Του Scot Montgomery

Σε συζητήσεις μου με εμπειρογνώμονες στην πυρηνική ασφάλεια, ο χρόνος είναι ένας παράγοντας που αναφέρεται συχνά. Από τις ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι έχει περάσει σχεδόν ένας αιώνας και μια μειοψηφία ανθρώπων σε όλο τον κόσμο έχει ζήσει την απειλή -και τον αντίκτυπο- αυτών των γεγονότων. 

Οι εμπειρογνώμονες υποστηρίζουν ότι σήμερα η ανησυχία του κόσμου επικεντρώνεται σε φαινομενικά πιο άμεσες απειλές: κλιματική αλλαγή, τεχνητή νοημοσύνη, πανδημίες. Ακόμη και η κατάρρευση του ελέγχου των πυρηνικών όπλων, η απόκτηση πυρηνικής βόμβας από τη Βόρεια Κορέα και ο “εκσυγχρονισμός” των εθνικών πυρηνικών οπλοστασίων δεν ανησύχησαν επί της ουσίας τους πολίτες ή το πολιτικό προσωπικό.

Στη δεκαετία του 1980, τα οπλοστάσια των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης έφτασαν συνολικά τις 70.000 πυρηνικές κεφαλές. Αυτές περιλάμβαναν “στρατηγικά” όπλα, με εκρηκτική ισχύ από 100 κιλοτόνους έως μεγατόνους και μεγάλη εμβέλεια, και “τακτικά” όπλα, με μικρότερη ισχύ, από 1 κιλοτόνο έως 50 κιλοτόνους, και μικρή εμβέλεια. Για λόγους σύγκρισης, η βόμβα “Little Boy” που κατέστρεψε τη Χιροσίμα είχε εκτιμώμενη ισχύ 15 κιλοτόνους.

Όταν η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε το 1991, ο Πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος ανακοίνωσε μονομερώς την εξάλειψη σχεδόν όλων των αμερικανικών τακτικών πυρηνικών όπλων από την Ευρώπη. Ο Σοβιετικός ηγέτης Γκορμπατσόφ ανταποκρίθηκε και ξεκίνησε μια νέα περίοδος σημαντικής μείωσης των αποθεμάτων.

Ωστόσο, υπό την ηγεσία του Βλαντίμιρ Πούτιν, το πρόγραμμα “εκσυγχρονισμού” της Ρωσίας έχει επαναφέρει τα τακτικά όπλα σε περίπου 2.000, περίπου 10πλάσια από όσα διαθέτουν σήμερα οι ΗΠΑ. Μια στρατηγική που αποσκοπεί στην αποτροπή των ανώτερων συμβατικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ.

Οι ειδικοί ανησυχούν ότι αυτά τα όπλα μπορεί να θεωρηθούν από ορισμένους ηγέτες ως όπλα με πιο “χαλαρό” όριο χρήσης. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι μπαίνουν μαζί με τα συμβατικά όπλα σε σχέδια για στρατιωτική δράση, είτε επιθετική είτε αμυντική.

Τον Νοέμβριο του 2024, το Κρεμλίνο αναθεώρησε επίσημα το πυρηνικό του δόγμα, ώστε να περιλαμβάνει τη χρήση εναντίον οποιασδήποτε επίθεσης που θεωρείται απειλή για τη ρωσική κυριαρχία ή εδαφική ακεραιότητα. Στις μεγάλης κλίμακας στρατιωτικές ασκήσεις Zapad, που πραγματοποιούνται κάθε τέσσερα χρόνια, η Ρωσία δοκιμάζει την πρώτη χρήση πυρηνικών όπλων εδώ και δύο δεκαετίες. Η “χαλάρωση” του ορίου χρήσης πυρηνικών όπλων από το Κρεμλίνο το 2024 θεωρήθηκε από τους αναλυτές ως ιδιαίτερα ανησυχητική, δεδομένου ότι “η Ρωσία είχε ήδη το χαμηλότερο όριο χρήσης πυρηνικών όπλων στον κόσμο”.

Τι μάθαμε από τον πόλεμο στην Ουκρανία;

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 και τα επόμενα χρόνια του πολέμου πρόσθεσαν δύο λόγους ανησυχίας.

Πρώτον, αφού οι ρωσικές δυνάμεις έμειναν στάσιμες λόγω των καιρικών συνθηκών και της σθεναρής αντίστασης των Ουκρανών, ο Πούτιν πρότεινε στον Σι Τζινπίνγκ τη χρήση πυρηνικών όπλων για να αλλάξει την κατάσταση. Σύμφωνα με τον τότε υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν, ο Σι απέρριψε κατηγορηματικά την ιδέα αυτή.

Ο Μπλίνκεν τόνισε ότι οι ΗΠΑ είχαν αρχίσει να ανησυχούν έντονα ότι οι πιθανότητες μιας τέτοιας χρήσης είχαν αυξηθεί από “5% σε 15%”. Στην πραγματικότητα, η CIA είχε αυξήσει το “πυρηνικό σενάριο” τουλάχιστον στο 50%, αν συνεχίζονταν οι στρατιωτικές επιτυχίες των Ουκρανών. Η εκτίμησή τους βασιζόταν σε συνομιλίες υψηλόβαθμων Ρώσων στρατιωτικών που είχαν υποκλαπεί, και στις οποίες αναφέρονταν συγκεκριμένες μονάδες που θα συμμετείχαν στην προετοιμασία των πυρηνικών όπλων.

Δεν θα μάθουμε ποτέ αν ο Πούτιν διέταξε να συγκροτηθεί ένα σχέδιο χρήσης τακτικών πυρηνικών όπλων. Η κατάσταση στο πεδίο της μάχης άλλαξε υπέρ της Ρωσίας, και έτσι έπαψε να υπάρχει το προφανές κίνητρο. Το μάθημα είναι ότι μια μικρής κλίμακας πυρηνική επίθεση, με σκοπό είτε να σκοτώσει είτε να φοβίσει, θα επανέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αν η Ουκρανία αποκτήσει ξανά το πλεονέκτημα στη μάχη, με ή χωρίς τη βοήθεια του ΝΑΤΟ.

Το δεύτερο μάθημα είναι εξίσου ανησυχητικό. Ένας από τους πρώτους στόχους των ρωσικών στρατευμάτων ήταν η κατάληψη του πυρηνικού σταθμού του Τσερνομπίλ. Ήταν μια επίθεση με drones που προκάλεσε σοβαρές ζημιές στη Μονάδας 4, του αντιδραστήρα που εξερράγη το 1986 και παραμένει επικίνδυνα ραδιενεργός.

Έναν μήνα μετά, οι ρωσικές δυνάμεις κατέλαβαν τον πυρηνικό σταθμό της Ζαπορίζια, πολυβολώντας τις εγκαταστάσεις και προκαλώντας ζημιές στα κτίρια. Μετά την κατάληψη του σταθμού, αυτός μετατράπηκε σε βάση επιχειρήσεων για επιθέσεις σε γειτονικές πόλεις. Οι ρωσικές δυνάμεις ναρκοθέτησαν τον σταθμό περιμετρικά και συνέχισαν να τον χρησιμοποιούν ως “ασπίδα” κατά των ουκρανικών αντεπιθέσεων για περισσότερο από ένα χρόνο. Αν και οι έξι αντιδραστήρες ήταν σε ψυχρή διακοπή λειτουργίας, συνέχισε να υπάρχει κίνδυνος για τις αντλίες που λειτουργούσαν για την ψύξη των αντιδραστήρων. Αυτές οι αντλίες απαιτούν 24ωρη τροφοδοσία. Ωστόσο, κατά τη ρωσική κατοχή σημειώθηκαν πολλαπλές διακοπές ρεύματος, με αποτέλεσμα την επαναλαμβανόμενη χρήση γεννητριών ντίζελ έκτακτης ανάγκης. Τον Ιούνιο του 2023, ρωσικά στρατεύματα ανατίναξαν το φράγμα Καχόβκα κοντά στον πυρηνικό σταθμό, προκαλώντας πλημμύρες, περιβαλλοντική καταστροφή και προσωρινή διακοπή της ροής του νερού ψύξης για τις εγκαταστάσεις της Ζαπορίζια.

Από το 2023, ρωσικές επιθέσεις με πυραύλους και drones έχουν στοχεύσει επανειλημμένα υποσταθμούς ηλεκτρικής ενέργειας που τροφοδοτούν τα άλλα τρία πυρηνικά εργοστάσια της Ουκρανίας: το Νότιο Ουκρανικό, το Χμελνίτσκι και το Ρίβνε. Κλιμάκια από τον Διεθνή Οργανισμό Ατομικής Ενέργειας, τον πυρηνικό οργανισμό εποπτείας του ΟΗΕ, επισκέπτονται τακτικά τη Ζαπορίζια και, πιο πρόσφατα, τα άλλα εργοστάσια, περιγράφοντας την κατάσταση ως εξής: “Οι κίνδυνοι για την πυρηνική ασφάλεια εξακολουθούν να είναι πραγματικοί”. Ο επικεφαλής του ΔΟΑΕ Ραφαέλ Γκρόσι πρόσφατα έκανε εκ νέου έκκληση για “τη μέγιστη στρατιωτική αυτοσυγκράτηση στην περιοχή των πυρηνικών εγκαταστάσεων”

Μισό βήμα προς την πρώτη χρήση;

Τα παραδείγματα αυτά μας δείχνουν ότι η δυναμική της πυρηνικής αποτροπής έχει υποχωρήσει σημαντικά. Η ιδέα της πυρηνικής διάστασης ενός πολέμου δεν προκαλεί πλέον τον προληπτικό φόβο και την αίσθηση του ανέφικτου που προκαλούσε στο παρελθόν. Αν και η προσοχή εστιάστηκε περισσότερο στη Ρωσία, το ζήτημα πρέπει να εξεταστεί ευρύτερα.

Οι προηγμένες πυρηνικές και πυραυλικές δυνατότητες της Βόρειας Κορέας, η ανάπτυξη τακτικών όπλων, η νέα στρατιωτική συμμαχία της με τη Ρωσία και ο χαρακτηρισμός της Νότιας Κορέας ως μόνιμου “εχθρικού κράτους” δεν μπορούν να αγνοηθούν. Ούτε μπορεί να αγνοηθεί η συσσώρευση τακτικών όπλων και η απόρριψη της πολιτικής μη πρώτης χρήσης από το Πακιστάν, ούτε, παρά τις πρόσφατες επαναβεβαιώσεις, η αμφισημία -την τελευταία δεκαετία- στη στάση της Ινδίας όσον αφορά τη μη πρώτη χρήση.

Αυτές οι πραγματικότητες συνάδουν με την αύξηση των πυρηνικών αποθεμάτων σε μια εποχή που οι συμφωνίες ελέγχου των όπλων έχουν ουσιαστικά “σβηστεί” χωρίς να υπάρχει προοπτική να αντικατασταθούν.

Οι ανησυχίες σχετικά με την πρώτη χρήση πυρηνικών όπλων σήμερα συνήθως εστιάζουν στις πιθανότητες κλιμάκωσης μιας περιφερειακής σύρραξης λόγω κρίσης, την εσφαλμένη αντίληψη ή τον εσφαλμένο υπολογισμό των προθέσεων ενός αντιπάλου, καθώς και τις αποτυχίες διοίκησης και ελέγχου, που ενδέχεται να αφορούν την ψηφιακή τεχνολογία.

Το μισό βήμα που έχει κάνει το Κρεμλίνο προς τη χρήση πυρηνικών όπλων —είτε με τη μορφή όπλου στο πεδίο της μάχης είτε με τη μορφή ενός πυρηνικού σταθμού που μετατρέπεται σε μια γιγαντιαία “βρώμικη” βόμβα— έχει αυξήσει τις πιθανότητες χρήσης ενός πυρηνικού όπλου. Οι αλλαγές όχι μόνο στις νόρμες, αλλά και στην ψυχολογία που διέπει τη διαχείριση των πυρηνικών όπλων, υποβαθμίζουν την αντίληψη περί καταστροφής, μετατρέπουν το αδιανόητο σε ενδεχόμενο, και αποτελούν έναν ουσιαστικό κίνδυνο για τις επόμενες δεκαετίες.

Forbes