Ο Χρυσόστομος Ρουσής, πρώην γυμνασιάρχης, καταγράφει παραδείγματα που βοηθούν στην κατανόηση και χρήση λέξεων που ακούμε και διαβάζουμε.
«Η γλώσσα δεν είναι απλές λέξεις, αλλά η σκέψη μας. Κάθε ποιότητα στη γλώσσα είναι και ποιότητα στη σκέψη μας και τανάπαλιν». (Γ. Μπαμπινιώτης, 2018) Σήμερα, όμως, αδιαφορούμε για την ποιότητα του λεξιλογίου και της σωστής έκφρασης.
Ακολουθούν λέξεις/ουσιαστικά (8), κατά αλφαβητική σειρά, που ακούμε και διαβάζουμε, για κατανόηση και σωστή χρήση, με τις αντίστοιχες λέξεις της αγγλικής γλώσσας:
Μαξιμαλισμός (# μινιμαλισμός) = η επιδίωξη του μέγιστου (maximalism)
Λέμε: «Δεν υπάρχει λύση του Κυπριακού μέσα από μαξιμαλισμούς» – (ο φοιτητής πρέπει να αποδίδει το μάξιμουμ (= το ανώτατο όριο) των δυνατοτήτων του) – (θεωρούσαν μαξιμαλιστική την πολιτική Βενιζέλου) – (μαξιμαλιστής, μαξιμαλιστικές τουρκικές διεκδικήσεις) – (μάξιμουμ # μίνιμουμ, το ελάχιστο) – (το μάξιμουμ/μίνιμουμ της ταχύτητας)
Μάστιγα = κάτι καταστροφικό που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί (scourge)
Λέμε: «Τα φροντιστήρια έχουν καταντήσει μάστιγα για τους γονείς» – «η μάστιγα των ναρκωτικών/της ανεργίας/των τροχαίων» – (η Κένυα μαστιζόταν από αρρώστιες)
Μεταρρύθμιση (μετά+ρυθμίζω/ρυθμός) = η αλλαγή ενός θεσμού προς το καλύτερο
Λέμε: «Η εφαρμογή του ΓεΣΥ είναι σημαντική μεταρρύθμιση (reform)» – «οι μεταρρυθμίσεις στην παιδεία δεν προχώρησαν» – «ο Βενιζέλος έκανε πολλές μεταρρυθμίσεις (reformations) με κύριο σκοπό την οργάνωση και τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας»
Μισαλλοδοξία (μισώ+αλλόδοξος) μίσος προς τους υποστηρικτές αντίθετης ιδεολογίας, γνώμης, άποψης (intolerance) – (#
Λέμε: «Φοβούνται τους πρόσφυγες, είναι πρωταγωνιστές στη μισαλλοδοξία (intolerance)» – «αύξηση της ρατσιστικής μισαλλοδοξίας» – (χώρες της ΕΕ ακολουθούν μισαλλόδοξη πολιτική) – (ο μισαλλόδοξος μισεί όσους έχουν διαφορετικές ιδέες από τον ίδιο) Νοοτροπία (νους/νοός + τρόπος) = ο τρόπος σκέψης ατόμου ή λαού (mentality)
Λέμε: «Το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζεις διαμορφώνει τη νοοτροπία και τον τρόπο σκέψης σου» – κάθε λαός έχει τη δική του νοοτροπία» – «η κακή νοοτροπία λειτουργεί ως τροχοπέδη στη μεταρρύθμιση του ΓεΣΥ» – «η νοοτροπία των εφήβων έχει αλλάξει»
Οιωνός = προμήνυμα, σημάδι που προμηνύει το μέλλον (omen)
Λέμε: «Με καλούς οιωνούς αρχίζει η νέα σχολική χρονιά» – «Ας ελπίσουμε αυτό το αίμα, να μην είναι κακός οιωνός!» – «Είς οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης»
(απόφθεγμα της φιλοπατρίας – Ιλιάδα Μ 243)
Ολιγωρία = αμέλεια (# φροντίδα, επιμέλεια) (negligence)
Λέμε: «H ολιγωρία των αρμόδιων υπηρεσιών στην υπόθεση του15χρονου»
Ομηρ(ε)ία = η κατάσταση του ομήρου (αυτού που κρατείται εκβιαστικά) – (hostage)
Λέμε: «Ο κ. Ακιντζί επιδιώκει την ομηρεία και τον πλήρη έλεγχο της Κύπρου από την
Τουρκία» – «θέλουμε την απελευθέρωση της Κύπρου από την τουρκική ομηρία»
Ομοσπονδία (ομού+σπονδή) = 1. η ένωση ανεξάρτητων κρατών σε μια ενιαία κρατική υπόσταση με διεθνή προσωπικότητα και κοινό σύνταγμα. 2. η ένωση σωματείων/οργανώσεων/συλλόγων με ενιαία διεύθυνση (federation)
Λέμε: «Οι ΗΠΑ αποτελούν ομοσπονδία 52 ανεξάρτητων πολιτειών» – «Το Σχέδιο Ανάν ήταν μια μορφή ομοσπονδίας με πολλά συνομοσπονδιακά στοιχεία» – (Η συνομοσπονδία είναι η ένωση ομοσπονδιών: η Ομοσπονδία Συνδέσμων Γονέων Πάφου είναι μέλος της Παγκύπριας Συνομοσπονδίας Γονέων Δημοτικής Εκπαίδευσης) – (ομοσπονδιακός προπονητής)
Όραμα = 1. οπτασία 2. εξιδανικευμένος στόχος, η προσδοκία για μια καλύτερη κατάσταση/κοινωνία (vision, idea for a better future)
Λέμε: «Το όραμα του απ. Παύλου» – «Το όραμα είναι η τέχνη να βλέπεις αυτό που είναι αόρατο στους άλλους» – «Ο νόμος για το ΓεΣΥ είναι ένα όραμα δεκαετιών» – «ο κάθε Κύπριος έχει ένα όραμα για μια δίκαιη κοινωνία» (οραματιζόμαστε/ονειρευόμαστε έναν καλύτερο κόσμο/την Ευρώπη της αλληλεγγύης) – (ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν οραματιστής του εφικτού) – (visionary) – «Η Σουηδέζα έφηβη οραματίστρια/ακτιβίστρια για το κλίμα, Γκρέτα Τούνμπεργκ, τιμήθηκε στην πράξη με το Βραβείο Ορθής Διαβίωσης 2019 (Εναλλακτικού Νόμπελ)».
Βιβλιογραφικές πηγές:
Αγγλοελληνικό Λεξικό Word Reference.com
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό για το Σχολείο & το Γραφείο
Λεξικό Τριανταφυλλίδη – Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα
«Η γλώσσα δεν είναι απλές λέξεις, αλλά η σκέψη μας. Κάθε ποιότητα στη γλώσσα είναι και ποιότητα στη σκέψη μας και τανάπαλιν». (Γ. Μπαμπινιώτης, 2018) Σήμερα, όμως, αδιαφορούμε για την ποιότητα του λεξιλογίου και της σωστής έκφρασης.
Ακολουθούν λέξεις/ουσιαστικά (8), κατά αλφαβητική σειρά, που ακούμε και διαβάζουμε, για κατανόηση και σωστή χρήση, με τις αντίστοιχες λέξεις της αγγλικής γλώσσας:
Μαξιμαλισμός (# μινιμαλισμός) = η επιδίωξη του μέγιστου (maximalism)
Λέμε: «Δεν υπάρχει λύση του Κυπριακού μέσα από μαξιμαλισμούς» – (ο φοιτητής πρέπει να αποδίδει το μάξιμουμ (= το ανώτατο όριο) των δυνατοτήτων του) – (θεωρούσαν μαξιμαλιστική την πολιτική Βενιζέλου) – (μαξιμαλιστής, μαξιμαλιστικές τουρκικές διεκδικήσεις) – (μάξιμουμ # μίνιμουμ, το ελάχιστο) – (το μάξιμουμ/μίνιμουμ της ταχύτητας)
Μάστιγα = κάτι καταστροφικό που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί (scourge)
Λέμε: «Τα φροντιστήρια έχουν καταντήσει μάστιγα για τους γονείς» – «η μάστιγα των ναρκωτικών/της ανεργίας/των τροχαίων» – (η Κένυα μαστιζόταν από αρρώστιες)
Μεταρρύθμιση (μετά+ρυθμίζω/ρυθμός) = η αλλαγή ενός θεσμού προς το καλύτερο
Λέμε: «Η εφαρμογή του ΓεΣΥ είναι σημαντική μεταρρύθμιση (reform)» – «οι μεταρρυθμίσεις στην παιδεία δεν προχώρησαν» – «ο Βενιζέλος έκανε πολλές μεταρρυθμίσεις (reformations) με κύριο σκοπό την οργάνωση και τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας»
Μισαλλοδοξία (μισώ+αλλόδοξος) μίσος προς τους υποστηρικτές αντίθετης ιδεολογίας, γνώμης, άποψης (intolerance) – (#
Λέμε: «Φοβούνται τους πρόσφυγες, είναι πρωταγωνιστές στη μισαλλοδοξία (intolerance)» – «αύξηση της ρατσιστικής μισαλλοδοξίας» – (χώρες της ΕΕ ακολουθούν μισαλλόδοξη πολιτική) – (ο μισαλλόδοξος μισεί όσους έχουν διαφορετικές ιδέες από τον ίδιο) Νοοτροπία (νους/νοός + τρόπος) = ο τρόπος σκέψης ατόμου ή λαού (mentality)
Λέμε: «Το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζεις διαμορφώνει τη νοοτροπία και τον τρόπο σκέψης σου» – κάθε λαός έχει τη δική του νοοτροπία» – «η κακή νοοτροπία λειτουργεί ως τροχοπέδη στη μεταρρύθμιση του ΓεΣΥ» – «η νοοτροπία των εφήβων έχει αλλάξει»
Οιωνός = προμήνυμα, σημάδι που προμηνύει το μέλλον (omen)
Λέμε: «Με καλούς οιωνούς αρχίζει η νέα σχολική χρονιά» – «Ας ελπίσουμε αυτό το αίμα, να μην είναι κακός οιωνός!» – «Είς οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης»
(απόφθεγμα της φιλοπατρίας – Ιλιάδα Μ 243)
Ολιγωρία = αμέλεια (# φροντίδα, επιμέλεια) (negligence)
Λέμε: «H ολιγωρία των αρμόδιων υπηρεσιών στην υπόθεση του15χρονου»
Ομηρ(ε)ία = η κατάσταση του ομήρου (αυτού που κρατείται εκβιαστικά) – (hostage)
Λέμε: «Ο κ. Ακιντζί επιδιώκει την ομηρεία και τον πλήρη έλεγχο της Κύπρου από την
Τουρκία» – «θέλουμε την απελευθέρωση της Κύπρου από την τουρκική ομηρία»
Ομοσπονδία (ομού+σπονδή) = 1. η ένωση ανεξάρτητων κρατών σε μια ενιαία κρατική υπόσταση με διεθνή προσωπικότητα και κοινό σύνταγμα. 2. η ένωση σωματείων/οργανώσεων/συλλόγων με ενιαία διεύθυνση (federation)
Λέμε: «Οι ΗΠΑ αποτελούν ομοσπονδία 52 ανεξάρτητων πολιτειών» – «Το Σχέδιο Ανάν ήταν μια μορφή ομοσπονδίας με πολλά συνομοσπονδιακά στοιχεία» – (Η συνομοσπονδία είναι η ένωση ομοσπονδιών: η Ομοσπονδία Συνδέσμων Γονέων Πάφου είναι μέλος της Παγκύπριας Συνομοσπονδίας Γονέων Δημοτικής Εκπαίδευσης) – (ομοσπονδιακός προπονητής)
Όραμα = 1. οπτασία 2. εξιδανικευμένος στόχος, η προσδοκία για μια καλύτερη κατάσταση/κοινωνία (vision, idea for a better future)
Λέμε: «Το όραμα του απ. Παύλου» – «Το όραμα είναι η τέχνη να βλέπεις αυτό που είναι αόρατο στους άλλους» – «Ο νόμος για το ΓεΣΥ είναι ένα όραμα δεκαετιών» – «ο κάθε Κύπριος έχει ένα όραμα για μια δίκαιη κοινωνία» (οραματιζόμαστε/ονειρευόμαστε έναν καλύτερο κόσμο/την Ευρώπη της αλληλεγγύης) – (ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν οραματιστής του εφικτού) – (visionary) – «Η Σουηδέζα έφηβη οραματίστρια/ακτιβίστρια για το κλίμα, Γκρέτα Τούνμπεργκ, τιμήθηκε στην πράξη με το Βραβείο Ορθής Διαβίωσης 2019 (Εναλλακτικού Νόμπελ)».
Βιβλιογραφικές πηγές:
Αγγλοελληνικό Λεξικό Word Reference.com
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό για το Σχολείο & το Γραφείο
Λεξικό Τριανταφυλλίδη – Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα