Του Lionel Laurent

Η Δανία είναι γνωστή για τους ευτυχισμένους πολίτες της, τον “cozy” τρόπο ζωής και εταιρείες όπως η ζυθοποιία Carlsberg και η Novo Nordisk, κατασκευάστρια του Ozempic. Αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο πολιτικοί από τη Γερμανία, την Αυστρία και τώρα το Ηνωμένο Βασίλειο έρχονται στη χώρα, πρόθυμοι να μάθουν περισσότερα για το “δανικό μοντέλο”. Αυτό που θέλουν να μάθουν είναι πώς μια κεντροαριστερή κυβέρνηση κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές και να νικήσει την ακροδεξιά, υιοθετώντας παράλληλα σκληρή στάση απέναντι στους μετανάστες. Και, ακόμη πιο σημαντικό: θα μπορούσε να λειτουργήσει και για αυτούς;

Το μοντέλο της Δανίας: Πώς αντιμετώπισε το μεταναστευτικό και -μαζί- την ακροδεξιά

Είναι πράγματι σπάνιο να βλέπουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση ηγέτες της αριστεράς όπως η Μέττε Φρέντερικσεν στην εξουσία, πόσο μάλλον να συνδυάζουν αυτό που η ίδια αποκαλεί “αυστηρές αλλά όχι τρελές” αντιμεταναστευτικές πολιτικές με δαπάνες υπέρ της κοινωνικής πρόνοιας. Δεν επινόησε η ίδια αυτή την προσέγγιση, η οποία ξεκίνησε πριν από δύο δεκαετίες με την καταστολή της επανένωσης των οικογενειών των μεταναστών και τη διασφάλιση ότι οι νεοαφιχθέντες θα μπορούσαν να πληρώνουν για τις ανάγκες τους. Αλλά μετά την πολιτική αυτή “αποκάλυψη” στη δεκαετία του 2010, βλέποντας τις εργατικές τάξεις να αποστατούν προς την ακροδεξιά, τις κέρδισε ξανά με μια ακόμη πιο σκληρή στροφή.

Το μοντέλο της Δανίας στο σύνολό του δεν μπορεί να αποτελέσει εξαγώγιμο “προϊόν” με την ίδια ευκολία όσο ένα μπουκάλι Carlsberg. Η δύσκολη διαδικασία απόκτησης ιθαγένειας, η κατάσχεση κοσμημάτων από τις αρχές στα σύνορα* – για να βοηθήσουν στην κάλυψη των εξόδων διαβίωσης των νεοαφιχθέντων – και αυτό που μια ΜΚΟ αποκαλεί “μη λύση” στο πρόβλημα των προσφυγικών ροών δεν μπορούν αντιγραφούν εύκολα από χώρες με πληθυσμό δέκα φορές μεγαλύτερο και με διαφορετικό εκλογικό τοπίο. Ακόμα και αν η εποχή της Άνγκελα Μέρκελ που καλωσόριζε τους πρόσφυγες με το “wir schaffen das!” (μπορούμε να το κάνουμε!) μοιάζει πια με αρχαία ιστορία, με ακόμη και τους ανοιχτόκαρδους Σουηδούς να στρέφονται προς το κλείσιμο των συνόρων, η προσπάθεια να αντιμετωπίσεις τους λαϊκιστές με λαϊκισμό τείνει τελικά να τους ενισχύει.

Υπάρχει όμως ένας παράγοντας του μοντέλου της Δανίας που θα επικρατήσει: η αντίληψη ότι ορισμένοι μετανάστες αποτελούν οικονομικό βάρος και όχι όφελος για το κράτος πρόνοιας, και ότι οι πολιτικές πρέπει να αλλάξουν αναλόγως. Αυτό είναι μάλλον αναπόφευκτο σε μια ήπειρο όπου η επιβράδυνση της ανάπτυξης, η γήρανση του πληθυσμού και η αύξηση των τιμών έχουν κάνει τους νέους ψηφοφόρους και τους εργαζόμενους εξαιρετικά ευαίσθητους σε όσους φαίνεται να αποκομίζουν περισσότερα από το σύστημα από ό,τι συνεισφέρουν.

οπινιον 18/11

Αυτό ήταν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν οι David Pinkus και Jacob Kirkegaard σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα από το think tank Bruegel, το οποίο διαπίστωσε ότι η πορεία της Δανίας στο μεταναστευτικό ζήτημα έχει οδηγήσει σε μεγαλύτερη επιλεκτικότητα και όχι σε μείωση των αφίξεων. Οι ετήσιες νέες άδειες διαμονής έχουν σχεδόν τετραπλασιαστεί σε δύο δεκαετίες, αλλά το ποσοστό που χορηγείται σε αιτούντες άσυλο και οικογένειες προσφύγων έχει μειωθεί δραματικά (εξαιρουμένης της Ουκρανίας). Η ισορροπία έχει μετατοπιστεί προς τη μετανάστευση με βάση την εργασία ή την εκπαίδευση.

Η στροφή εναντίον ορισμένων τύπων μεταναστών είναι κακή από ανθρωπιστική άποψη. Ωστόσο, από μια πλήρως οικονομική άποψη, είναι πιο βιώσιμη για γενναιόδωρα κράτη πρόνοιας όπως η Δανία, υποστηρίζει η μελέτη. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της δανικής κυβέρνησης που δημοσιεύθηκαν το 2023, οι μετανάστες που εισέρχονται για λόγους εργασίας συνεισφέρουν καθαρά στα δημόσια οικονομικά, ενώ οι αιτούντες άσυλο, οι οικογενειακή επανένωση και άλλες κατηγορίες από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική αποτελούν κόστος. Οι Ολλανδοί διαθέτουν παρόμοια στοιχεία, όπως έχει γράψει ο συνάδελφός μου Matthew Brooker.

Αυτό θα μπορούσε να είναι το μάθημα που πρέπει να πάρουν ορισμένα κόμματα του λεγομένου δημοκρατικού τόξου. Παραδοσιακά, η μετανάστευση θεωρείται ως ένα προφανές πλεονέκτημα από το πολιτικό κέντρο, κυρίως επειδή οι εργοδότες αγαπούν τους “φθηνούς” εργάτες και επειδή αυξάνει το ΑΕΠ (αν και συχνά όχι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ). Ωστόσο, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, Jesus Fernandez-Villaverde, λέει ότι η μεγάλης κλίμακας γήρανση του πληθυσμού της Ευρώπης, η πτώση των γεννήσεων και η στασιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης έχουν αλλάξει αυτούς τους υπολογισμούς. Ο αριθμός των μεταναστών που απαιτείται για να αντισταθμιστούν πλήρως αυτές οι πιέσεις θα ήταν “πρωτοφανής”, θα επιδείνωνε τα δημόσια οικονομικά και θα ενέτεινε τις εντάσεις στην κοινωνία.

Η προσέγγιση της Δανίας έχει τα μειονεκτήματά της. Οι πολιτικές της είναι αυστηρές και γεμάτες αντιφάσεις που ενθαρρύνουν τόσο την ένταξη όσο και τη μισαλλοδοξία. Ούτε η πίεση από την ακροδεξιά έχει εξαφανιστεί. Η κυβέρνηση στην Κοπεγχάγη στοχεύει τώρα στην “κατάχρηση” των φοιτητικών θεωρήσεων (visa).

Ωστόσο, οι πολιτικοί, ειδικά εκείνοι του κεντροαριστερού χώρου, θα δυσκολευτούν να αποφύγουν το ζήτημα των υπερβολικά ανοιχτών συνόρων, ενώ παράλληλα θα υπερασπίζονται το κράτος πρόνοιας. Οι πρόσφατες εκλογές στην Ολλανδία απέδειξαν για άλλη μια φορά ότι οι μετριοπαθείς του κέντρου μπορούν να κερδίσουν αναγνωρίζοντας την εχθρότητα των ψηφοφόρων προς τη μετανάστευση, ενώ παράλληλα υπόσχονται περισσότερες επενδύσεις και υποδομές (όχι μόνο φόρους).

Οι ακροδεξιοί λαϊκιστές έχουν σαγηνεύσει τον κόσμο με μια διπλή υπόσχεση: να καταπολεμήσουν τη μετανάστευση και να φροντίσουν τους “χαμένους” της παγκοσμιοποίησης. Η Δανία δείχνει ότι και οι κεντρώοι μπορούν να παίξουν αυτό το παιχνίδι.

*σσ.: Ο λεγόμενος “νόμος περί κοσμημάτων” του 2016 που επιτρέπει στην αστυνομία να κατάσχει αντικείμενα αξίας, συμπεριλαμβανομένων κοσμημάτων, από αιτούντες άσυλο, προκειμένου να καλύψει τα έξοδα διαβίωσής τους.

BloombergOpinion