Χαράματα της 20ής Ιουλίου, 1974. Ξυπνάω από ένα θόρυβο, που έμοιαζε στην αρχή με πουμπουρκές (βροντές). Περίεργο… σκέφτομαι. Καλοκαιριάτικα και να έρχονται βροχές;
Σηκώνομαι, βγαίνω στο πίσω ξύλινο μπαλκόνι. Βλέπω σχηματισμούς πολεμικών αεροσκαφών, να κάνουν κύκλους και σε κάποιες περιπτώσεις βυθίσεις με σχεδόν κάθετη εφόρμηση προς τα κάτω.
Τρέχω στην κουζίνα. Ο πατέρας μου, λοχαγός-ιατρός στην Εθνική Φρουρά (ήταν με αναρρωτική άδεια εκείνες τις μέρες, γιατί είχε χτυπήσει στο πόδι, πέφτοντας από το καινούργιο ποδήλατο που μου είχε αγοράσει), έτρεξε ανήσυχος στο βενζινάδικο για να βάλει καύσιμα στο παλιό αγγλικό Austin Cambridge. Δεν ξέρω αν έβαλε, γιατί μετά είδα ότι η διπλανή SHELL δεν είχε ανοίξει.
«Γρήγορα, πάρτε ό,τι απαραίτητο θα χρειαστούμε για λίγες μέρες και σας περιμένω κάτω στο γκαράζ». Ήμασταν τότε, στην Κερύνεια, εκτός από μένα, οι γονείς και η γιαγιά μου η Άννα. Η μία αδελφή είχε μόλις παντρευτεί και ζούσε στη Λεμεσό, η δε άλλη βρισκόταν στην Αθήνα και μόλις είχε πάρει το πτυχίο της.
Θυμάμαι, εγώ πήρα ένα τρανζίστορ. Οι υπόλοιποι πήραν μερικά ρούχα -και μερικά χειμερινά- διότι ο πατέρας μου σκέφτηκε ότι μπορεί να έμπαινε χειμώνας και να είναι ακόμη κατειλημμένη η Κερύνεια μας. Πού να φανταζόταν πως θα πέρναγαν 45 χρόνια, μισός αιώνας σχεδόν, και θα είμαστε ακόμη πρόσφυγες.
Το τελευταίο που είδαμε στους έρημους δρόμους, εγκαταλείποντας την πόλη, ήταν 2-3 άνδρες με φαιοπράσινη στολή, ο ένας κρατούσε ένα κυνηγετικό όπλο, να τρέχουν χωρίς καμιά οργάνωση, προς διάφορες κατευθύνσεις… Πλήρης διάλυση δηλαδή.
Κινηθήκαμε ανατολικά, προς το χωριό καταγωγής του πατέρα μου, τον Άγιο Επίκτητο. Παρά το χωριό Καράκουμι, ένα μπλόκο 3-4 Τούρκων στρατιωτών μας κλείνει τον δρόμο. Εδώ, να σημειώσω ότι με εντολή του πατέρα μου είχα ζωγραφίσει έναν ερυθρό σταυρό σε χαρτί και το έβαλα σε εμφανές σημείο, στο πίσω τζάμι του αυτοκινήτου.
«Are you a doctor?», ρωτά τον πατέρα ο επικεφαλής αξιωματικός.» Yes… I am going to visit some sick, Turkish Cypriots, in Kazafani». Το χωριό Καζάφανι κατοικείτο από μικτό πληθυσμό, Ε/κ και Τ/κ. Αυτό ίσως να μας έσωσε. Ο Τούρκος διατάζει ένα φαντάρο να ελέγξει όλο το εσωτερικό του αυτοκινήτου. «Do you have any cigarettes, doctor?».
«No, I don’t smoke», απαντά ο πατέρας μου. Αποσύρονται, πηγαίνοντας στη σκιά μιας τερατσιάς (χαρουπιάς), και ξεκινάμε. Αλλά, ξαφνικά, ξανάρχεται τρέχοντας πριν απομακρυνθούμε ο αξιωματικός, και ρωτάει τον ιατρό: «Makarios, Makarios?». «Υes… Makarios…», του απαντά αμέσως ο πατέρας μου. Αμέσως, ο Τούρκος παραμερίζει, αφήνοντάς μας να περάσουμε.
Αργότερα, αυτό με προβλημάτισε πάρα πολύ. Δηλαδή, αν του απαντούσε, ας πούμε, ότι δεν ήταν μακαριακός, τι θα μας έκαναν; Θα μας εκτελούσαν; Δεν ξέρω. Πολλά χρόνια μετά, διαβάζοντας μια ομιλία του Ρ. Ντενκτάς προς Τ/κ συμπατριώτες του, περίπου, λύθηκε η απορία μου. «Να φτιάξετε όλοι κι από ένα άγαλμα του Μακαρίου και να το στήσετε στην μπροστινή αυλή σας», ήταν τα λόγια του Ντενκτάς! Υποθέτω ότι η συμπεριφορά του αξιωματικού σχετιζόταν με την πρόταση του Αρχιεπισκόπου, το ‘63, για αναθεώρηση-τροποποίηση των 13 σημείων του Ζυριχικού Συντάγματος του 1960… Αλλά αυτά είναι μια άλλη, θλιβερή ιστορία. Συνεχίζω.
Σε λίγο, είχαμε φτάσει στον Άγ. Επίκτητο. Καταφύγαμε στο σπίτι του καφετζή, θείου-Αντρέα Χατζιαντώνη, προς τη νότια άκρη του χωριού. Ερημιά παντού. Η πόρτα ανοιχτή. Μπαίνουμε μέσα. Η μπόχα από ένα σάπιο καρπούζι, ξεχασμένο στην κουζίνα, δημιουργούσε μια αποπνικτική ατμόσφαιρα.
«Θα περάσουμε εδώ το βράδυ, Έλλη μου… Κοίταξε αν υπάρχει τίποτα φαγώσιμο για το παιδί μας και τη γερόντισσα», λέγει στη μητέρα μου και προχωρεί προς την πίσω αυλή που υπήρχε ένα πηγάδι. Τον ακολούθησα. Κατεβάζει τη σίκλα (κουβά), αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε ούτε σταγόνα νερού! Η μητέρα μου το μόνο φαγώσιμο που βρήκε στο εγκαταλειμμένο αγροτόσπιτο ήταν ένας κούζος με χαλλούμια που με τόση φροντίδα έφτιαξε η μ. θεία Νίκη. Μια ευγενέστατη, αξιαγάπητη γυναίκα!
Θυμάμαι, κάποια στιγμή -είχε πια πέσει το βράδυ- πέρασε από εκεί ένας τύπος, με γένια και φαιοπράσινη στολή, νομίζω κρατούσε ένα τυφέκιο, τύπου ΑΚ-47 καλάσνικοφ, και μας ζήτησε νερό. Ήταν γνωστός των γονιών μου. Τον ρωτά, θυμωμένη, η μητέρα μου: «Πού’ ν’ την μάνα σας ρε, να ‘ρτει να μας βοηθήσει; Α; Πού’ ν’ την;». Εκείνος ξεστόμισε μια αισχρή κουβέντα για την Ελλάδα και εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι…