Η Διαιτησία αποτελεί εναλλακτική λύση στις δικαστικές διαδικασίες, όταν υπάρχει διαφορά μεταξύ δυο συμβαλλομένων μερών, όσον αφορά την εκπλήρωση υποχρεώσεων ή την άσκηση δικαιωμάτων στο πλαίσιο της συμβατικής τους σχέσης. Η δυνατότητα των συμβαλλομένων μερών να προσφύγουν στη διαδικασία Διαιτησίας αντί στο Δικαστήριο, εξαρτάται από την ύπαρξη των αναγκαίων ρητρών διαιτησίας στη σύμβαση μεταξύ των μερών.
Στο πλαίσιο συμβολαίου εργολαβίας δημοσίου συμφέροντος, προέκυψαν διαφωνίες μεταξύ του Δήμου και της εργοληπτικής εταιρείας αναφορικά με τις εκτελεσθείσες εργασίες και τις πληρωμές αυτών, με αποτέλεσμα η εργοληπτική εταιρεία, να κατηγορείται πως άσκησε ελλιπή έλεγχο προς βλάβη των συμφερόντων του Δήμου και ότι έλαβε μέρος σε συμπαιγνίες που στόχευαν στην μεγιστοποίηση του κέρδους προσώπων, που είχαν εμπλοκή στις εργασίες («μίζες»). Η εργοληπτική εταιρεία, ενεργοποίησε την ρήτρα Διαιτησίας και άρχισε τη διαδικασία της Διαιτησίας παρά όλη την άρνηση του Δήμου.
Ο Δήμος προχώρησε με την καταχώρηση ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου πολιτικής αγωγής εναντίον της εργοληπτικής εταιρείας και παράλληλα υπέβαλε ενδιάμεση αίτηση στο Δικαστήριο με την οποία εζητείτο η ακύρωση του συνυποσχετικού που περιέχεται στο συμβόλαιο εργολαβίας και της έναρξης της διαιτητικής διαδικασίας άρχισε, δυνάμει αυτού.
Στην Κύπρο, η Διαιτησία ρυθμίζεται από τον περί Διαιτησίας Νόμο (ΚΕΦ.4), όπου βάσει του άρθρου 9 (2), δίδεται εξουσία στο Δικαστήριο να ακυρώσει διαιτητική διαδικασία όταν στην διαφορά που παραπέμπεται, εγείρεται ζήτημα δόλου. Νοείται ότι το μέρος που επικαλείται τον ισχυρισμό του δόλου και ζητά την ακύρωση της διαιτητικής διαδικασίας, έχει το βάρος να αποδείξει την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης δόλου, παραθέτοντας τα γεγονότα στα οποία στηρίζονται οι ισχυρισμοί του. Σε καμία περίπτωση, δεν είναι αρκετό να προβάλλονται αόριστα και ασαφώς ισχυρισμοί για δόλο.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε ότι με την προσκομιθείσα μαρτυρία εκ μέρους του Δήμου, πληρούνται όλα τα κριτήρια του Νόμου και προχώρησε με την έκδοση των διαταγμάτων και απαγόρευσε στην εργοληπτική εταιρεία να προωθήσει την διαιτητική διαδικασία, βάσει του συνυποσχετικού που περιέρχεται στο επίδικο εργολαβικό συμβόλαιο.
Η εργοληπτική εταιρεία, δεν αποδέχθηκε την πρωτόδικη απόφαση και προχώρησε με την καταχώρηση πολιτικής έφεσης αμφισβητώντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, προβάλλοντας έξι λόγους για την ακύρωση της. Επιπλέον, η εργοληπτική εταιρεία προς υποστήριξη των λόγων έφεσης της και αμφισβήτησης της ορθότητας της Πρωτόδικης Απόφασης, προσκόμισε στο πλαίσιο της έφεσης, νέα μαρτυρία, που αφορούσε τον ισχυρισμό του Δήμου προς την εργοληπτική εταιρεία για διάπραξη του αδικήματος του δόλου και απάτης.
Το Πολιτικό Εφετείο, με ομόφωνη απόφαση του, την 23/4/2024, απέρριψε όλους τους λόγους έφεσης που τέθηκαν από την εργοληπτική εταιρεία, τονίζοντας ότι, «το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά κατέληξε ότι δόθηκαν επαρκείς λεπτομέρειες από πλευράς του Δήμου, αναφορικά με την εμπλοκή της εργοληπτικής εταιρείας σε κατ’ ισχυρισμό δόλο κατά την εκτέλεση του συμβολαίου εργολαβίας. Είναι φανερό, ότι η διαφορά των διαδίκων, δεν συνιστά μια συνηθισμένη υπόθεση συμβολαίου εργολαβίας όπου υπάρχει αμφισβήτηση ως προς την έκταση και την ποιότητα των οικοδομικών εργασιών που θα μπορούσε να επιλυθεί στο πλαίσιο της Διαιτησίας. Αντιθέτως, τίθενται λεπτομερείς ισχυρισμοί για πολύ σοβαρές δόλιες ενέργειες και συμπαιγνίες από διάφορα πρόσωπα που εμπλέκονταν στις εργασίες εργολαβίας, με αποτέλεσμα την οικονομική ζημιά του Δήμου. Ισχυρισμοί οι οποίοι ήταν τόσο σοβαροί και συγκεκριμένοι που μόνον σε Δικαστική διαδικασία μπορούν να εξεταστούν και αποφασιστούν».
Η κίνηση της εργοληπτικής εταιρεία να προσκομίσει νέα μαρτυρία ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης, δεν πέρασε απαρατήρητη από τους Δικαστές του Εφετείου. Συγκεκριμένα, ανέφεραν πως η νέα μαρτυρία, δεν αλλάζει καθόλου το σκηνικό, εφόσον παραμένει γεγονός, ότι ο Δήμος, παρουσίασε πρωτοδίκως, επαρκές και με πλήρη λεπτομέρεια, μαρτυρικό υλικό που δικαιολογεί την κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δηλαδή τίθενται στην υπόθεση πολύ σοβαρά ζητήματα δόλου, που ενδείκνυται να ακουστούν από Δικαστήριο και μόνο. Επιπλέον, τονίσθηκε πως σε τέτοιες υποθέσεις, αυτό που θα πρέπει να αποδειχθεί είναι μόνον «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» διάπραξης δόλου από την εργοληπτική εταιρεία και όχι κατά πόσον αυτή εμπλέκεται, τελικά και επί της ουσίας, σε δόλο.
Αναμφισβήτητα, με αυτή την απόφαση έχει καθιερωθεί ότι η συμμετοχή σε διαιτησία δεν είναι συμβατικό δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί αναγκαστικά, όπως οποιοδήποτε άλλο συμβατικό δικαίωμα. Στοιχεία εξαναγκασμού σε συμμετοχή σε διαιτησία, αντανακλούν ενδεχομένως, πεπαλαιωμένες δικαιϊκές προσεγγίσεις.
Και κυρίως, όσον αφορά στις δημόσιες συμβάσεις, μετά την αποτυχία του φιλικού διακανονισμού, θα πρέπει να προτιμάται η επιλογή πρόσβασης στα Δικαστήρια γιατί αυτή η οδός, συνάδει καλύτερα με τον θεσμό των δημοσίων συμβάσεων, με σκοπό την προστασία και του δημόσιου συμφέροντος.
Συγγραφέας: Κατερίνα Ανδρέου, Δικηγόρος / Senior Associate,
Γραφείο Πάφου, ELIAS NEOCLEOUS & CO LLC