Ο Α. Χατζηαντώνης γράφει για το πέπλο μυστηρίου που καλύπτει το οριστικό τέλος της ανθρώπινης ζωής.

Όλοι στεκόμαστε ένδεοι, άναυδοι, ενεοί, συναισθανόμενοι τη μικρότητα, την αδυναμία μας και τη ματαιότητα αυτού του κόσμου, μπροστά στο μέγα μυστήριο του θανάτου, φίλοι μου…
Μια απέραντη άγνοια, ένα πέπλο μυστηρίου καλύπτουν το οριστικό τέλος της ανθρώπινης ζωής. Και τι μας λέγουν οι Γραφές, περί του θαυμαστού και ασύλληπτου αυτού γεγονότος, οπότε η φθαρτή σάρκα, χωριζόμενη της άυλης και αθανάτου ψυχής, κατευθύνεται προς την επουράνιο Βασιλεία; «Γρηγορείτε ουν, ότι ουκ οίδατε την ημέραν, ουδέ την ώραν, εν η ο υιός του ανθρώπου, έρχεται»(Ματθ.25,13).
 Αλλά αξίζει να δούμε, αγαπητοί μου, τι λέγει ο ιερός Γρηγόριος ο Θεολόγος, για τη στιγμή αυτή, που έρχεται το τέλος της ζωής μας. Θα το περιγράψω με απλά λόγια, αποδίδοντας το νόημα, όπως ο ίδιος το αντιλαμβάνομαι: «Εις αυτήν την τελευταίαν στιγμήν, κρίνονται όλες μας οι πράξεις, όσον μακρόχρονη, ή σύντομη, και αν ήτο η επίγεια ζωή μας. Για αυτή την τελευταία στιγμή, εγράφησαν οι Γραφές. Για αυτήν, εδόθησαν οι Δέκα Εντολές. Για αυτήν, τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, και τα επτά Μυστήρια. Για αυτή, την ύστατη ώρα που αναχωρούμε για να συναντήσουμε τον Δημιουργό μας, αποχωρούν και εγκαταλείπουν τα εγκόσμια οι μοναχοί, οι ασκητές, οι άγιοι Πατέρες, προς αποφυγήν των πειρασμών, επιζητούντες την σωτηρίαν της ψυχής των…
»Αλλά, κυρίως για αυτήν απέστειλε ο Κριτής και Θεός ημών τον μονογενή υιόν Του. Διά να γεννηθεί μέσα στην ταπεινή φάτνη των ζώων, να διδάξει τον θείο Λόγο, και τελικώς να εισπράξει την κακίαν, την αχαριστίαν και το μίσος των ανθρώπων, όξος και χολήν, οδηγούμενος εν μέσω οδυνηρών μαρτυρίων, εις τον σταυρικόν θάνατον…».
 Και τι πράττει ο Διάβολος, εις αυτήν την καθοριστική στιγμή, διότι γνωρίζει τη σημασία της, τότε που ο άνθρωπος παραδίδει το πνεύμα και οδηγείται στην τελική απολογία του προς τον Δημιουργό; Μα, τι άλλο, από το να προσπαθήσει με κάθε μέσον, με διάφορους πειρασμούς, να διαβάλει, δηλ. να κατηγορήσει τον Θεόν εις τον άνθρωπο.
Θα κλείσω, με κάτι που έμεινε στη μνήμη μου, όταν πήγαινα να αφήσω λίγα λουλούδια στον τάφο του μακαριστού παιδιού μου. Παραδίπλα στον τάφο του ήταν θαμμένο ένα παιδάκι, μόλις 8 ετών…! Είχε τραυματιστεί θανάσιμα –όπως έμαθα– από ένα σίδερο, την ώρα που έπαιζε αμέριμνο σε μια παιδική χαρά. Οκτώ ετών, παιδάκι! 
Μια μέρα έτυχε να είναι εκεί και οι γονείς του παιδιού. Και παρατήρησα το εξής: Ενώ, ο χαροκαμένος πατέρας επεριποιείτο τον τάφο, ραντίζοντας τον, φέρνοντας άνθη, ή ανάβοντας το καντηλάκι, η τραγική μητέρα στεκόταν ακίνητη και αμίλητη. Επί ώρα πολλή. Απλά, κοιτάζοντας τη φωτογραφία που βρισκόταν τοποθετημένη στον μαρμάρινο σταυρό…! Ποιος ξέρει πόσο πόνο της έφερναν οι αναμνήσεις…! Τι φωτιά έκαιγε τα σωθικά της!