Του Andreas Kluth
Ο Ντόναλντ Τραμπ χρησιμοποιεί ολοένα και περισσότερο τις περίφημες υπηρεσίες κατασκοπείας της Αμερικής όπως ένας μεθυσμένος άνθρωπος χρησιμοποιεί τους φανοστάτες: για υποστήριξη και όχι για φωτισμό. Και αυτό αποτελεί μια τεράστια, αν και αργή και συχνά αόρατη, απειλή για την εθνική ασφάλεια.
Εάν ο πρόεδρος και οι επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών του συνεχίσουν να δίνουν σήμα στους κατάσκοπους, τους πράκτορες και τους αναλυτές σε όλη τη λεγόμενη κοινότητα πληροφοριών (IC) ότι οι ανεξάρτητες, ειλικρινείς και μη πολιτικά υποκινούμενες εκτιμήσεις των απειλών και των κινδύνων ανήκουν στο παρελθόν, ενώ προτάσσεται η υποκινούμενη λογική (“motivated reasoning”), [σσ. η προκατειλημμένη επεξεργασία πληροφοριών σύμφωνα με τα επικρατούντα κίνητρα (Kunda, 1987)] και η αγελαία σκέψη (“Groupthink”), οι καλύτεροι θα φύγουν και οι χειρότεροι θα αναρριχηθούν. Η εμπιστοσύνη στις διαδικασίες και τα αποτελέσματα της IC θα μειωθεί και οι συμμαχικές χώρες θα μοιράζονται λιγότερες πληροφορίες. Η προσοχή θα στραφεί σε ό,τι απασχολεί τον Τραμπ, ενώ άλλοι κίνδυνοι θα αγνοηθούν – κίνδυνοι που, με τον καιρό, μπορεί να σκοτώσουν Αμερικανούς.
Αυτή η δυναμική φαίνεται να αναδύεται ως μέρος μιας ολοένα και πιο θρασύτατης εργαλειοποίησης της IC για πολιτικούς σκοπούς. Η κυβέρνηση διεξάγει αυτή την εκστρατεία με μια οργουελική επικοινωνιακή στρατηγική που παρουσιάζει τη δική της καταστολή ως αναγκαία διόρθωση της αμαρτίας που διαπράττει: Σε μια αδιέξοδη προσπάθεια αντιστροφής της πραγματικότητας, οι επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, Τούλσι Γκάμπαρντ, και της CIA, Τζον Ράτκλιφ, ισχυρίζονται αμφότεροι ότι ενεργούν για να “τερματίσουν την εργαλειοποιηση της κυβέρνησης εναντίον των Αμερικανών” και “να εξαλείψουν την ανάμιξη της πολιτικής που έλαβε χώρα στην κοινότητα πληροφοριών από κακούς παράγοντες στο παρελθόν”.
Ας κάνουμε ένα βήμα πίσω. Οι υπηρεσίες κατασκοπείας της Αμερικής – ή οποιασδήποτε χώρας – δεν ήταν ποτέ, ούτε θα μπορούσαν ποτέ να είναι, εντελώς απαλλαγμένες από την πολιτική ή την αγελαιοποίηση της σκέψης, επειδή η γνωστική προκατάληψη είναι ανθρώπινη. Αυτή η διαπίστωση απαιτεί επιπλέον δόσεις αυτογνωσίας, ακεραιότητας και “διανοητικής ταπεινότητας”.
Οι αποτυχίες των υπηρεσιών πληροφοριών που οφείλονται σε προκαταλήψεις είναι γνωστές, κυρίως οι καταστροφικά λανθασμένες εκτιμήσεις που οδήγησαν στην εισβολή στο Ιράκ το 2003. Αλλά αυτές οι ελλείψεις ήταν σφάλματα και όχι χαρακτηριστικά του συστήματος. Οδήγησαν, όπως πρέπει πάντα να γίνεται, σε μεταρρυθμίσεις, µε νέα νοµοθεσία και πρότυπα αντικειμενικότητας και πολιτικής ανεξαρτησίας.
Οι επερχόμενες αποτυχίες των μυστικών υπηρεσιών επί κυβέρνησης Τραμπ, αντιθέτως, δεν θα είναι απαραίτητα τυχαίες, υποστηρίζει ο Μπράιαν Ο’Νιλ, πρώην εργαζόμενος στη CIA και σε άλλες υπηρεσίες, ο οποίος διδάσκει πλέον επί του θέματος. Αντιθέτως, “θα κατασκευάζονται. Σε αυτό το σύστημα, η επόμενη αποτυχία των μυστικών υπηρεσιών δεν θα αποτελεί έκπληξη. Θα είναι μια επιλογή”.
Οι διάφορες υπηρεσίες της Αμερικής – η Γκάμπαρντ εποπτεύει 18 – αισθάνονται πίεση να ευθυγραμμιστούν “με τα ένστικτα του προέδρου και με το αφήγημά του”, για να επιδείξουν αφοσίωση και να ενισχύσουν τους κομπασμούς και τους ισχυρισμούς του, λέει ο Ο’Νιλ. Οι πράκτορες που παράγουν εκτιμήσεις που δεν αρέσουν στον πρόεδρο αισθάνονται γρήγορα την πίεση. Μπορεί να πάρουν άδεια, να μετακινηθούν, να απολυθούν. Ή μπορεί να χάσουν την εξουσιοδότησή τους ή να βρεθούν στο στόχαστρο ερευνών για διαρροές και να υποβληθούν σε ανιχνευτές ψεύδους.
Μερικές φορές το αποτέλεσμα είναι περισσότερο παράξενο παρά καταστροφικό. Αφού ο Τραμπ κατέστησε σαφές ότι θέλει να καταλάβει τη Γροιλανδία, η Γκάμπαρντ έδωσε εντολή στις υπηρεσίες να συγκεντρώσουν πληροφορίες σχετικά με το εν λόγω έδαφος, το οποίο αποτελεί μέρος της Δανίας, ενός από τους στενότερους συμμάχους της Αμερικής και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση απειλή για την ασφάλεια. Ίσως αυτοί οι πράκτορες θα μπορούσαν να είχαν αξιοποιηθεί καλύτερα ερευνώντας, ας πούμε, τις ρωσικές προσπάθειες να τοποθετήσουν πυρηνικά στο διάστημα.
Άλλες φορές η πολιτικοποίηση είναι προφανώς κακόβουλη. Για να δικαιολογήσει τις μαζικές απελάσεις μεταναστών από τη Βενεζουέλα, ο Τραμπ θέλησε να επικαλεστεί έναν νόμο που γράφτηκε για περιπτώσεις εισβολής από ξένο έθνος, και γι’ αυτό χρειαζόταν να δείξει ότι μια εγκληματική συμμορία από τη Βενεζουέλα υποστηρίζεται από την κυβέρνησή της. Αλλά το Εθνικό Συμβούλιο Πληροφοριών, μέρος της ομάδας της Γκάμπαρντ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Έτσι, το συμβούλιο κλήθηκε να επανεξετάσει την υπόθεση και να ξαναγράψει την έκθεση του. Η δεύτερη αξιολόγηση κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα με την πρώτη. Τότε η Γκάμπαρντ απέλυσε τους δύο κορυφαίους αξιωματούχους του Συμβουλίου.
Όπως πάντα, η Γκάμπαρντ ισχυρίστηκε ότι ήταν εκείνη που προσπαθούσε να διορθώσει την ανάμιξη της πολιτικής στην υπηρεσία της και όχι εκείνη που η ίδια διέπραττε. Όμως ο Τόμας Φίνγκαρ, πρώην πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Πληροφοριών (ο οποίος τώρα εργάζεται στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ), μου είπε ότι οι δύο αξιωματούχοι, τους οποίους γνωρίζει, είναι άξιοι εμπιστοσύνης και ότι η απόλυσή τους στέλνει ένα “καταδικαστικό και επικίνδυνο μήνυμα στην κοινότητα” – ουσιαστικά, “μασήστε τα λόγια σας”. (Την πρώτη ημέρα της δεύτερης θητείας του, ο Τραμπ αφαίρεσε τις διαπιστεύσεις ασφαλείας του Φίνγκαρ επειδή είχε συνυπογράψει κάποτε μια ανοιχτή επιστολή που προειδοποιούσε για ρωσική ανάμιξη στις εκλογές του 2020).*
Η κοινότητα πληροφοριών δεν έδειξε καλύτερη εικόνα μετά την εντολή του Τραμπ για τον βομβαρδισμό των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν. Αυτές “εξαλείφθηκαν”, υπερηφανεύτηκε ο πρόεδρος σχεδόν αμέσως, πολύ πριν από οποιαδήποτε σωστή εκτίμηση των ζημιών. Αλλά μια πρώιμη ανάλυση από την Υπηρεσία Πληροφοριών Άμυνας, μέρος του Πενταγώνου, διαπίστωσε ότι το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν μπορεί να είχε ανασταλεί μόνο κατά μερικούς μήνες. Η Γκάμπαρντ, ο Ράτκλιφ και άλλοι, ωστόσο, πλάσαραν την αφήγηση του προέδρου και συντάχθηκαν μαζί του στην καταδίκη των μέσων ενημέρωσης. Στην πραγματικότητα, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει την πραγματική ζημιά στο Ιράν για αρκετό καιρό, και οι έντιμοι διευθυντές των μυστικών υπηρεσιών θα έπρεπε απλά να το πουν.
Αυτή η ανησυχητική πορεία δείχνει προς την κουλτούρα των μυστικών υπηρεσιών στις αυταρχικές χώρες. Ο Μάικλ Χέιντεν, πρώην διευθυντής της NSA και της CIA, και ο Ντέιβιντ Τζιοέ, πρώην αναλυτής της CIA, έχουν σημειώσει ότι ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν, για παράδειγμα, δημιούργησε συνθήκες “στις οποίες οι υφιστάμενοι του του έλεγαν μόνο ό,τι ήθελε να ακούσει”. Την παραμονή της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, αυτή η δυναμική μεταδόθηκε τηλεοπτικά με κωμικοτραγικό τρόπο, όταν ο Πούτιν εκφόβισε τον επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών του (“Μίλα ξεκάθαρα!”) να επαναλάβει τις εκτιμήσεις πίσω από την επικείμενη “ειδική στρατιωτική επιχείρηση” που ο ίδιος ήθελε να ακούσει, και οι οποίες αποδείχθηκαν λανθασμένες σε όλα τα επίπεδα.
Η Αμερική, παρά τις δικές της αποτυχίες σχετικά με τις μυστικές υπηρεσίες, δεν ήταν έτσι. Έχοντας επίγνωση και ειλικρίνεια σχετικά με τις ανθρώπινες αδυναμίες, καλλιέργησε ένα ηθικό πλαίσιο στις υπηρεσίες πληροφοριών για να ξεπεράσει την προκατάληψη: κάνοντας άβολες ερωτήσεις, διατηρώντας αυστηρά πολιτικά ουδέτερη στάση, λέγοντας στους ηγέτες αυτά που δεν ήθελαν να ακούσουν, τονίζοντας, αντί να κρύβουν, την αβεβαιότητα και αγνοώντας εικονικά τεστ όπως η αφοσίωση, επιδιώκοντας την αντικειμενικότητα και την αλήθεια. Ο στόχος δεν ήταν να ενισχυθούν τα εκάστοτε αφηγήματα, αλλά να βοηθήσουν τους προέδρους να λάβουν καλύτερες αποφάσεις.
Αυτή η ηθική υπήρξε ένα τεράστιο, αν και συχνά αφανές, πλεονέκτημα για να παραμείνει η Αμερική και ο κόσμος όσο το δυνατόν πιο ασφαλείς. Η απώλειά της τώρα θα αποδειχθεί όχι μόνο δύσκολα αναστρέψιμη, αλλά και δυνητικά τραγική.
*Αυτή ήταν μόνο μία περίπτωση στη συνεχιζόμενη τιμωρητική εκστρατεία του Τραμπ εναντίον πρώην αξιωματούχων των μυστικών υπηρεσιών: Αυτή την εβδομάδα, το FBI δήλωσε ότι, μετά από παραπομπή του Ράτκλιφ, διερευνούσε τον ίδιο τον πρώην διευθυντή του, τον Τζέιμς Κόμεϊ, και έναν από τους προκατόχους του Ράτκλιφ στη CIA, τον Τζον Μπρέναν, για τους ρόλους τους στη διερεύνηση της ανάμειξης της Ρωσίας στις εκλογές του 2016.
Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου