Μελόδραμα σε 4 πράξεις – Σύνορα Αγγλίας-Σκωτίας (11ο αιώνα).
Λιμπρέτο: Φρανσέσκο Μαρία Πιάβε βασισμένο στην τραγωδία του Σαίξπηρ.
Πρελούντιο
Αρχίζει με κομμάτι ταυτοφωνίας για ξύλινα πνευστά «κλεμμένο» από τη σκηνή με τις μάγισσες στην αρχή της Γ’ πράξης. Ακολουθεί μουσική της Γ’ πράξης που συνοδεύει την εμφάνιση των βασιλιάδων. Το β’ μισό της εισαγωγής προέρχεται από τη σκηνή της Δ’ πράξης όπου η Λαίδη Μάκβεθ υπνοβατεί.
Ξεκινά με χορωδία με τις μάγισσες σε 2 μέρη: Ά μέρος σε ελάσσονα κλίμακα ερμηνεύεται σχεδόν ψιθυριστά «che faceste? Dite su! » (Τι κατορθώσατε; Πείτε!). Στο B΄μέρος σε μείζονα κλίμακα “Le sorelle vagabonde” εντοπίζονται εδώ ηχοχρώματα σε διαπεραστικά ξύλινα πνευστά και έγχορδα με μεταλλικό ήχο.
Οι Μάκβεθ και Μπάνκο, στρατηγοί στις δυνάμεις του βασιλιά Ντάνκαν, εμφανίζονται στη σκηνή και οι μάγισσες προφητεύουν τη μοίρα τους. Ο Μάκβεθ θα γίνει λόρδος και μετά βασιλιάς αλλά λένε στο Μπάνκο ότι οι απόγονοί του θα αποτελέσουν μια γενεά βασιλέων. Το πρώτο σκέλος της προφητείας σύντομα βγαίνει αληθινό. Η λαίδη παίρνει επιστολή από το σύζυγο της και προσπαθεί να τον βοηθήσει για να ανεβεί στο θρόνο. Η καβατίνα της Λαίδης (όπως και οι υπόλοιπες άριες της) είναι εξαιρετικό κομμάτι δια δραματικές σοπράνο “Vieni! T’ affretta!” (έλα γρήγορα).
Όταν ο βασιλιάς φιλοξενείται στο πύργο, οι δύο σύζυγοι τον δολοφονούν και ανεβαίνουν στο θρόνο. Το επόμενο πρωί, ο ευγενής Μάκταφ βρίσκει τον δολοφονημένο βασιλιά. Ο Πλαθίντο Ντομίνγκο είπε για το ρόλο του Μάκταφ ότι είναι ένας εξαιρετικά δύσκολος ρόλος για τους τενόρους.
Στην είδηση για το θάνατο του Ντάνκαν, έχουμε ένα concertato adagio “Schiudi, inferno, la bocca” (Άνοιξε, κόλαση, το στόμιό σου). Ακολουθεί ήρεμη προσευχή ζητώντας θεϊκή εκδίκηση.
Για να εδραιώσει την εξουσία ο Μάκβεθ αποφασίζει να σκοτώσει τον Μπάνκο και τον γιο του Φλινς. Η λαίδη Μάκβεθ θριαμβολογεί «La luce langue» (ο ήλιος έδυσε). Το κομμάτι αυτό με τους χρωματισμούς του ανήκει στην ώριμη δημιουργική περίοδο του συνθέτη.
Ο Μπάνκο σκοτώνεται αλλά ο Φλινς δραπετεύει. Στο μεταξύ ο Μάκβεθ παραθέτει δείπνο με χορευτική μουσική. Όταν η λαίδη δίνει την ευχή της «Si colmi il calice» (Ας κυλίσει το καλύτερο κρασί) ένας υπηρέτης φέρνει την είδηση για την δολοφονία του Μπάνκο. Ο Μάκβεθ βλέπει το φάντασμα του Μπάνκο τρομοκρατώντας τους καλεσμένους.
Ύστερα από μια θυελλώδη ορχηστρική εισαγωγή, η χορωδία με τις μάγισσες επιστρέφει «Tre volte miagola la gatta» (Η γάτα νιαούρισε τρεις φορές) με το αρχικό μοτίβο του πρελούντιο. Ο Μάκβεθ επιθυμεί να μάθει και πάλι το μέλλον του. Σχετικά «τον προειδοποιούν να προσέχει τον Μάκταφ, ότι δεν κινδυνεύει από όποιον γεννήθηκε από γυναίκα και ότι θα παραμείνει αήττητος μέχρι το δάσος του Μπέρναμ κινηθεί εναντίον του.» Όταν εμφανίζονται μπροστά του τα πνεύματα των απογόνων του Μπάνκο, καταρρέει. Ξέροντας τις 3 προφητείες αποφασίζει μαζί με τη λαίδη να καταστρέψει όλη την οικογένεια του Μάκταφ. Εδώ έχουμε το ντουέτο της εκδίκησης «Ora di morte, e di vendetta» (ώρα της εκδίκησης, ώρα του θανάτου).
Δ’ Πράξη
Ακούμε από τη χορωδία «Patria oppressa!» (Πατρίδα εξουθενωμένη). Είναι ένα από τα πιο συγκλονιστικά έργα του συνθέτη. Ο Μάκταφ πενθεί την οικογένειά του «O figli, o figli miei» (Αγαπημένα μου παιδιά). Ο Μάλκοφ, γιος του Ντάνκαν στρέφεται εναντίον του Μάκβεθ με στρατιώτες να κρατούν κλαδιά από τα δέντρα του δάσους ως καμουφλάζ (δάσος Μπέρναμ).
Η λαίδη υπνοβατεί λόγω ένοχης συνείδησης, ξαναζώντας τις αιματοβαμμένες πράξεις της «Una macchia e qui tuttora» (εδώ είναι ακόμα η κηλίδα) και πεθαίνει από το μαρτύριο της ψυχής της.
Ο Μάκβεθ βλέπει εναντίον του να παρελαύνει το δάσος του Μπέρναμ. Δεν έχει αντιληφθεί το αληθινό νόημα της προφητείας. Σκοτώνεται από τον Μάκταφ που δεν γεννήθηκε από γυναίκα αλλά αφαιρέθηκε (με καισαρική) από το σώμα της μητέρας του.
Το φινάλε της όπερας «mal per me!» (Αλίμονο μου!) ο Verdi το αντικαθιστά με ύμνο νίκης. Είναι ένα από τα πιο μοντέρνα κομμάτια του.