Έντονη ανησυχία προκαλεί στους ευρωπαϊκούς κύκλους η ολοένα και βαθύτερη κρίση που φαίνεται να πλήττει τη Γερμανία, τη χώρα που επί δεκαετίες λειτουργούσε ως η ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας. Τα συστημικά προβλήματα που έρχονται στην επιφάνεια δεν αφορούν μόνο εσωτερικές παθογένειες, αλλά συνδέονται, όπως υποστηρίζουν πλέον ανοιχτά κυβερνητικά στελέχη, με την ίδια την αρχιτεκτονική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις πολιτικές που εφαρμόζονται από τις Βρυξέλλες.
Η γερμανική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σειρά από προκλήσεις που συσσωρεύονταν τα τελευταία χρόνια: υψηλό ενεργειακό κόστος, αυξανόμενη γραφειοκρατία, έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού και βιομηχανική φυγή προς χώρες με πιο φιλικά περιβάλλοντα επενδύσεων. Ωστόσο, η σημερινή εικόνα δείχνει πως η κατάσταση έχει πλέον ξεπεράσει το όριο της απλής «επιβράδυνσης». Μεγάλα, (παραδοσιακά) γερμανικά εργοστάσια έχουν κλείσει, ενώ οι οργανώσεις των βιομηχάνων κρούουν καμπανάκι κινδύνου: σχεδόν οι μισοί μεγάλοι βιομηχανικοί όμιλοι έχουν προαναγγείλει μελλοντικές απολύσεις ή μεταφορά παραγωγικών δραστηριοτήτων στο εξωτερικό.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη αίσθηση είναι η ολοένα εντονότερη δυσφορία που εκδηλώνεται δημόσια από κυβερνητικούς αξιωματούχους στο Βερολίνο, οι οποίοι αποδίδουν μέρος των προβλημάτων στην ασφυκτική, όπως τη χαρακτηρίζουν, ρυθμιστική πολιτική των Βρυξελλών. Η κριτική αγγίζει κυρίως τον πυρήνα της «πράσινης μετάβασης», καθώς πολλοί εκτιμούν ότι η υπερβολική θεσμική πίεση και το υψηλό κόστος συμμόρφωσης μειώνουν δραστικά την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής, και ιδίως της γερμανικής, βιομηχανίας.
Παράλληλα, σύμφωνα με ευρωπαϊκά ΜΜΕ, η Γερμανία σε συντονισμό με άλλες χώρες φέρεται να ζητά επίσημα πλέον βαθιές μεταρρυθμίσεις στην ΕΕ. Το αίτημα επικεντρώνεται στη μείωση της γραφειοκρατίας, στην απλοποίηση των ρυθμιστικών πλαισίων και στην επανεξέταση ορισμένων κανόνων που θεωρούνται περιττοί ή επιζήμιοι για την οικονομική ανάπτυξη. Πρόκειται για μια κίνηση πρωτοφανή, δεδομένου ότι η Γερμανία υπήρξε μέχρι σήμερα η χώρα που στήριζε περισσότερο από κάθε άλλη τη θεσμική και κανονιστική «ορθοδοξία» των Βρυξελλών.
Το γεγονός ότι πλέον εκφράζεται κριτική σε επίσημο επίπεδο απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και μάλιστα από το Βερολίνο, θεωρείται από αναλυτές εξαιρετικά σημαντικό. Σε ορισμένες διεθνείς αναλύσεις, ακόμη και ρωσικές, σημειώνεται ότι η Γερμανία μοιάζει να βρίσκεται σε ένα «σημείο καμπής». Αν η γερμανική κυβέρνηση αφήνει να εννοηθεί πως η ΕΕ δεν λειτουργεί ως μοχλός ανάκαμψης αλλά ως εμπόδιο, τότε αυτό αντιπροσωπεύει μια εξέλιξη που μπορεί να αλλάξει ριζικά την ευρωπαϊκή πορεία.
Χαρακτηριστική είναι η σύγκριση που χρησιμοποιείται σε αυτές τις αναλύσεις: μοιάζει, λένε, σαν η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης να παραδεχόταν δημοσίως ότι η οικονομική κρίση της χώρας οφείλεται στην ίδια την κομμουνιστική ιδεολογία. Μια τέτοια παραδοχή, αν γινόταν, θα αποτελούσε προοίμιο μιας θεμελιώδους αλλαγής, όπως και συνέβη τελικά με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.
Η σύγκριση προφανώς δεν έχει κυριολεκτικό χαρακτήρα, ωστόσο υπογραμμίζει το μέγεθος της πολιτικής και οικονομικής αναταραχής που φαίνεται να βρίσκεται σε εξέλιξη. Για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, η Γερμανία δεν εμφανίζεται ως σταθερή δύναμη που κατευθύνει τις εξελίξεις στην ΕΕ, αλλά ως χώρα που αμφισβητεί ανοιχτά την αποτελεσματικότητα των ενωσιακών πολιτικών και αναζητεί αλλαγές.
Και το ερώτημα που τίθεται, δικαίως, είναι αν αυτή η δυσφορία μπορεί να αποτελέσει τον προάγγελο μιας βαθύτερης κρίσης συνοχής εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα μπορούσε η ΕΕ, υπό το βάρος οικονομικών πιέσεων, ενεργειακών αδιεξόδων και εσωτερικών αντιθέσεων, να οδηγηθεί σε μια διαδικασία αποδόμησης, όπως συνέβη με τη Σοβιετική Ένωση; Οι περισσότεροι ειδικοί θεωρούν ένα τέτοιο σενάριο υπερβολικό. Ωστόσο, αναγνωρίζουν ότι οι σημερινές εξελίξεις αποκαλύπτουν μια δομική αδυναμία του ευρωπαϊκού μοντέλου: την δυσκολία των θεσμών να προσαρμοστούν γρήγορα σε ραγδαίες οικονομικές και γεωπολιτικές αλλαγές.
Το μόνο σίγουρο είναι πως η Ευρώπη εισέρχεται σε μια περίοδο έντονης αναθεώρησης. Η γερμανική κρίση δεν αφορά μόνο την ίδια τη Γερμανία. Αφορά το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τη θέση της ΕΕ στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και την ικανότητά της να προσφέρει στα κράτη-μέλη της τις συνθήκες που χρειάζονται για ανάπτυξη και σταθερότητα.
Εν κατακλείδι, το ερώτημα «θα συμβεί το ίδιο και στην Ευρώπη;» παραμένει ανοιχτό. Όχι απαραίτητα ως προάγγελος διάλυσης, αλλά ως προειδοποίηση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, αν θέλει να επιβιώσει και να παραμείνει ισχυρή, πρέπει να ακούσει τα σημάδια της εποχής και να αλλάξει. Οι εξελίξεις στη Γερμανία ίσως αποδειχθούν το καμπανάκι που θα καθορίσει την επόμενη φάση της ευρωπαϊκής ιστορίας.
* Αναπληρωτής Καθηγητής Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών και Προέδρος του Τμήματος Οικονομικών και Διοίκησης του Πανεπιστήμιου Νεάπολις Πάφος