«Το Σάββατο 20 Ιουλίου 1974 εκδηλώνεται τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Στην 7 το πρωί ο γιατρός των πρώτων βοηθειών του Νοσοκομείου Λευκωσίας Φειδίας Θεοφάνους έφθασε στο νοσοκομείο πριν ακόμα τελειώσει η νυκτερινή βάρδια του συνάδελφού του Σπύρου Σπύρου. Η Λευκωσία άρχισε ήδη να τραντάζεται από τα τουρκικά αεροπλάνα τα οποία πετούσαν χαμηλά, ενώ οι σειρήνες ηχούσαν ακατάπαυστα. Η ρίψη των αλεξιπτωτιστών στην περιοχή Κιόνελι βρισκόταν σε εξέλιξη και τα τουρκικά στρατεύματα άρχισαν να αποβιβάζονται στην ακτή «Πέντε μίλι» της Κερύνειας.
Σε λίγες ώρες το νοσοκομείο γέμισε με τραυματίες. Στην αρχή απλοί πολίτες και αργότερα εθνοφρουροί από τις γραμμές αντιπαράταξης και τα μέτωπα των συγκρούσεων.
Οι ασθενείς οι οποίοι βρίσκονταν ήδη στο νοσοκομείο μεταφέρθηκαν γρήγορα σε ιδιωτικές κλινικές και το νοσοκομείο έμεινε ελεύθερο για τους τραυματίες. Οι διάδρομοι γέμισαν κρεβάτια και σε μερικές περιπτώσεις διαμορφώθηκαν σε έκτακτα χειρουργεία. Το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας άρχισε να ζει και να καταγράφει την ηρωικότερη ιστορία της κυπριακής ιατρικής».
Λόγια γραμμένα από το χέρι ενός γιατρού. Του καρδιολόγου Λάκη Αναστασιάδη ο οποίος στο πολύτιμο για την ιστορία της Ιατρικής στην Κύπρο βιβλίο του “Κυπρίων Ιατρών Έργα” δεν παραλείπει να δώσει σε εμάς που δεν ζήσαμε τον πόλεμο, που δεν έχουμε μνήμες. Σε εμάς που σήμερα σταθμεύουμε το αυτοκίνητο μας στα πλακάκια του κατεδαφισμένου πλέον νοσοκομείου χωρίς να ξέρουμε ή χωρίς να δίνουμε σημασία ότι στο σημείο εκείνο κάποιοι άνθρωποι έπαιξαν τη ζωή τους κυριολεκτικά κορώνα γράμματα.
Κάποιοι άνθρωποι όμως, ξέρουν. Θυμούνται. Ήταν εκεί. Βρίσκονται ακόμα ανάμεσά μας. Ήταν γιατροί που άφησαν σπίτια και οικογένειες, ήταν νεαροί φοιτητές, ασκούμενοι ή ειδικευόμενοι γιατροί. Ήταν νοσηλευτές και μαίες, τεχνικοί ακτινολογικού, φυσιοθεραπευτές. Ήταν απλοί γραφείς, μέλη του διοικητικού προσωπικού, μέλη του τμήματος καθαριότητας, κλητήρες και εργαζόμενοι στα μαγειρεία και τα πλυντήρια του νοσοκομείου.
Οι περισσότεροι το ξημέρωμα της 20ής Ιουλίου 1974 είχαν ήδη συμπληρώσει σχεδόν μια βδομάδα αγώνα αφού η δική τους μάχη είχε αρχίσει το πρωί της 15ης Ιουλίου με την εκδήλωση του πραξικοπήματος.
Κάποιοι από αυτούς μάλιστα δεν έφυγαν από το Νοσοκομείο παρά στα μέσα Σεπτεμβρίου κι όταν πια όλα είχαν κριθεί.
Εκατοντάδες πληροφορίες, δεκάδες μαρτυρίες καταγράφει στο βιβλίο του ο γιατρός Αναστασιάδης. Αδύνατο να χωρέσουν σε ένα απλό δημοσιογραφικό κείμενο. Αδύνατο να μπορέσω να γράψω όλα τα ονόματα και να τιμήσω όλους όσοι κράτησαν Θερμοπύλες.
Σε όλα τα νοσοκομεία της Κύπρου επικρατούσε η ίδια κατάσταση.
– Η γιατρός Αννίτα Πατσαλίδου Αναστασιάδου περιγράφει στο βιβλίο του γιατρού Αναστασιάδη:
«Οι θάλαμοι όλοι του νοσοκομείου είχαν γεμίσει. Για να μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε στέλναμε τραυματίες σε ιδιωτικές κλινικές όπως εκείνη του ορθοπεδικού Νίκου Ιωάννου. Είχαν γεμίσει ακόμα και οι διάδρομοι. Οι συνθήκες ήταν ανθυγιεινές. Συνιστούσαν κίνδυνο για τους τραυματίες αφού πολλές φορές κάναμε περίθαλψη χωρίς την αναγκαία αποστείρωση. Δεν είχαμε καθοδήγηση, ούτε προγραμματισμό. Ο καθένας έκανε ό,τι νόμιζε σωστό».
Το βάρος της περίθαλψης των τραυματιών έπεσε στους ώμους των χειρουργών και νοσηλευτών του χειρουργικού και θωρακοχειρουργικού τμήματος.
«Ολόκληρα μερόνυκτα χωρίς διακοπή χειρουργούσαν παντού, στο χειρουργείο, στους διαδρόμους, στα χειρουργικά τραπέζια, αλλά καμιά φορά και πάνω στα φορεία, στην προσπάθεια τους να σώσουν ζωές».
– Η αναισθησιολόγος Νίνα Ιακωβίδου περιγράφει:
«Ήταν τόσοι πολλοί οι τραυματίες και ενώ είχαμε έξι χειρουργεία να εργάζονται ταυτόχρονα δεν ήταν αρκετά για να αντιμετωπίσουμε όλα τα περιστατικά. Πολλές φορές αναγκαστήκαμε να βάζουμε δύο και τρεις τραυματίες μαζί στο χειρουργείο. Τρέχαμε από ασθενή σε ασθενή. Μου έτυχε να δώσω αναισθητικό σε έναν τραυματία, να τρέξω στο οφθαλμολογικό να χορηγήσω αναισθητικό σε άλλον και ενώ επέστρεφα στον πρώτο, άλλος χειρουργός με εκλιπαρούσε να τον βοηθήσω για ακρωτηριασμό χεριού σε τρίτο τραυματία. Τόσο τραγική ήταν η κατάσταση».
Κάποιες σκηνές δεν θα σβήσουν ποτέ από το μυαλό των ανθρώπων. Ο οφθαλμίατρος Κυριάκος Πιερίδης θυμάται με τη σειρά του:
«Το τμήμα μας βρισκόταν πάνω από το νεκροτομείο και απ’ εκεί μερικές φορές παρακολουθούσα τις δεκάδες των νεκρών που συνάδελφοι τους στρατιώτες φόρτωναν και μετέφεραν με φορτηγά. Ανεξίτηλα χαραγμένη έμεινε στη μνήμη μου η εικόνα του σωρού από άρβυλα, κράνη και στρατιωτικές εξαρτήσεις τα οποία αφαιρούσαν από τους νεκρούς στρατιώτες».
Ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου του γιατρού Αναστασιάδη, εντοπίζω ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκαν στα τόσα χρόνια δημοσιογραφίας στον τομέα της Υγείας. Άνθρωποι που είτε έχουν ήδη αφυπηρετήσει είτε βρίσκονται κοντά στην αφυπηρέτηση. Κάποιοι με το πέρασμα των χρόνων μου είχαν διηγηθεί κάποτε κάποιες στιγμές του μαύρου εκείνου καλοκαιριού του 1974. Ένας από αυτούς και ο κ. Γιώργος Φλουρέντζος, τον οποίο εγώ είχα γνωρίσει ως Πρόεδρο του Κλάδου Νοσηλευτών. Λέει λοιπόν στο βιβλίο του γιατρού Αναστασιάδη:
«Βρισκόμουν σε ένα δωμάτιο γεμάτο τραυματίες. Οι γιατροί και οι νοσηλευτές να προσπαθούν να σώσουν βαριά πληγωμένους. Εγώ προσπαθούσα να επαναφέρω ένα στρατιώτη με τα χέρια. Πού πολυτέλειες τέτοιες ώρες για μηχανήματα ανάνηψης. Άλλος στρατιώτης δίπλα μου με κομμένο το πόδι αιμορραγούσε. Ενώ ασχολούμουν με τον ένα, το βλέμμα μου γυρόφερνε για να βρω κάτι να σταματήσω την αιμορραγία του άλλου. Δυστυχώς δεν τα κατάφερα, Χάσαμε και τους δύο».
Έδωσαν με τους στρατιώτες την τελευταία μάχη
Ήταν παραμονή Δεκαπενταυγούστου. Από νωρίς το πρωί τα τουρκικά αεροπλάνα σκορπούσαν τον τρόμο στη Λευκωσία και οι κάτοικοι εγκατέλειπαν την πρωτεύουσα για να σωθούν.
Η πόλη άδειασε. Έμειναν μόνο οι Κύπριοι στρατιώτες και οι στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ να παλεύουν για να κρατήσουν ελεύθερη την πόλη.
«Οι υπεύθυνοι διοικήσεως του γενικού νοσοκομείου Λευκωσίας, Βάσος Βασιλόπουλος και Κυριάκος Παπασάββας, είχαν πολλές συζητήσεις με το προσωπικό του νοσοκομείου για πιθανή μεταφορά του προς ασφαλέστερο μέρος. Συγκλήθηκε τότε μια πραγματικά ιστορική σύσκεψη με τη συμμετοχή όλων των παραγόντων του νοσοκομείου, διευθυντών τμημάτων, νοσηλευτών, εθελοντών και της προέδρου του Ερυθρού Σταυρού Στέλλας Σουλιώτη.
Ο γιατρός Στέλιος Στυλιανού θυμάται:
«Υπήρξε ενημέρωση από τον Ελλαδίτη υποστράτηγο Ευθύμιο Καραγιάννη ο οποίος μας προέτρεψε να μην εγκαταλείψουμε το νοσοκομείο γιατί οι στρατιώτες πιο κάτω στην πρώτη γραμμή, αν άκουγαν ότι έφυγε το νοσοκομείο δεν θα έμεναν ούτε αυτοί να πολεμήσουν».
Μετά τη δραματική αυτή έκκληση του Ελλαδίτη αξιωματικού επικράτησε ενθουσιασμός και όλοι δήλωναν ότι θα έμεναν με τα στρατευμένα παιδιά τα οποία υπερασπίζονταν εκείνες τις ώρες τη Λευκωσία.
«Εφόσον και ένας στρατιώτης πολεμά, το γενικό νοσοκομείο με το προσωπικού του θα παραμείνουν στη θέση τους».
Στο πλευρό τους γιατροί και νοσηλευτές που είχαν φθάσει από άλλα νοσοκομεία τα οποία είχαν βομβαρδιστεί.
«Λίγοι ηρωικοί γιατροί, νοσηλευτές και νοσηλεύτριες του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας οι οποίοι παρέμειναν κατά το πιο κρίσιμο τριήμερο του καυτού εκείνου καλοκαιριού του 1974. Αυτοί ήταν γενναίοι άνδρες και γυναίκες (…)» από όλα τα τμήματα του νοσοκομείου. Από κάθε θέση και ειδικότητα.
«Όλοι μαζί έγραψαν το καλοκαίρι του 1974 την ηρωικότερη σελίδα της κυπριακής ιατρικής. Αφανείς ήρωες της τιτάνιας προσπάθειας να σωθεί η Λευκωσία, περιθάλποντας τα παλληκάρια υπερασπιστές» της Πρωτεύουσας.