Η Κύπρος κινδυνεύει να μετατραπεί σε ένα απέραντο «real estate» για ξένους επενδυτές, χωρίς όρια, χωρίς ελέγχους και χωρίς στρατηγική. Οι πωλήσεις ακινήτων σε αγοραστές τρίτων χωρών έχουν πάρει διαστάσεις που πλέον απειλούν όχι μόνο την αγορά κατοικίας, αλλά και την κοινωνική ισορροπία της χώρας. Τις τελευταίες ημέρες επιχειρείται να περιληφθούν ασφαλιστικές δικλείδες για τον περιορισμό της ανεξέλεγκτης πώλησης ακινήτων στην Κύπρο σε ξένους αγοραστές από τρίτες χώρες στο νομοσχέδιο για τον έλεγχο άμεσων ξένων επενδύσεων. Ήδη το ΑΚΕΛ έχει ετοιμάσει σχετικές τροπολογίες, με τις οποίες, κατά την αξιολόγηση μιας ξένης επένδυσης, θα συνεκτιμάται ο βαθμός στον οποίο αυτή αφορά ή επηρεάζει τον τομέα της διαχείρισης ή απόκτησης ακίνητης ιδιοκτησίας.
Επιπλέον, θα λαμβάνεται υπόψη ο τρόπος με τον οποίο η επένδυση επηρεάζει τα εργασιακά και περιβαλλοντικά πρότυπα, καθώς και η συμμόρφωση με τις διεθνείς συμφωνίες που τα καθορίζουν. Το ερώτημα, ωστόσο, που εγείρεται είναι κατά πόσο η συγκεκριμένη νομοθεσία θα μπορέσει πράγματι να βάλει «φρένο» στις πωλήσεις ακινήτων σε αγοραστές από τρίτες χώρες, καθώς τα στοιχεία που έφεραν στο φως τόσο η Ελεγκτική Υπηρεσία όσο και το Υπουργείο Εσωτερικών προκαλούν προβληματισμό.
Σύμφωνα με την περσινή έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, το 27% του συνόλου των πωλήσεων ακινήτων στην Κύπρο αφορούσε αλλοδαπούς αγοραστές εκτός ΕΕ, ενώ το 61% ήταν Κύπριοι. Οι αγοραστές εκτός ΕΕ που απέκτησαν ακίνητα στη χώρα την τελευταία πενταετία (2020-2024) προέρχονται κυρίως από τον Λίβανο (16%), την Κίνα (16%), τη Ρωσία (14%), το Ισραήλ (10%) και τη Συρία (6%). Μόνο φέτος, μέχρι τον Ιούλιο, το 26% των πωλήσεων ακινήτων κατέληξε σε αγοραστές εκτός ΕΕ.
Την ίδια ώρα, στοιχεία του Υπουργείου Εσωτερικών δείχνουν ότι από τις 15 Σεπτεμβρίου 2024 μέχρι την ίδια περίοδο φέτος, συνολικά 790 κατοικίες, οικόπεδα και χωράφια κατέληξαν σε αγοραστές από τρίτες χώρες, ενώ 879 αντίστοιχα ακίνητα πωλήθηκαν σε Ευρωπαίους πολίτες. Τα δεδομένα αυτά καταδεικνύουν ότι το φαινόμενο προσλαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις.
Κατά τη συζήτηση στη Βουλή, εκπρόσωπος της Ελεγκτικής Υπηρεσίας εντόπισε κενά και ελλείψεις στο νομικό πλαίσιο, υπογραμμίζοντας την ανάγκη λήψης μέτρων ώστε να αποφευχθούν περαιτέρω επιπτώσεις από τις ανεξέλεγκτες πωλήσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι οι εν λόγω συναλλαγές συγκαταλέγονται στους βασικούς παράγοντες που συνέβαλαν στην αύξηση των τιμών των ακινήτων στη χώρα.
Σήμερα, ο νόμος επιτρέπει σε υπηκόους τρίτων χωρών να αγοράζουν ακίνητα με ελάχιστο έλεγχο. Στην πράξη, οι ξένοι αγοραστές μπορούν να καταχωρούν έγγραφα μεταβίβασης στο Κτηματολόγιο χωρίς προηγούμενη έγκριση από τον έπαρχο, γεγονός που επιτρέπει την απόκτηση πολλαπλών ακινήτων, παρότι ο νόμος επισήμως προβλέπει το αντίθετο.
Το κράτος ήδη ετοιμάζει νέο νομικό πλαίσιο, προκειμένου να κλείσουν τα υφιστάμενα κενά και να καταστεί πιο αποτελεσματικός ο έλεγχος. Ωστόσο, όταν το νομοσχέδιο φτάσει στη Βουλή, είναι σημαντικό τα κόμματα να αποφύγουν υπερβολικά αυστηρές πρόνοιες που θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν τις πωλήσεις ακινήτων σε ξένους αγοραστές, καθώς κάτι τέτοιο θα επηρέαζε την κυπριακή οικονομία.
Το κράτος έχει να κερδίσει από την αυξημένη ζήτηση, αφού εισπράττει έσοδα από φορολογίες, ΦΠΑ και τέλη μεταβίβασης, ενώ ενισχύεται συνολικά η οικονομική δραστηριότητα. Παρ’ όλα αυτά, χρειάζεται ισορροπία: η νέα νομοθεσία οφείλει να κλείσει τα «παράθυρα» εκμετάλλευσης, να θεσπίσει μηχανισμούς ελέγχου και παράλληλα να προβλέψει εισφορές από ξένους επενδυτές για την ανάπτυξη προσιτής στέγης για τους Κύπριους πολίτες που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες. Θα πρέπει να υποχρεωθούν οι ξένοι αγοραστές να συνεισφέρουν οικονομικά στην ανάπτυξη προσιτής στέγης για τους Κύπριους πολίτες.
Όπως συνέβη και με το Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα Πολιτογραφήσεων, θα πρέπει να περιληφθούν κοινωνικές ρήτρες για στήριξης της κοινωνίας, ώστε οι επενδύσεις να ωφελούν όχι μόνο την αγορά, αλλά και τους πολίτες της χώρας.