Ο δείκτης μέτρησης του γενικού πληθωρισμού αλλά και των τιμών των τροφίμων υποχωρούν αλλά η αίσθηση στα νοικοκυριά και ευρύτερα σε όσους καταναλώνουν είναι ότι η ακρίβεια εξακολουθεί να υπάρχει, αφού στη μεγάλη τους πλειοψηφία προϊόντα και υπηρεσίες διατηρούν ενσωματωμένες στις σημερινές τους τιμές τις σοβαρές αυξήσεις που προηγήθηκαν την τελευταία διετία.
Επιπλέον, είναι διάχυτη η ανησυχία ότι έπεται νέος κύκλος ανατιμήσεων σε σημαντικό τμήμα του εμπορίου, λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων και της δράσης των ανταρτών Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα, που απειλεί τις αλυσίδες εφοδιασμού.
Ήδη χθες ο Φιλελεύθερος έγραψε, επικαλούμενος δηλώσεις παραγόντων του λιανικού εμπορίου, ότι τις τελευταίες μέρες έχουν καταγραφεί οι πρώτες αυξήσεις σε προϊόντα που εισήχθησαν στην Κύπρο μέσα από τη νέα -πιο χρονοβόρα και πιο δαπανηρή- διαδικασία μεταφοράς τους από τις ασιατικές αγορές, μέσω Αφρικής πλέον, αντί μέσω της διώρυγας του Σουέζ.
Η χθεσινή ανακοίνωση των στοιχείων για τον πληθωρισμό από την Στατιστική Υπηρεσία και τη Eurostat δείχνει ότι ο εναρμονισμένος δείκτης ήταν στο 2% τον Ιανουάριο και ο δείκτης τιμών καταναλωτή με βάση την μέτρηση της Στατιστικής στο 1,7% από 1,6% τον Δεκέμβριο του 2023 και 7,1% τον Ιανουάριο του 2022. Ο δείκτης των τροφίμων είναι στο 3% τον Ιανουάριο, από 3,6% το Δεκέμβριο, με βάση τη μεθοδολογία που χρησιμοποιεί η Eurostat, ενώ με βάση τους υπολογισμούς της Στατιστικής Υπηρεσίας είναι στο 2,6%, από 10,3% τον Ιανουάριο του 2022.
Το ζήτημα είναι πότε και πώς θα αρχίσουν να καταγράφονται ουσιαστικές μειώσεις στις τιμές των προϊόντων, για να νιώσουν οι καταναλωτές να αποτυπώνονται στην καθημερινότητά τους οι αριθμοί που δείχνουν αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.
Μέσα και από τα χθεσινά στοιχεία, η συγκράτηση του πληθωρισμού φαίνεται ότι δεν αφορά όλα τα βασικά προϊόντα. Για παράδειγμα, αδιανόητη είναι η συνεχιζόμενη αύξηση της τιμής του ελαιολάδου, που πλησιάζει το 50%. Τον Ιανουάριο του ’24 η τιμή του ελαιολάδου αυξήθηκε 49,2% σε ετήσια βάση (σε σχέση με τον Γενάρη του ’23.
Η Κομισιόν από τον Νοέμβριο του 2023 είχε επισημάνει ότι η ελαιοκομική περίοδος 2023/2024 αναμένεται να παρουσιάσει μεν αύξηση παραγωγής, αλλά μόλις 9% σε σχέση με τα ήδη χαμηλά επίπεδα του 2022/2023.
Η τιμή του ρυζιού αυξήθηκε 14,8% τον Ιανουάριο σε ετήσια βάση, του χοιρινού κρέατος κατά 3,1%, του αρνίσιου και κατσικίσιου κρέατος κατά 12,7% (από 22,8% πέρυσι, σε σύγκριση με το ’22) ενώ αντίθετα οι τιμές των πουλερικών μειώθηκαν 4,3% τον Ιανουάριο σε ετήσια βάση.
Οι τιμές των φρέσκων φρούτων αυξήθηκαν 18,9% τον Ιανουάριο σε ετήσια βάση, ενώ στα λαχανικά η ανατίμηση ήταν μόλις 0,4%. Οι τιμές στα μεταλλικά νερά, αναψυκτικά και χυμούς αυξήθηκαν 7,7% τον Ιανουάριο, των αναψυκτικών 9,7%, του κρασιού 2,1% και της μπύρας 6,9%.
Στο 2,8% ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη
Στην Ευρωζώνη ο πληθωρισμός μειώθηκε στο 2,8% τον Ιανουάριο του ’24, από 2,9% τον Δεκέμβριο και δεν βρίσκεται μακριά από τον στόχο 2% που θέτει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για να αρχίσει η πολυαναμενόμενη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, με τη μείωση των επιτοκίων.
Στην Ευρωζώνη, οι τιμές των τροφίμων, του αλκοόλ και του καπνού αυξήθηκαν 5,7%, έναντι αύξησης 6,1% τον Δεκέμβριο και οι τιμές των μη ενεργειακών βιομηχανικών προϊόντων επιβραδύνθηκαν, με τον ρυθμό αύξησής τους να μειώνεται στο 2% από 2,5% τον Δεκέμβριο. Ο δομικός πληθωρισμός υποχώρησε στο 3,3% από 3,4%. Τα χαμηλότερα επίπεδα του δείκτη τιμών καταναλωτή παρατηρήθηκαν στη Φινλανδία με +0,7% ετησίως, στην Ιταλία με 0,9% και σε Λετονία και Λουξεμβούργο με +1%.
Aντίθετα, ο υψηλότερος πληθωρισμός των Ιανουάριο ήταν στην Εσθονία με 5% ετησίως, με την Κροατία στο +4,8% και σε Αυστρία – Σλοβακία έτρεξε με +4,3%. Στην Ελλάδα, από το 3,7% του Δεκεμβρίου, ο δείκτης τιμών καταναλωτή επιβράδυνε στο 3,2%.