Ήταν αρκετές οι απαράδεκτες εξτρεμιστικές δηλώσεις Ερντογάν κατά την πρόσφατη παράνομη επίσκεψη του στη κατεχόμενη πατρίδα μας, για να επανέλθει η ε/κ πλευρά στη γνωστή εσωστρέφεια.  Ξανά και από την αρχή μεμψιμοιρίες και αυτομαστίγωμα και κυρίως άρνηση να αναγνωριστεί η πραγματικότητα.  Δυστυχώς πολλοί που αυτοαποκαλούνται ρεαλιστές μόνο ρεαλιστές δεν είναι.  Διότι ρεαλισμός είναι να διαπιστώνεις τις πραγματικότητες όχι για να παραδοθείς αλλά για να αγωνιστείς να τις ανατρέψεις.  Να αγωνιστείς να τις ανατρέψεις όχι για οποιονδήποτε άλλο λόγο, αλλά γιατί είναι άδικες, παράνομες, βάναυσες και συνιστούν έγκλημα κατά του ΣΥΝΟΛΟΥ του κυπριακού λαού.  

Αυτή είναι κατά τη γνώμη μου η μια πτυχή του ρεαλισμού. Η άλλη είναι αφού διαπιστώνονται τα πιο πάνω, να εξεύρεις τον στόχο εκείνο που θα οδηγήσει σε μια λύση βιώσιμη, λειτουργική και ασφαλή.  Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει τον τερματισμό της κατοχής και την επανένωση εδάφους, οικονομίας και λαού, γιατί ένας είναι ο Κυπριακό λαός.  Προϋποθέτει  αποκατάσταση της ανεξαρτησίας, κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της πατρίδας.  Αυτά είναι που θα οδηγήσουν σε ένα κανονικό κράτος.

Ο στόχος ταυτόχρονα πρέπει να είναι και εφικτός.  Αυτή είναι η άλλη πτυχή του ρεαλισμού.  Ένας ανέφικτος στόχος, το πιο πιθανό είναι να μετατραπεί σε αυτοπαγίδευση και πλήρη καταστροφή.  Αυτός ο στόχος σε ότι αφορά την πολιτειακή μορφή της λύσης είναι η ομοσπονδία.  Όπως και αν αποκληθεί π.χ. ΔΔΟ, σημασία έχει να διασφαλίζει εκείνα όλα που θα αποδώσουν ένα κανονικό Κράτος. Το οποίο θα λειτουργεί εντός του ΟΗΕ και της Ε.Ε. αποτελεσματικά σαν κρατική οντότητα με μια και μόνη κυριαρχία, ιθαγένεια και διεθνή προσωπικότητα. Δυστυχώς εδώ και 50 χρόνια δεν έχει επιτευχθεί κυρίως λόγω της τουρκικής στάσης.  Μια στάσης η οποία έχει ως τελικό στόχο, αν το πετύχει, τον πλήρη έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου.  Αυτή τη στιγμή ο ενδιάμεσος στόχος είναι η συνομοσπονδία δύο ανεξάρτητων κρατών, μέσον της απόδοσης της κυριαρχικής ισότητας.

Αυτόν τον στόχο υπηρετούσαν οι δηλώσεις και κινήσεις Ερντογάν.  Αυτόν τον στόχο επιδιώκει με την καταπάτηση της κοσμικότητας της τ/κ κοινότητας.  Αυτό θέλει και αυτό είπε.  Εδώ στην ε/κ κοινότητα, αντί να υπάρξει  πλήρης και ομόφωνη καταδίκη της στάσης της Τουρκίας, υπήρξαν αρκετά ήξεις – αφίξεις, άμεσος ή έμμεσος καταμερισμός ίσης ευθύνης και στις δύο πλευρές και μια προσπάθεια πλήρους απαξίωσης των πρωτοβουλιών οι οποίες ανελήφθησαν στο πρόσφατο χρονικό διάστημα.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με μια σειρά, από το 2017 και το ναυάγιο στο Κραν Μοντανά μέχρι σήμερα.  Ας διαπιστωθούν κατ’ αρχάς, με ρεαλισμό, τα δεδομένα, που μας έφεραν ως εδώ.  Τους διάφορους παράγοντες και τον ρόλο τους.  Με βασικό στόχο να προσανατολιστούμε στην ορθή κατεύθυνση για να πετύχουμε το βασικό ζητούμενο.  Δηλαδή ουσιαστικές συνομιλίες που θα οδηγήσουν σε λύση.

Αμέσως μετά το ναυάγιο στον Κραν Μοντανά, εντός της ε/κ πλευράς αποδοθήκαμε σε μια εξοντωτική αντιπαράθεση για την ευθύνη ενός εκάστου για την αρνητική κατάληξη στην Ελβετία.  Ενώ κατά τη γνώμη μου η Τουρκία και στο ΚρανΜοντανά και συνεχώς εδώ και 50 χρόνια δεν είναι διατεθειμένη να εγκαταλείψει μέχρι στιγμής δύο ζητήματα.  Τις εγγυήσεις και τα στρατεύματα.  Δηλαδή επιμένει να συμμετέχει σε ένα σύστημα εγγυήσεων και επίσης να έχει έστω και μικρή στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο.

Αυτές οι δύο θέσεις, που αφορούν την πεμπτουσία του κυπριακού δεν επιτρέπουν να φτάσουμε σε λύση.  Θα μπορούσαν εκεί, τότε, να γίνουν επιπρόσθετες τακτικές κινήσεις από την ε/κ πλευρά;  Ίσως ναι, ίσως όχι.  Χάριν συζήτησης να πω ναι.  Θα ήταν μόνο επικοινωνιακής αξίας.  Η θέση της Τουρκίας δεν θα άλλαζε.  Όπως δεν έχει αλλάξει επι της ουσίας και στο θέμα των διαφορών της με την Ελλάδα.  Οι κινήσεις της μέχρι στιγμής είναι βασικά επικοινωνιακού χαρακτήρα.  Επι της ουσίας διεκδικεί αυτά που διεκδικούσε και στο Αιγαίο και στα νησιά.

Ανεξαρτήτως όμως της άποψης ενός εκάστου για το ναυάγιο στο Κρανς Μοντανά, ΟΛΟΙ στην ε/κ  πλευρά, είχαν μια παρόμοια θέση για το πώς θα έπρεπε να κινηθούμε, μετά το ναυάγιο.  Και ειδικά μετά τη θέση της Τουρκίας για αναζήτηση λύσης εκτός παραμέτρων ΟΗΕ και την απόρριψη της Ομοσπονδίας.   Κοινή θέση ήταν να δημιουργηθεί εκ νέου κινητικότητα για να επανέλθουμε σε συνομιλίες εντός πλαισίου Ο.Η.Ε.  

Έκτοτε  πέρασαν επτά περίπου χρόνια για να φτάσουμε στο σημείο:

α) Να υπάρξει εκ νέου κινητικότητα στο κυπριακό.

β) Ανάληψη κινήσεων από Γ.Γ.

γ) Να υπάρξει συνάντηση των δύο ηγετών των κοινοτήτων χωριστά με τον Γ.Γ.και στη συνέχεια τριμερής συνάντηση και ορισμός απεσταλμένου.

δ) Πλήρης πρωτοβουλία του Γ.Γ. του ΟΗΕ που οδήγησε σε συνομιλίες στη Γενεύη.

Όλα αυτά έχουν πραγματοποιηθεί.  Από  όσα η ε/κ πλευρά επεδίωξε, εκκρεμεί ο διορισμός απεσταλμένου της Ε.Ε.   Επιπρόσθετα υπήρξαν θετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ και αποφάσεις της Ε.Ε. Παρόλα αυτά όμως στην πρόσφατη συνάντηση η στάση Τατάρ – Τουρκίας ήταν απαράδεκτη και απογοητευτική.  Αντί λοιπόν όλοι στην ε/κ πλευρά να επικεντρωθούν στο να εκθέσουν την Άγκυρα και τον Τατάρ και στο πως θα αντιμετωπισθεί η τουρκική στάση, από ορισμένους είχαμε άλλα.  Παρόλον που πολλοί απαντούσαν στην μειοψηφία που έλεγε, λανθασμένα κατ’ εμένα, να μην επιδιώξουμε τώρα εκ νέου συνομιλίες, ότι στο ελάχιστον οι συνομιλίες θα εκθέσουν την Τουρκία.  Και την εξέθεσαν.  Τώρα που την εξέθεσαν λένε άλλα!

Αιωρείτο όλο αυτό το χρονικό διάστημα και ακόμα αιωρείται ακόμα μια θέση.  Ότι η ε/κ πλευρά θα πρέπει να ικανοποιήσει πλήρως τον Γ.Γ. στα ζητούμενα του για να γίνει κατορθωτό να επαναρχίσουν οι συνομιλίες.  Και κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι αφού ο Γ.Γ. του Ο.Η.Ε δεν αναλαμβάνει πρωτοβουλία σήμαινε ότι δεν τον πείσαμε.  Εμείς δηλαδή η ε/κ πλευρά.  Επικαλούνταν μάλιστα την ατυχή δήλωση Ολγκίν, ότι το κλειδί για την επανέναρξη του διαλόγου το κρατά ο Πρόεδρος.  Αμφισβητούσαν λοιπόν το πόσο πειστική ήταν η ε/κ πλευρά.  Διερωτούμαι λοιπόν  με βάση την κοινή λογική:  Αφού το ένα μέρος, Τουρκία Τατάρ, δεν μετακινήθηκαν ΠΟΤΕ, από τη θέση τους για λύση εκτός παραμέτρων του ΟΗΕ, γιατί ο Γ.Γ. του Ο.Η.Ε να αναλάβει μια πρωτοβουλία, αν όντως δεν είχε πεισθεί και για τη θετική στάση του ετέρου μέρους, δηλαδή της ε/κ πλευράς;

Η ρεαλιστική αντιμετώπιση του κυπριακού έχει και μια τρίτη πτυχή.  Υπό την ευτυχή προϋπόθεση ότι φτάνουμε στις ουσιαστικές συνομιλίες, ποια η θέση εκάστου στη ε/κ πλευρά στα θέματα κλειδιά, στα θέματα αγκάθια του κυπριακού;  Ορισμένες πολιτικές δυνάμεις για αρκετά από αυτά έχουν θέσεις.  Ανεξαρτήτως  αν κάποιος συμφωνεί μαζί τους ή όχι.  Σε ορισμένα άλλα όμως δεν έχουν.  Και υπάρχουν και πολιτικές δυνάμεις που έχουν σε ορισμένα, αλλά στα πιο πολλά δεν έχουν.  Εδώ και χρόνια επιμένω ότι όχι δημόσια, αλλά κατα πρώτο στάδιο εντός των ιδίων των κομμάτων και στη συνέχεια εντός Εθνικού Συμβουλίου πρέπει να υπάρξουν ξεκάθαρες θέσεις.  Για παράδειγμα παραθέτω μόνο τέσσερα (4) ζητήματα: α)  Εκ περιτροπής Προεδρία, β) Μια θετική τ/κ ψήφος για όλα τα θέματα, γ) Πλήρης κατάργηση του συστήματος εγγυήσεων και δ) Πλήρης αποχώρηση τουρκικών στρατευμάτων και πότε.  Αυτά εντός ε/κ πλευράς.

Την ίδια ώρα διερωτούμαι πόσο αντικειμενικά, με πόσο ρεαλισμό εκτιμούμε τις θέσεις της τ/κ πλευράς.  Και δεν αναφέρομαι σε εκείνη την μερίδα των τ/κ που δεν επιθυμούν λύση και στηρίζουν τα δύο κράτη.  Αναφέρομαι σε εκείνους που επιθυμούν λύση και στηρίζουν την ομοσπονδία όπως διαγράφεται στο πλαίσιο των αποφάσεων του ΟΗΕ.  Ποια η θέση τους στα ίδια τέσσερα ζητήματα;  Την γνωρίζουμε ή απλά την υπολογίζουμε;

Αυτό δυστυχώς που επικρατεί σε ορισμένες κρίσιμες στιγμές του κυπριακού είναι αυτοδικαίωση.  Αυτό που πρέπει να επικρατεί είναι η κοινή και υπεύθυνη προσπάθεια να καμφθεί η τουρκική αδιαλλαξία.