Ο Σπυρίδων Κ. Χριστοφίδης τριτοετής φοιτητής Νομικής, γράφει για μια ενδιαφέρουσα και εν πολλοίς άγνωστη ιστορία, σχετικά με το τρόπο με τον οποίο ο Ιωάννης Μεταξάς ενημερώθηκε για την επικείμενη ιταλική επίθεση πολύ πιο πριν την εκδήλωση αυτής.

«Sic transit gloria mundi», δήλωναν μετά πάθους καρδίας οι Λατίνοι, θέλοντας ευθύς εξ’ αρχής να καταστήσουν σαφές πως η δόξα ήταν, είναι και θα παραμείνει πάντοτε προσωρινή και εφήμερη. Στη περίπτωσή μας όμως, δύναται να υπάρξει μια γενναιόδωρη εξαίρεση. Κι’ αυτό, διότι το κλέος της υστεροφημίας Ιωάννη Μεταξά, του «Μπαρμπαγιάννη», όπως «χαϊδευτικά» αποκαλείτο από τους ένθερμους υποστηρικτές του, επρόκειτο να φτάσει στο κολοφώνα της δόξας του και να διατηρηθεί ακλόνητο εκεί, σαν σήμερα, πριν από ακριβώς 81 χρόνια. 

Ο Μεταξάς, μία απ’ τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες, συσσωρεύει στα πέριξ της τις πιο αντιφατικές απόψεις, αναφορικά με τα πεπραγμένα της στο ελλαδικό πολιτικό ζην, τις πρώτες τέσσερις δεκαετίες του 20ου΄αιώνα. Για να είμεθα απολύτως ειλικρινείς και ακριβοδίκαιοι, το βασικό ερώτημα, το οποίο δημιουργεί ένα «βαρύ», σχεδόν «ασήκωτο», κλίμα διχογνωμίας σε όσους άοκνα κι’ ατελεύτητα μελετούν τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, θα παραμείνει εκείνο για το κατά πόσον ο Ιωάννης Μεταξάς είπε το περίφημο «ΟΧΙ» στον Ιταλό πρέσβη, Εμμανουέλε Γκράτσι, απορρίπτοντας το ιταλικό τελεσίγραφο, που ο τελευταίος του παρέδωσε και το οποίο έφερε ρητή την εντολή για άμεση παράδοση συγκεκριμένων στρατηγικών στόχων και σημείων εντός της ελληνικής επικράτειας άνευ αντίστασης από τα ελληνικά όπλα.

Η απάντηση είναι ξεκάθαρη και δύναται αποκρυσταλλωμένα να δοθεί μέσα από μια ιστορία, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ως «κινηματογραφική», ενώ άλλοι πρόκειται να τη θεωρήσουν ωσάν ένα σενάριο αιρετικής επιστημονικής φαντασίας. Εάν κάποιος μελετήσει ενδελεχώς το ημερολόγιο του Ιωάννη Μεταξά, θα διαπιστώσει πως από την έναρξη του μηνός Οκτωβρίου τον κυριεύει μια έντονη ανησυχία, η οποία πρόδηλα δηλώνει πως ο ίδιος ανέμενε την ιταλική επίθεση, δηλαδή είχε γνώση αυτής, εντός του συγκεκριμένου μηνός και έτσι δεν συνελήφθη απροετοίμαστος. 

Μια από τις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες παραμένει μέχρι και σήμερα η αντικατασκοπία, η οποία τότε έδρευε μέσα στο «Αλλοδαπών». Επικεφαλής της ελληνικής αντικατασκοπείας ήταν ο αξιωματικός της Αστυνομίας, Σπύρος Παξινός. Οι μυστικές υπηρεσίες επεδίωκαν και επιδιώκουν να κρατούν πάντοτε ένα είδος «επαφής» με τον εχθρό, το οποίο μπορεί ακόμη και μέσα από τυχαία γεγονότα να τους οδηγήσει στην άντληση πληροφοριών. Προκειμένου να αναπτύξει σχέσεις με τους Ιταλούς, ο Παξινός ζήτησε από τη σύζυγο του ιδιοκτήτη της βιομηχανίας «Ρετσίνα» να πραγματοποιήσει μια δεξίωση προς τιμή του Ιταλού πρέσβη και εν γένει της ιταλικής πρεσβείας στην Αθήνα και συγκεκριμένα στο εστιατόριο «Μαξίμ». Είχε, επίσης, ζητήσει από την οικοδέσποινα να τοποθετήσει ένα ιταλομαθή αξιωματικό, ονόματι Ευάγγελο Σπηλιωτόπουλο, τον οποίο θα έστελνε ο Παξινός με την σύζυγό του, στο τραπέζι, όπου θα καθόταν ο Ιταλός στρατιωτικός ακόλουθος και ο βοηθός του. Ο Σπηλιωτόπουλος ήταν σε εντεταλμένη αποστολή με κύριο στόχο να καταγράψει ότι ακούσει και του φανεί σχετικό και χρήσιμο με την επικείμενη ιταλική επίθεση. Καθότι όμως δεν ήταν νυμφευμένος, στη δεξίωση συνοδεύτηκε από μια κυρία ελευθέρων ηθών, η οποία παρίστανε την σύζυγό του. Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, η οικοδέσποινα προέβηκε σε μια πρόποση, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Εις υγείαν του Ντούτσε και του ιταλικού λαού». Ο Ιταλός πρέσβης, Εμμανουέλε Γκράτσι, ανταπέδωσε την πρόποση, αναφωνώντας με την σειρά του: «Πίνω εις υγείαν του πρωθυπουργού της Ελλάδος, κυρίου Ιωάννη Μεταξά και του ελληνικού λαού». Τότε, παίρνει τ’ αυτί του Σπηλιωτόπουλου τον Ιταλό στρατιωτικό ακόλουθο να λέει στο βοηθό του: «Να δούμε τον Οκτώβριο τι θα πει ο ελληνικός λαός!». 

Η εκδήλωση έχει μόλις τελειώσει και ο κόσμος ξεκινάει να αποσύρεται. Ο Σπηλιωτόπουλος πηγαίνει στο τμήμα και στις κόλλες αναφοράς, γράφει τι άκουσε. Την επομένη ημέρα, ο Παξινός διαβάζει την αναφορά και ενημερώνει τον δαιμόνιο Κωνσταντίνο Μανιαδάκη, υπουργό Ασφάλειας και δεξί χέρι του Μεταξά. Ο Μανιαδάκης με την σειρά του ενημερώνει τον Μεταξά, αναφορικά με το περιεχόμενο των γραπτών του Σπηλιωτόπουλου και καθώς ο Μεταξάς κρίνει σκόπιμο, όντας κι αυτός ιταλομαθής, να ακούσει απ’ το στόμα του ιδίου πως ειπώθηκε η εν λόγω «κουβέντα», ζητάει να του τον φέρουν ενώπιών του. Η διαταγή φτάνει στο τμήμα, αλλά ο Σπηλιωτόπουλος είναι άφαντος. Αφικνείται στις 11:00 και τους βρίσκει όλους αναστατωμένους, στην προσπάθειά τους να τον εντοπίσουν. Πανικοβλημένοι όλοι, τον ενημερώνουν πως ζητάει να τον δει ο Μανιαδιάκης. Φτάνουν στον Μανιαδάκη, ο οποίος με μιας τον πληροφορεί πως τον ζητεί ο Μεταξάς. Αμφότεροι μεταβαίνουν στο σημείο, όπου βρίσκεται ο Μεταξάς και μαρμαρωμένος ο Σπηλιωτόπουλος όπως ήταν, εισέρχεται εντός του γραφείου του. Εκεί, βλέπει επάνω σ ’αυτό την χθεσινή αναφορά του. Κατόπιν εντολής του Μεταξά, ξεκινάει να του διηγείται επακριβώς τι άκουσε. Μόλις τελείωσε, ο Μεταξάς συγκινημένος βγάζει τα γυαλιά του, τα σκουπίζει και τον χτυπάει χαϊδευτικά στην πλάτη, λέγοντάς του: «Παιδί μου, να ξέρεις ότι σήμερα προσέφερες μια μεγάλη υπηρεσία στη Πατρίδα».