χρόνια μετά τη δημιουργία του, οι σημερινές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες δεν δικαιολογούν τη συνέχιση λειτουργίας του με την ίδια μορφή. Η κ. Ανθούση τονίζει ότι «η κοινωνική πολιτική δεν είναι φιλανθρωπία, είναι υποχρέωση του κράτους προς τους πολίτες του», σημειώνοντας παράλληλα ότι το Υφυπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας και οι υφιστάμενοι θεσμοί διαθέτουν πλέον όλα τα εργαλεία για να παρέχουν διαφανή, θεσμική και δίκαιη στήριξη στους πολίτες.
Στη δήλωσή της η τέως Υφυπουργός, αναφέρει πως ο Φορέας δημιουργήθηκε το 2014 σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, ως άμεση απάντηση στις κοινωνικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Την εποχή εκείνη, σημειώνει, η ανεργία είχε αγγίξει το 17%, χιλιάδες συμπολίτες μας είχαν χάσει τις δουλειές και τις καταθέσεις τους, τα κοινωνικά παντοπωλεία πλημύριζαν και τα δημόσια ταμεία βρίσκονταν κυριολεκτικά άδεια.
«Ήταν τότε που η κυβέρνηση, με αίσθημα ευθύνης, προχώρησε στη δημιουργία του Φορέα, υπό την αρμοδιότητα του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, για να προσφέρει άμεση ανακούφιση στους πιο ευάλωτους», προσθέτει. Την ίδια χρονιά, συνεχίζει, θεσπίστηκε το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα (ΕΕΕ), δημιουργήθηκε το Ενιαίο Μητρώο Επιδομάτων και συστάθηκε η Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων, συγκεντρώνοντας για πρώτη φορά αρμοδιότητες και πόρους που έως τότε ήταν διασκορπισμένοι.
«Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, οι συνθήκες έχουν αλλάξει ριζικά. Η Κύπρος βρίσκεται σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης, με πλεονασματικά δημόσια ταμεία και με τη δημιουργία και τη λειτουργία του Υφυπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας, το οποίο έχει πλέον υπό την ευθύνη του το σύνολο της κοινωνικής πολιτικής. Μέσα σε αυτό το νέο πλαίσιο, είναι πλέον αναγκαίο να επανεξεταστεί η χρησιμότητα και ο ρόλος του Φορέα Κοινωνικής Στήριξης», τονίζει η κ. Ανθούση.
«Δεν υποτιμώ το έργο που έχει επιτελεστεί — σύμφωνα με τον ίδιο τον Φορέα, από την ημέρα λειτουργίας του μέχρι τον Οκτώβριο 2024 έχουν βοηθηθεί 4.100 φοιτητές, με συνολικό κόστος 5,8 εκατομμύρια ευρώ. Όμως, πρέπει να αναρωτηθούμε ειλικρινά: το ποσό των 1.500 ευρώ τον χρόνο (κατά μέσο όρο) που λαμβάνει ένα παιδί, συνιστά ουσιαστική κοινωνική στήριξη ή απλώς φιλανθρωπία; Είμαι υπέρμαχος των ίσων ευκαιριών στην εκπαίδευση και την παιδεία, αλλά και υπέρ της ειλικρίνειας και του ρεαλισμού. Ως θέμα αρχής, ο Φορέας οφείλει να επαναξιολογηθεί μέσα από μια νέα οπτική γωνία, και να μην αναλώνεται μόνο σε συζητήσεις για το αν πρέπει ή όχι να δημοσιεύονται τα ονόματα των δωρητών», προσθέτει.
Αυτό που αναμένει η κοινωνία από την κυβέρνηση, σύμφωνα με την κ. Ανθούση, είναι να θεσμοθετήσει πολιτικές που διασφαλίζουν δικαιώματα, όχι να συντηρεί δομές φιλανθρωπικού χαρακτήρα.
«Η κοινωνική πολιτική δεν είναι ούτε ελεημοσύνη ούτε φιλανθρωπία· είναι υποχρέωση του κράτους προς τους πολίτες του.
Υπάρχουν ήδη τα θεσμικά εργαλεία για να συνεχιστεί η στήριξη με διαφάνεια και αποτελεσματικότητα:
- Η επιδότηση ενοικίου (που αφορά το 37% των δικαιούχων του 2024) μπορεί να διεκπεραιωθεί από την Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων, στη βάση των υφιστάμενων διαδικασιών που ήδη ισχύουν
- Η επιδότηση διδάκτρων (62% των δικαιούχων του 2024) μπορεί να ενταχθεί σε ειδική κατηγορία της Φοιτητικής Χορηγίας, υπό το Υπουργείο Οικονομικών.
- Για τις έκτακτες περιπτώσεις φοιτητών που χρειάζονται άμεση στήριξη, υπάρχει ήδη νομική πρόνοια στη Νομοθεσία «Ο Περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμος του 2014 (109(Ι)/2014), Άρθρο 11.
Με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται η διαφάνεια, ο περιορισμός πελατειακών σχέσεων, και η ανάληψη της κοινωνικής ευθύνης από το ίδιο το κράτος, όπως επιβάλλει ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος δικαίου. Χωρίς να μειώνεται η συμβολή του ιδιωτικού τομέα και της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, που έχουν επιδείξει αξιόλογες πρωτοβουλίες, το κράτος πρέπει να έχει τον πρώτο ρόλο στη στήριξη των πολιτών του», εξηγεί.
«Η ύπαρξη του Φορέα, δέκα χρόνια μετά τη δημιουργία του, σε μια ευημερούσα οικονομία, δεν θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένη. Αντίθετα, θα έπρεπε να αποτελέσειαφορμή για επανεξέταση του τρόπου που αντιλαμβανόμαστε την κοινωνική πολιτική. Διότι, όπως πολύ σωστά εκφράζεται και στο όραμα του Φορέα, η Πολιτεία οφείλει να στηρίζει τους νέους μας επενδύοντας σε μια κοινωνία ίσων ευκαιριών και δικαιοσύνης — μια κοινωνία που το ίδιο το κράτος πρέπει να δημιουργεί, όχι να υποκαθιστά με φιλανθρωπία», καταλήγει.