Ο Χρυσόστομος Ρουσής, πρώην γυμνασιάρχης, αναφέρει: «Η γλώσσα δεν είναι απλές λέξεις, αλλά η σκέψη μας. Κάθε ποιότητα στη γλώσσα είναι και ποιότητα στη σκέψη μας και τανάπαλιν» (Γ. Μπαμπινιώτης, 2018). Σήμερα, όμως, αδιαφορούμε  για την ποιότητα του λεξιλογίου και της σωστής έκφρασης.
Ακολουθούν περιπτώσεις λέξεων με παραπλήσια ή διαφορετική σημασία (εύστοχη επιλογή λέξεων) με τις αντίστοιχες λέξεις της αγγλικής γλώσσας:
Α. ρήματα (3) (κατά αλφαβητική σειρά)
Εκπροσωπώ (ΣΥΝ. αντιπροσωπεύω) = ενεργώ για λογαριασμό άλλου (represent) 
Vs Αντιπροσωπεύω = ενεργώ ως αντιπρόσωπος –  (αντιπροσωπεία)  
Λέμε: «Ο νεοεκλεγέντας δήμαρχος Αμμοχώστου εκπροσωπεί το σύνολο των πολιτών» – «την Κυβέρνηση εκπροσώπησε ο υπουργός Παιδείας» 
Λέμε: «Ο πρεσβευτής θα αντιπροσωπεύσει τη χώρα μας στο συνέδριο» – «αυτή η συμπεριφορά αντιπροσωπεύει/εκφράζει τα ήθη της εποχής μας»                                                                                                             
Επιδοκιμάζω (# αποδοκιμάζω) = εγκρίνω κάτι, συμφωνώ σε κάτι, επικροτώ (approve) 
Vs Αποδοκιμάζω = επικρίνω, απορρίπτω  (disapprove) 
Λέμε: «Η Ορθοδοξία ποτέ δεν επιδοκίμασε τον εξαναγκασμό» – «ο πατέρας μου επιδοκίμασε τις ενέργειές μου»  –  «επιδοκιμάζω μια ενέργεια/πρωτοβουλία» –  (δέχθηκε τις θερμές επιδοκιμασίες του πλήθους)  –  «Οι μαθητές αποδοκίμασαν τη ρατσιστική συμπεριφορά του Διευθυντή τους» – «αποδοκιμάζω μια στάση/συμπεριφορά» – «ο λαός της Βραζιλίας αποδοκίμασε την κυβερνητική πολιτική»  –  (αποδοκιμασίες του πλήθους)
Κληροδοτώ (κλήρος + δίδωμι) = αφήνω κάτι στους μεταγενέστερους (περιουσία  
ή πνευματική παρακαταθήκη)   (bequeath,  leave in will)  vs  Κληρονομώ (κλήρος + νέμω)
(μοιράζω, απονέμω) =  παίρνω μερίδιο κληρονομιάς  (inherit)
Λέμε: «Κληροδότησε την περιουσία του σε φιλανθρωπικό ίδρυμα» – «κτήματα που κληροδότησαν στην εκκλησία πολίτες επί τουρκοκρατίας» – «Πούλησαν το σπίτι που είχαν κληρονομήσει από τους γονείς τους!»  –  «κληρονόμησε από τον πατέρα του την εξυπνάδα»  –  «η Ευρώπη κληρονόμησε τη δημοκρατία από τους αρχαίους Έλληνες»
Παρακινώ (θετ. σημασία) = ενθαρρύνω, προτρέπω (encourage, motivate, urge) 
Vs Υποκινώ (αρνητ. σημασία) = προτρέπω έμμεσα κάποιον να προβεί σε αρνητική ενέργεια (incite) 
Λέμε: «Οι γονείς παρακινούν τα παιδιά τους να σέβονται τους άλλους»  – «ο δάσκαλος μάς παρακίνησε να διαβάζουμε λογοτεχνικά βιβλία/να ασχοληθούμε με το θέατρο» – «η εγγονή μου παρακινήθηκε να σπουδάσει στην Αγγλία»  –  «παρακινώ κάποιον να προσπαθεί»
Λέμε: «Υποκινούσαν τους μαθητές να κάνουν απεργία»  –  «ο ομιλητής υποκινούσε τους μεταλλωρύχους να επαναστατήσουν» – «υποκινώ ανταρσία» – (οι υποκινητές της εξέγερσης/της απεργίας )  –  (το πραξικόπημα του 1974 έγινε με υποκίνηση από το εξωτερικό) 
Περιμένω = παραμένω κάπου ώσπου να έρθει κάποιος/κάτι – (wait)   
Vs  Αναμένω = περιμένω (κάποιον/κάτι, συνήθ. σύντομα) ή προβλέπω ότι θα συμβεί κάτι (expect)   vs  Προσμένω = περιμένω να συμβεί κάτι που  επιθυμώ  
Λέμε: «Περιμένω το λεωφορείο/τα αποτελέσματα των εξετάσεων» – «Τί περιμένεις εσύ απ’ τη ζωή σου;» – «Αναμένουμε την άφιξη των καλεσμένων μας» – «Αναμένατε στο ακουστικό!»,  είπε η τηλεφωνήτρια» – (βρισκόμαστε σε αναμονή) – «εν αναμονή  (+γεν.) των εκλογικών αποτελεσμάτων» –  (αίθουσα/λίστα αναμονής) – (το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν αναμενόμενο) – «Οι πρόσφυγες προσμένουν την ώρα που θα πάνε στα σπίτια τους!» 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Αγγλοελληνικό Λεξικό Word Reference.com 
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό για το Σχολείο & το Γραφείο 
Λεξικό Τριανταφυλλίδη – Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα 
Ίνα Αναγνωστοπούλου, Λία Μπουσούνη-Γκέσουρα, Το λέμε σωστά; Το γράφουμε σωστά;
Ιωάννα Παπαζαφείρη, λάθη στη χρήση της γλώσσας μας