Ένα από τα μειονεκτήματα της συχνής απειλής του Ντόναλντ Τραμπ να επιβάλει δασμούς, να επιτεθεί ή ακόμη και να “υποτάξει” άλλες χώρες είναι ότι δυσκολεύεται να καλλιεργήσει φιλικές σχέσεις με ξένους ηγέτες. Μία από τις ελάχιστες εξαιρέσεις ήταν ο Ζαΐρ Μπολσονάρο, πρόεδρος της Βραζιλίας κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ στον Λευκό Οίκο.
Οι δύο άνδρες είχαν πολλά κοινά. Ακροδεξιοί λαϊκιστές, αμφότεροι αμφισβήτησαν δικαιώματα της LGBTQ κοινότητας, περιέκοψαν χρηματοδοτήσεις πανεπιστημίων και χαλάρωσαν περιβαλλοντικούς κανονισμούς. Και οι δύο λατρεύτηκαν από ένθερμους υποστηρικτές, αλλά προκάλεσαν και μίσος. Και οι δύο αρνήθηκαν να παραδεχθούν την ήττα τους σε καθαρές εκλογικές αναμετρήσεις, επικαλούμενοι αβάσιμες καταγγελίες εκλογικής νοθείας, με τους οπαδούς τους να εισβάλλουν σε κυβερνητικά κτίρια σε αποτυχημένες απόπειρες ανατροπής της εκπεφρασμένης λαϊκής βούλησης.
Ο Μπολσονάρο αποκαλούσε χαϊδευτικά τον Τραμπ “Cenourão” (“Μεγάλο Καρότο”), ενώ ο Αμερικανός πρόεδρος τού είχε αποστείλει ενθύμιο με την αφιέρωση: “Ζαΐρ – Είσαι σπουδαίος”.
Για κάποια χρόνια οι πορείες τους απέκλιναν, όμως η πρόσφατη επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία επανέφερε τη φιλία τους στο προσκήνιο. Ο Μπολσονάρο, κατηγορούμενος για απόπειρα πραξικοπήματος και εν αναμονή της δίκης του, ζήτησε από τον παλιό του σύμμαχο να παρέμβει υπέρ του. Ο Τραμπ ανταποκρίθηκε, απειλώντας τον Ιούλιο με δασμούς 50% “σε όλα τα βραζιλιάνικα προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ”, εκτός εάν η κυβέρνηση της Βραζιλίας ανέστελλε τις διώξεις.
Σε επιστολή του προς τον Βραζιλιανό πρόεδρο Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, ο Τραμπ χαρακτήρισε τη δίκη “κυνήγι μαγισσών” που πρέπει να λήξει άμεσα, ενώ κατηγόρησε τον Λούλα για “επιθέσεις στη δημοκρατία και την ελευθερία του λόγου“. Ο Λούλα αντέδρασε δηλώνοντας: “Η Βραζιλία είναι κυρίαρχο κράτος με ανεξάρτητους θεσμούς και δεν θα δεχθεί καμία μορφή επιτροπείας”.
Αν και ο Τραμπ τελικά υποχώρησε από την αρχική καθολική απειλή, επέβαλε στοχευμένους δασμούς σε βασικά προϊόντα, όπως καφές και βοδινό, εξαιρώντας όμως στρατηγικά εξαγώγιμα αγαθά όπως αεροσκάφη, λιπάσματα και πετρέλαιο. Η επιλεκτική στάση του υποδήλωνε ότι, ακόμη και ένας πρόεδρος που συχνά παραβιάζει τα όρια της εξουσίας του, αντιλαμβάνεται πως η υπόθεση Μπολσονάρο μοιάζει περισσότερο με προσωπική εξυπηρέτηση παρά με εθνικό συμφέρον.
Στον Λευκό Οίκο, η αναπληρώτρια εκπρόσωπος Τύπου Άννα Κέλι δικαιολόγησε την παρέμβαση, κατηγορώντας την κυβέρνηση Λούλα ότι παραβιάζει δικαιώματα Αμερικανών πολιτών και επιχειρήσεων. “Ο πρόεδρος Τραμπ θα υπερασπίζεται πάντα εκείνο που είναι σωστό”, τόνισε.
Δόγμα
Η εξωτερική πολιτική του Τραμπ δύσκολα εντάσσεται σε παραδοσιακά δόγματα. Δεν είναι ακριβώς απομονωτιστής – έχει εγκρίνει στρατιωτικά πλήγματα στην Υεμένη και κατά των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν – αλλά ούτε και συνεπής παρεμβατιστής, αφού υπόσχεται αποφυγή μακροχρόνιων εμπλοκών και επιστροφή στρατευμάτων από το εξωτερικό. Ο ίδιος επιμένει ότι κριτήριο των αποφάσεών του είναι το σύνθημα “America First”. Ωστόσο, η επιμονή του να σώσει τον Μπολσονάρο δείχνει ότι η προτεραιότητα δεν είναι πάντα οι ΗΠΑ, αλλά συχνά το προσωπικό του συμφέρον.
Ο αναλυτής Μάθιου Κρένιγκ του Atlantic Council σημειώνει ότι ο χάρτης του κόσμου για τον Τραμπ είναι χωρισμένος με τη λογική “οι ΗΠΑ και όλοι οι άλλοι“. Γι’ αυτό και αντιμετωπίζει συμμάχους και αντιπάλους με την ίδια οπτική: αν μια χώρα θεωρείται ότι “εκμεταλλεύεται” τις ΗΠΑ μέσω εμπορικών συμφωνιών, δικαιολογείται η επιβολή δασμών, ανεξαρτήτως πολιτικού συστήματος.
Ο Μαξ Μπέργκμαν του CSIS υπογραμμίζει ότι παραδοσιακά η Ουάσιγκτον έβλεπε τις διεθνείς σχέσεις μέσα από το πρίσμα κοινών αξιών, ενώ τώρα η λογική του Τραμπ είναι καθαρά συναλλακτική. Το αποτέλεσμα είναι μερικές φορές θεαματικό: ανάγκασε χώρες του ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες και έδειξε απρόβλεπτη σκληρότητα απέναντι στο Ιράν. Ωστόσο, η αψυχολόγητη τακτική του έχει οδηγήσει και σε γκάφες, όπως η εμμονή του με την “αγορά” της Γροιλανδίας από τη Δανία ή η προσπάθειά του να εμφανίσει τον Ζελένσκι ως επιτιθέμενο στον πόλεμο της Ουκρανίας.
Στο πεδίο του διεθνούς εμπορίου, ο Τραμπ έχει πετύχει να επιβάλει όρους σε εταίρους όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιαπωνία και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Τον Ιούλιο, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν αναγκάστηκε να αποδεχθεί δασμούς 15% στις περισσότερες ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, προκαλώντας οργή σε κράτη-μέλη της Ένωσης των 27 χωρών. Ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν μάλιστα δήλωσε χαρακτηριστικά: “Αυτό δεν είναι συμφωνία. Ο Τραμπ έφαγε τη φον ντερ Λάιεν για πρωινό”.
Διαφοροποίηση
Αναλυτές τονίζουν ότι, σε αντίθεση με τους προκατόχους του, ο Τραμπ δεν πιστεύει στις μακροχρόνιες συμμαχίες. “Αν δεν κάνεις μια πολύ καλή συμφωνία εδώ και τώρα μαζί του, είσαι εξίσου κακός με τον χειρότερο εχθρό του”, σχολιάζει η Ρέιτσελ Τάουσεντφροϊντ του Γερμανικού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων. Στην Ευρώπη συζητείται πλέον μια στρατηγική “διαφοροποίησης”, με άνοιγμα σε νέες αγορές σε Ασία, Αφρική και Λατινική Αμερική, ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από τις ΗΠΑ.
Το αν οι δασμοί του Τραμπ θα αποδώσουν παραμένει αβέβαιο. Οι οικονομικές συνέπειες δεν έχουν ακόμη φανεί πλήρως, ενώ αρκετοί εμπορικοί εταίροι δεν έχουν καταλήξει σε συμφωνία με την Ουάσιγκτον. Στη Βραζιλία, πάντως, η σκληρή επιστολή του προς τον Λούλα είχε το αντίθετο αποτέλεσμα: ενίσχυσε την πολιτική του θέση, ανεβάζοντας την αποδοχή του ενόψει των επόμενων προεδρικών εκλογών.
Ο Μπολσονάρο, αντίθετα, παραμένει σε δυσμενή θέση: αναμένει τη δίκη του, θεωρείται ύποπτος φυγής και τελεί σε κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση. Το δόγμα “Trump First” μπορεί να του χάρισε τη διεθνή προσοχή, όχι όμως και την ελευθερία που επιζητούσε.