“Όλοι έχουν ένα σχέδιο… μέχρι να δεχθούν γροθιά στο πρόσωπο”, είπε κάποτε ο πρώην πρωταθλητής βαρέων βαρών Μάικ Τάισον. Αντικαθιστώντας το ρινγκ με την πολιτική σκηνή, όλοι έχουν ένα σχέδιο για τη μείωση του αμερικανικού χρέους – μέχρι να δεχθούν τη “γροθιά” της αγοράς ομολόγων.

Το σχέδιο του Ντόναλντ Τραμπ για τη διαχείριση του χρέους συνοψίζεται ως εξής: δραστικές περικοπές στο δημόσιο τομέα και σε προγράμματα όπως το Medicaid και οι επιδοτήσεις για καθαρή ενέργεια, που δεν συνάδουν με τις πολιτικές του προτεραιότητες. Στην πλευρά των εσόδων, παράταση των φοροαπαλλαγών της πρώτης θητείας του, με τα αυξημένα έσοδα από δασμούς να καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της διαφοράς. Σύμφωνα με τη λογική της διαβόητης “Καμπύλης Laffer”, οι φοροαπαλλαγές θα τονώσουν την οικονομία, αυξάνοντας τα δημόσια έσοδα, ακόμη και με μειωμένους φορολογικούς συντελεστές.

Δεν πρόκειται για σχέδιο που βρίσκει οικουμενική αποδοχή. Πολλοί θεωρούν ότι η υγειονομική περίθαλψη είναι βασικό δικαίωμα που θα πρέπει να επεκτείνεται, όχι να περιορίζεται. Άλλοι επιθυμούν ένα βιώσιμο περιβάλλον για τις μελλοντικές γενιές. Παρ’ όλα αυτά, ο Τραμπ επιδεικνύει ενεργητικότητα και φαντασία επιχειρώντας να μεταβεί από τη φορολογία στους δασμούς – μια λύση “δύο σε ένα” που φιλοδοξεί να δώσει ώθηση στη μεταποίηση, χωρίς να αποστραγγίσει το δημόσιο ταμείο.

Ωστόσο, κάποια στιγμή η ασίγαστη ορμή του “Make America Great Again” συναντά το ακλόνητο εμπόδιο της αριθμητικής του ελλείμματος. Και τότε, κάποιος πρέπει να υποχωρήσει. Το 2024, ο Τραμπ κληρονόμησε ένα δημοσιονομικό έλλειμμα ύψους 6,4% του ΑΕΠ, έναντι μέσου όρου 3,8% την τελευταία πεντηκονταετία – μια περίοδο που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008 και την πανδημία. Ακόμη και με τις υποτιθέμενες εξοικονομήσεις από το λεγόμενο “Υπουργείο Κυβερνητικής Αποδοτικότητας” του Έλον Μασκ και τα έσοδα από τους δασμούς, οι προβλέψεις του Bloomberg Economics δείχνουν ότι το φετινό έλλειμμα δύσκολα θα πέσει κάτω από το 6% του ΑΕΠ.

Αιτίες

Με άλλα λόγια, ο Τραμπ κινεί τον δείκτη του ελλείμματος, αλλά όχι αρκετά. Υπάρχουν τέσσερις βασικοί λόγοι που, με την τρέχουσα πορεία, οι ΗΠΑ κατευθύνονται προς κρίση χρέους.

Πρώτον, το νομοσχέδιο “One Big Beautiful Bill”, που εγκρίθηκε από το Κογκρέσο, μειώνει περισσότερο τους φόρους απ’ ό,τι τις δαπάνες. Αναμενόμενο, καθώς οι φοροαπαλλαγές είναι δημοφιλείς, ενώ οι περικοπές δαπανών όχι. Αν περάσει στην υφιστάμενη μορφή του, θα προσθέσει περίπου 2,4 τρισ. δολάρια στο εθνικό χρέος των ΗΠΑ μέσα στην επόμενη δεκαετία.

Δεύτερον, παρά τις επικοινωνιακές του εξάρσεις, ο Μασκ κατάφερε μόνο 180 δισ. δολάρια σε περικοπές δαπανών, πολύ κάτω από τον στόχο των 2 τρισ. δολαρίων. Κι αυτό με βάση τους ισχυρισμούς του ίδιου του DOGE. Πολλοί εντοπίζουν λογιστικές ασάφειες, διπλομετρήσεις ακυρωμένων συμβάσεων και ενδεχόμενα μελλοντικά κόστη από απολυμένους δημοσίους υπαλλήλους που προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη. Οι πραγματικές εξοικονομήσεις ίσως αποδειχθούν πολύ μικρότερες.

Τρίτον, ακόμη κι αν οι δασμοί διατηρηθούν στα σημερινά επίπεδα – ένα μεγάλο “αν” – θα αποφέρουν περίπου 2,5 τρισ. δολάρια την επόμενη δεκαετία. Αυτό καλύπτει, χονδρικά, το κόστος του Big Beautiful Bill, αλλά δεν μειώνει ουσιαστικά το έλλειμμα.

Γιατί; Ο Τραμπ αύξησε τους εισαγωγικούς δασμούς κατά μέσο όρο στο 13% και το 2023 οι ΗΠΑ εισήγαγαν αγαθά αξίας 3,3 τρισ. δολαρίων. Τα έσοδα από δασμούς θα έπρεπε να ξεπερνούν τα 4 τρισ. δολάρια. Όμως, η λογική της καμπύλης Laffer ισχύει και για τους δασμούς: όσο πιο ακριβές οι εισαγωγές, τόσο περισσότερο στρέφεται η αγορά στα εγχώρια προϊόντα.

Τέταρτον, η αγορά ομολόγων έχει αρχίσει να ρίχνει τις δικές της γροθιές. Μια δημοφιλής θεωρία στους Δημοκρατικούς αναλυτές είναι ότι η διάβρωση της εμπιστοσύνης στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης έχει αφήσει τους “χαμηλής πληροφόρησης” ψηφοφόρους εκτεθειμένους σε διαστρεβλωμένες πραγματικότητες. Οι αγορές, όμωςδεν ζουν σε “φούσκες πληροφόρησης” – και δεν τους αρέσει αυτό που βλέπουν.

Τον Μάιο, ο οίκος Moody’s υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ, ακολουθώντας τις S&P και Fitch. Η αξιολόγηση μειώθηκε από Aaa σε Aa1 – μια υποβάθμιση με συμβολική και ουσιαστική σημασία. Αν και δεν προκλήθηκε πανικός, σημειώθηκε μερική “απεργία αγοραστών”, με τα 30ετή ομόλογα να ξεπερνούν προσωρινά σε απόδοση το 5%.

Οι υψηλότερες αποδόσεις αντικατοπτρίζουν τον αδυσώπητο νόμο προσφοράς και ζήτησης: το αυξημένο έλλειμμα απαιτεί περισσότερες εκδόσεις χρέους, άρα περισσότερη προσφορά. Η ζήτηση όμως από χώρες όπως η Κίνα και η Σαουδική Αραβία έχει περιοριστεί. Άρα, το αμερικανικό Δημόσιο θα πρέπει να πληρώνει υψηλότερο επιτόκιο, αυξάνοντας κι άλλο το έλλειμμα. Το 2021, οι τόκοι του χρέους ισοδυναμούσαν με 1,5% του ΑΕΠ· μέχρι το 2034, μπορεί να φτάσουν το 6%.

Λύσεις

Η κομματική ακαμψία εμποδίζει ουσιαστικές λύσεις. Οι Ρεπουμπλικάνοι αρνούνται τις αυξήσεις φόρων· οι Δημοκρατικοί απορρίπτουν περικοπές σε Social Security, Medicare και Medicaid. Χωρίς αυξημένα έσοδα ή μειωμένες δαπάνες, δεν υπάρχει τρόπος να περιοριστεί ουσιαστικά το χρέος. Από 98% του ΑΕΠ το 2024, προβλέπεται να φτάσει 126% το 2034 – ή αλλιώς, μια υποθήκη 155.000 δολαρίων ανά Αμερικανό πολίτη.

Τι μπορεί να γίνει; Πρώτον, αύξηση φόρων. Στη δεκαετία του 1970, ο ανώτατος συντελεστής ήταν άνω του 70% και η ανάπτυξη 3,2%. Σήμερα, ο μέγιστος συντελεστής είναι 37% και η ανάπτυξη μόλις 2,5%. Οι φόβοι ότι οι φόροι σκοτώνουν την ανάπτυξη είναι υπερβολικοί.

Δεύτερον, μείωση δαπανών. Τα προγράμματα πρόνοιας δεν χρειάζεται να καταργηθούν. Στοχευμένες παροχές και σταδιακή αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης μπορούν να μειώσουν τα κόστη. Παράλληλα, η πολιτική “America First” δίνει περιθώρια περικοπών στον προϋπολογισμό άμυνας που αγγίζει το 1 τρισ. δολάρια.

Απόδοση – Επιμέλεια: Γιώργος Δ. Παυλόπουλος

BloombergOpinion