Σχόλιο από τον Χρυσόστομο Ρουσή, γραμματέας (1976 – 2018) Εκκλησία Αποστόλων Παύλου και Βαρνάβα.
Χωρίς αμφιβολία, η αγάπη και η αλληλεγγύη – «κάλλιον το διδόναι ή λαμβάνειν» – μάς κάνουν καλύτερους και μας ανυψώνουν πνευματικά, που είναι και ο σκοπός της ζωής. (Αρχ. Αλβανίας, Αναστάσιος). Πράγματι, μόνο η αγάπη μπορεί να αρνηθεί τον εγωϊσμό, τη ζήλεια, το μίσος και την κακία στη ζωή μας. Για να μπορούμε, όμως, να αγαπήσουμε τούς άλλους, να δικαιολογούμε τη συμπεριφορά τους, χρειάζεται να μάθουμε να αγαπούμε πρώτα τον εαυτό μας. Αγαπώ τον εαυτό µου σημαίνει: φροντίζω το σώμα (= ναός της ψυχής, Πλάτων) και την ψυχή µου, η οποία «διψά για αγάπη». Αν προσπαθούμε να σβήσουμε τη «δίψα» μας με υλικά αγαθά, με διασκεδάσεις και με δόξα, τότε η καρδιά μας παραμένει ανικανοποίητη. Ακόμη κι αν έχουμε όλα τα υλικά αγαθά, δεν μπορούμε να αισθανόμαστε πληρότητα!
Οι άγιοι Πατέρες μάς λένε ότι ο μεγάλος σκοπός, για τον οποίο ο Δημιουργός μας έπλασε είναι η θέωση, δηλαδή να ενωθούμε με τον Θεό οντολογικά, πραγματικά. Απαραίτητες προϋποθέσεις στην πορεία μας προς τη θέωση είναι η ταπείνωση, η άσκηση, τα άγια Μυστήρια και η προσευχὴ. Όπως λέχθηκε πολύ εύστοχα, «χωρὶς την ταπείνωση ο άνθρωπος δεν μπορεί να τεθεί στην τροχιὰ της θέωσης, να δεχθεί τη θεία Χάρη, να ενωθεί με το Θεό». (Αρχιμ. π. Γεώργιος, Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους)
Αναφύονται λοιπόν τα εξής ερωτήματα: «Τι νόημα έχει μια ζωή που τελειώνει στον θάνατο; Τι είναι ο θάνατος; Ο μακαριστός Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης, Παύλος, μας απαντάει: «Είναι η άρνηση τής ζωής. Όταν ο Θεός είπε στον πρώτο άνθρωπο ότι τη μέρα που θα δοκιμάσει από́ τον καρπό αυτού του δέντρου θα πεθάνει, του φανέρωνε τα σύνορα της ζωής. Του έλεγε απλά́ ότι δεν υπάρχει ζωή́ έξω από τον Θεό́. Όπως λέμε σε ένα παιδάκι: – Παιδί μου, μη δοκιμάσεις να βγεις έξω από την ταράτσα, γιατί θα πέσεις και θα σκοτωθείς.
Είναι απολύτως φυσικό να πονάμε για τον θάνατο (αποχωρισμό) συγγενικού μας προσώπου, αλλά πρέπει να τον αντιμετωπίζουμε πνευματικά. Ο θάνατος είναι απλώς μετάβαση από τη μια ζωή στην άλλη, μάς νουθετεί ο Άγιος Παϊσιος. Όταν εκδημούμε από το σώμα μας, επιδημούμε προς τον Θεό και αυτή η εκδημία είναι ανάπαυση και χαρά. «Αυτός που πιστεύει σε μένα κι αν πεθάνει, θα ζήσει» (Iω. 11,25).
Αξίζει όμως να εξετάσουμε ακροθιγώς και το ζήτημα της Δημιουργίας, όπως αυτό παρουσιάζεται στη «Γένεση». Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο με ψυχή αθάνατη και με σώμα αθάνατο. Ο θάνατος «εισήλθεν εις τον κόσμον» με την πρωτοβουλία του διαβόλου, εξαιτίας του φθόνου του για τον άνθρωπο και ήλθε μετά την «πτώσιν». (Η πτώση είναι είσοδος στη χώρα του πόνου, της φθοράς, της αρρώστιας, του θανάτου) Ως τιμωρία ο θάνατος πλήττει μόνο το σώμα, πού έκτοτε έγινε φθαρτό και θνητό. (+Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος)
Γίνεται συνεπώς κατανοητό ότι ο φυσικός θάνατος δεν δόθηκε στον άνθρωπο ως τιμωρία, αλλά ως ευλογία. Ο Θεός επέτρεψε τη διάλυση του φθαρτού «ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται». «Σκεφθείτε έναν άνθρωπο άρρωστο, να υποφέρει, να πονάει, να λιώνει, αλλά να μην πεθαίνει. Θα υπήρχε χειρότερη κόλαση γι ̓ αυτόν; Αλλά και για τους δικούς του ακόμα. Σκεφθείτε έναν υγιή ακόμα, που γερνάει – αυτό σημαίνει φθορά – αλλά δεν πεθαίνει. Θα έφθανε στο σημείο να μην μπορεί να σηκώσει το βάρος της ύπαρξής του. Γιατί δεν μπορεί να συνυπάρχει η φθορά με την αφθαρσία». († Παύλος, Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης)
Η Εκκλησία μιλάει για «αγώνα της ψυχής» πού χωρίζεται από το σώμα: Φαίνεται ότι ο άνθρωπος κατά την ώρα του θανάτου του βλέπει διάφορα οράματα. Οι αγαθοί άγγελοι πού παρίστανται δεν εγκαταλείπουν στην τύχη της την ψυχή. Αγωνίζονται να την κερδίσουν για τον ουρανό, γι’ αυτό η Εκκλησία έχει ειδικές ευχές για τον/την ψυχορραγούντα/ψυχορραγούσα και μας προτρέπει να προσευχόμαστε για την ώρα του θανάτου μας να μην είναι αιφνίδια.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η Ανάσταση του Χριστού προσδιορίζει τη νίκη του ανθρώπου απέναντι στον θάνατο. Μετά την Ανάσταση τού Κυρίου, είναι δική μας επιλογή αν θα ζήσουμε ή αν θα πεθάνουμε.
Χωρίς αμφιβολία, η αγάπη και η αλληλεγγύη – «κάλλιον το διδόναι ή λαμβάνειν» – μάς κάνουν καλύτερους και μας ανυψώνουν πνευματικά, που είναι και ο σκοπός της ζωής. (Αρχ. Αλβανίας, Αναστάσιος). Πράγματι, μόνο η αγάπη μπορεί να αρνηθεί τον εγωϊσμό, τη ζήλεια, το μίσος και την κακία στη ζωή μας. Για να μπορούμε, όμως, να αγαπήσουμε τούς άλλους, να δικαιολογούμε τη συμπεριφορά τους, χρειάζεται να μάθουμε να αγαπούμε πρώτα τον εαυτό μας. Αγαπώ τον εαυτό µου σημαίνει: φροντίζω το σώμα (= ναός της ψυχής, Πλάτων) και την ψυχή µου, η οποία «διψά για αγάπη». Αν προσπαθούμε να σβήσουμε τη «δίψα» μας με υλικά αγαθά, με διασκεδάσεις και με δόξα, τότε η καρδιά μας παραμένει ανικανοποίητη. Ακόμη κι αν έχουμε όλα τα υλικά αγαθά, δεν μπορούμε να αισθανόμαστε πληρότητα!
Οι άγιοι Πατέρες μάς λένε ότι ο μεγάλος σκοπός, για τον οποίο ο Δημιουργός μας έπλασε είναι η θέωση, δηλαδή να ενωθούμε με τον Θεό οντολογικά, πραγματικά. Απαραίτητες προϋποθέσεις στην πορεία μας προς τη θέωση είναι η ταπείνωση, η άσκηση, τα άγια Μυστήρια και η προσευχὴ. Όπως λέχθηκε πολύ εύστοχα, «χωρὶς την ταπείνωση ο άνθρωπος δεν μπορεί να τεθεί στην τροχιὰ της θέωσης, να δεχθεί τη θεία Χάρη, να ενωθεί με το Θεό». (Αρχιμ. π. Γεώργιος, Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους)
Αναφύονται λοιπόν τα εξής ερωτήματα: «Τι νόημα έχει μια ζωή που τελειώνει στον θάνατο; Τι είναι ο θάνατος; Ο μακαριστός Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης, Παύλος, μας απαντάει: «Είναι η άρνηση τής ζωής. Όταν ο Θεός είπε στον πρώτο άνθρωπο ότι τη μέρα που θα δοκιμάσει από́ τον καρπό αυτού του δέντρου θα πεθάνει, του φανέρωνε τα σύνορα της ζωής. Του έλεγε απλά́ ότι δεν υπάρχει ζωή́ έξω από τον Θεό́. Όπως λέμε σε ένα παιδάκι: – Παιδί μου, μη δοκιμάσεις να βγεις έξω από την ταράτσα, γιατί θα πέσεις και θα σκοτωθείς.
Είναι απολύτως φυσικό να πονάμε για τον θάνατο (αποχωρισμό) συγγενικού μας προσώπου, αλλά πρέπει να τον αντιμετωπίζουμε πνευματικά. Ο θάνατος είναι απλώς μετάβαση από τη μια ζωή στην άλλη, μάς νουθετεί ο Άγιος Παϊσιος. Όταν εκδημούμε από το σώμα μας, επιδημούμε προς τον Θεό και αυτή η εκδημία είναι ανάπαυση και χαρά. «Αυτός που πιστεύει σε μένα κι αν πεθάνει, θα ζήσει» (Iω. 11,25).
Αξίζει όμως να εξετάσουμε ακροθιγώς και το ζήτημα της Δημιουργίας, όπως αυτό παρουσιάζεται στη «Γένεση». Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο με ψυχή αθάνατη και με σώμα αθάνατο. Ο θάνατος «εισήλθεν εις τον κόσμον» με την πρωτοβουλία του διαβόλου, εξαιτίας του φθόνου του για τον άνθρωπο και ήλθε μετά την «πτώσιν». (Η πτώση είναι είσοδος στη χώρα του πόνου, της φθοράς, της αρρώστιας, του θανάτου) Ως τιμωρία ο θάνατος πλήττει μόνο το σώμα, πού έκτοτε έγινε φθαρτό και θνητό. (+Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος)
Γίνεται συνεπώς κατανοητό ότι ο φυσικός θάνατος δεν δόθηκε στον άνθρωπο ως τιμωρία, αλλά ως ευλογία. Ο Θεός επέτρεψε τη διάλυση του φθαρτού «ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται». «Σκεφθείτε έναν άνθρωπο άρρωστο, να υποφέρει, να πονάει, να λιώνει, αλλά να μην πεθαίνει. Θα υπήρχε χειρότερη κόλαση γι ̓ αυτόν; Αλλά και για τους δικούς του ακόμα. Σκεφθείτε έναν υγιή ακόμα, που γερνάει – αυτό σημαίνει φθορά – αλλά δεν πεθαίνει. Θα έφθανε στο σημείο να μην μπορεί να σηκώσει το βάρος της ύπαρξής του. Γιατί δεν μπορεί να συνυπάρχει η φθορά με την αφθαρσία». († Παύλος, Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης)
Η Εκκλησία μιλάει για «αγώνα της ψυχής» πού χωρίζεται από το σώμα: Φαίνεται ότι ο άνθρωπος κατά την ώρα του θανάτου του βλέπει διάφορα οράματα. Οι αγαθοί άγγελοι πού παρίστανται δεν εγκαταλείπουν στην τύχη της την ψυχή. Αγωνίζονται να την κερδίσουν για τον ουρανό, γι’ αυτό η Εκκλησία έχει ειδικές ευχές για τον/την ψυχορραγούντα/ψυχορραγούσα και μας προτρέπει να προσευχόμαστε για την ώρα του θανάτου μας να μην είναι αιφνίδια.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η Ανάσταση του Χριστού προσδιορίζει τη νίκη του ανθρώπου απέναντι στον θάνατο. Μετά την Ανάσταση τού Κυρίου, είναι δική μας επιλογή αν θα ζήσουμε ή αν θα πεθάνουμε.