Η Αθηνά Κάσιου είναι ήσυχη όταν ξέρει ότι ένας ηθοποιός είναι έτοιμος να βουτήξει στα βαθιά.
Δοκιμάζεται για πρώτη φορά στην απαιτητική Κεντρική Σκηνή του ΘΟΚ και μάλιστα μ’ ένα κορυφαίο και πολυπρόσωπο έργο- σπουδή του παγκόσμιου δραματολογίου. Συμπράττει με 14 ηθοποιούς και αποπειράται μια νεωτερική σκηνοθετική προσέγγιση, με στόχο να φέρει το τσεχωφικό σύμπαν κοντά στο κρίσιμο σήμερα. Σε αντίθεση με τις τρεις αδερφές του φερώνυμου έργου του Τσέχωφ, η Αθηνά Κάσιου δεν φοβάται τη ματαίωση και δεν πτοείται, αφού θεωρεί ότι είναι μια διαδικασία από την οποία σε κάθε περίπτωση έχει να κερδίσει.
– Τι σημαίνει για σένα αυτό το έργο; Κρατώ μια λέξη μέσα μου στις πρόβες: κραυγή. Όλες οι αποφάσεις που λήφθηκαν, συνειδητά ή ενστικτωδώς, εντάσσονται σ’ αυτό το πλαίσιο, σ’ ένα σπίτι και μια ζωή που εγκλωβίζει και θέτει περιορισμούς σε σχέση με τον χώρο όπου δρουν οι χαρακτήρες. Οι τρεις αδελφές βρίσκονται στον περίγυρο ενός σπιτιού που τις απομονώνει, τις «πετάει» σε μια απομακρυσμένη περιοχή της Ρωσίας, τις εγκλωβίζει κοινωνικά. Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια εποχή όχι και τόσο μακριά από τη δική μας.
– Σε πτοεί η σκέψη ότι έχεις να κάνεις με μια πολυπρόσωπη παραγωγή και μ’ ένα σπουδαίο και κλασικό έργο; Δεν έχει συχνά ένας σκηνοθέτης την ευκαιρία να διαθέτει 14 ηθοποιούς. Τουλάχιστον όχι στο ελεύθερο θέατρο. Σίγουρα μπορείς να φας τα μούτρα σου. Είναι ένα απαιτητικό έργο, μια ωραία πρόκληση. Είχα επίγνωση του δείκτη δυσκολίας, μιλάμε για έναν τρομερό συγγραφέα. Όσο τον ψάχνεις ανακαλύπτεις επίπεδα για να σκάψεις. Όμως, τι πιο ωραίο από το να «πέσεις ηρωικά» καταπιανόμενος μ’ ένα ωραίο έργο. Στη δουλειά μας τίποτα δεν είναι δεδομένο. Είναι όλα μέσα στο παιχνίδι. Σε κάθε περίπτωση έχεις να κερδίσεις από τη διαδικασία. Μελετάς και σκέφτεσαι. Αναλογίζεσαι τι άνθρωπος ήταν αυτός που μπορούσε να αναγνώσει όλες τις πλευρές των χαρακτήρων, να ιχνηλατήσει την ανθρώπινη ύπαρξη. Αντιλαμβάνεσαι το μεγαλείο του ανθρώπου που είναι ικανός να φτάσει στους θεούς ή στον πάτο.
– Πώς αναδημιουργείς το τσεχωφικό σύμπαν και ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος του Τζόελ Χόργουντ; Ο Τζόελ είναι ένας πολύτιμος συνεργάτης και φίλος. Η Έρι Κύργια γνωρίζει ρωσικά κι έχει κάνει μια μετάφραση από το πρωτότυπο. Είδαμε κι άλλες μεταφράσεις και διασκευές στα αγγλικά και σε άλλες γλώσσες για να διαμορφώσουμε ένα τελικό κείμενο που να μεταφέρει κατανοητά το πνεύμα του Τσέχωφ στο κοινό της Κύπρου. Το πρωτότυπο κείμενο έχει πολλές αναφορές σε σχέση με την εποχή και τη χώρα του που σήμερα ίσως μοιάζουν περιττές και ακατανότητες. Στόχος μας ήταν να υποστηρίξουμε θαρραλέα μια γραμμή πάνω στο πώς βλέπουμε τον Τσέχωφ σήμερα. Είμαστε σε συνεχή ετοιμότητα, ανοιχτοί σε αλλαγές και ακολουθούμε απενεχοποιημένα αυτό που εμείς πιστεύουμε ότι είναι ο παλμός του συγγραφέα σε σχέση με την περίοδο που ζούμε.
– Νιώθεις ότι έχει χάσει τη φρεσκάδα του; Σε καμία περίπτωση. Απλώς προσπαθούμε να λιμάρουμε λίγο τη λεγόμενη «τσεχωφίλα», που ίσως άλλωστε να είναι πέρα από το πνεύμα του συγγραφέα και του έργου. Υπάρχει μια παράδοση για το πώς παίζεται ο Τσέχωφ και κάπου κάποια στιγμή αρχίσαμε να χανόμαστε μέσα σ’ αυτό, δηλαδή μέσα στη φόρμα, κρατώντας αποστάσεις από την ουσία. Στα έργα του υπάρχει δράση, ζωντάνια, ρυθμός. Αυτό προσπαθούμε να αναδείξουμε. Θέλουμε να εστιάσουμε σ’ αυτό τον πυρετό των χαρακτήρων, για να κάνουμε το έργο πιο γρήγορο. Οι ήρωές του δεν φιλοσοφούν, παλεύουν για τη ζωή τους. Δεν ξεστομίζουν αμπελοφιλοσοφίες για να περάσει η ώρα, αναβλύζουν δράση.
– Ο συγγραφέας διερωτάτο το 1900 πώς πρέπει να ζούμε. Έχει απαντηθεί αυτό το ερώτημα το 2023; Γινόμαστε λίγο τα φαντάσματα του μέλλοντος. Χαρακτήρες όπως ο Βερσίνιν αναφέρονται σ’ ένα μέλλον μετά από 200-300 χρόνια όπου οι άνθρωποι θα είναι ευτυχισμένοι. Δηλαδή, κοντεύουμε… Βέβαια, ο Τούζεμπαχ του απαντά ότι μπορούμε και πρέπει να είμαστε ευτυχισμένοι τώρα, σήμερα, γιατί η ζωή και ο κόσμος δεν αλλάζουν. Πάντα ψάχνεις να βρεις ποιο είναι το ιδανικό μέλλον, αναζητείς την ελπίδα μέσα στο σκότος γιατί αλλιώς η ζωή είναι ανυπόφορη. Υπό αυτή την άποψη βρίσκω κι εγώ ότι τα έργα του Τσέχωφ είναι κωμωδίες. Ακριβώς επειδή αχνοφέγγει το στοιχείο της ελπίδας.
– Είναι στόχος η ανάδειξη του κωμικού στοιχείου; Η κωμωδία προκύπτει μέσα από την τραγωδία. Είναι ο Τσέχωφ που το κάνει, όχι εμείς.
– Το γεγονός ότι υπάρχει ένας πόλεμος σε εξέλιξη, με εμπλεκόμενη μάλιστα τη Ρωσία, φορτίζει περισσότερο την πρότασή σας και τις διαστάσεις του έργου; Στο έργο υπάρχει ένας απενεργοποιημένος στρατός. Πάνε κι έρχονται αξιωματικοί που δεν βρίσκονται σε δράση. Δεν μπορείς να μην είσαι επηρεασμένος απ’ αυτό που συμβαίνει τώρα. Προκύπτει αυτόματα, αλλά προκύπτει και συνειρμικά στον θεατή. Δυστυχώς, στην εποχή μας δεν έχουν εκλείψει οι τραγωδίες. Είναι συνεχείς και ραγδαίες. Το θέατρο είναι μια τέχνη ζωντανή, με πολύ ευαίσθητες κεραίες. Υπάρχουν συνεχώς καταστάσεις που μάς θυμίζουν πόσο κοντά βρίσκεται η ζωή στον θάνατο. Δεν μπορείς να μην επηρεάζεσαι από το προσωπικό, το κοινωνικό, το υπαρξιακό, το πανανθρώπινο.
– Ποια είναι η δική μας ιδανική «Μόσχα» που πρέπει να πάμε για να ξεφύγουμε από το τέλμα, την αδράνεια; Είμαστε λίγο σαν τους Προζόροφ, δηλαδή είμαστε προνομιούχοι, χωρίς να το κατανοούμε. Στις συζητήσεις μας με τον Τζόελ καταλήξαμε ότι αυτό είναι το τραγικό της κατάστασης. Είναι διαφορετικό για τον καθένα το τι πρεσβεύει η «Μόσχα», τι ονειρεύεται ως ιδανικό μέρος όπου θα βρει την ευτυχία. Το σίγουρο είναι ότι όλοι αναζητούμε μια ιδανική συνθήκη για να διατηρήσουμε ζωντανή τη φλόγα της ελπίδας. Η Μόσχα εδώ είναι μια χίμαιρα, μια ουτοπία. Ακόμη και για καθεμιά από τις τρεις αδερφές σημαίνει κάτι διαφορετικό. Αντιπροσωπεύει κάτι που έχεις ανάγκη να στοχεύσεις, αλλά μπορεί να μην υπάρχει ή να μην το πετύχεις ποτέ.
– Πού εστιάζετε τελικά σ’ αυτή την παράσταση; Στο εσωτερικό τοπίο των χαρακτήρων. Προσπαθούμε να φωτίσουμε όλους τους χαρακτήρες ανεξαιρέτως. Δεν είναι μόνο τρεις, ή τέσσερις. Είναι ένα σύνολο ανθρώπων που αλληλεπιδρά. Εστιάζουμε στο τι συμβαίνει μέσα τους και πώς αυτό βγαίνει προς τα έξω και επηρεάζει τους άλλους. Εστιάζουμε επίσης στην έννοια του πάρτι. Ο Τσέχωφ ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος μουσική και περιγράφει μια διάθεση για ατελείωτη διασκέδαση. Στην πρώτη πράξη, έχουμε τη γιορτή της Ιρίνας. Στη δεύτερη έχουμε τα καρναβάλια. Στην τρίτη είναι η πυρκαγιά, αλλά υπάρχει μια τελετουργία της ζωής, με τον θάνατο να καραδοκεί.

– Αυτή η διάθεση για πάρτι δεν παραπέμπει στη μουσική που έπαιζαν στον Τιτανικό καθώς βυθιζόταν; Νομίζω ότι αυτό είναι η ίδια η ζωή μας. Έχουμε ανάγκη να κάνουμε πάρτι, για να ξεχαστούμε λιγάκι και να μην εγκαταλείψουμε την ελπίδα όταν ο κόσμος μας ουσιαστικά γκρεμίζεται. Με τους Προζόροφ τουλάχιστον, αυτό συμβαίνει. Ο ίδιος ο Τσέχωφ πριν πεθάνει είπε αυτοσαρκαζόμενος: «πάει καιρός που δεν ήπια σαμπάνια». Αυτό ήταν το έθιμο που είχαν οι γιατροί όταν ένας συνάδελφός τους πέθαινε. Άλλωστε και ο «Βυσσινόκηπος», το τελευταίο του έργου, μ’ αυτό τον τρόπο τελείωνει: μ’ έναν αποχαιρετισμό με σαμπάνια. Υπάρχει συνεχώς μια αντίθεση που ωθεί τους χαρακτήρες να αυτοσαρκάζονται μέσα στο αδιέξοδό τους.
– Η σύσταση του θιάσου με ποια κριτήρια έγινε; Υπάρχει κοινός κώδικας; Νιώθω τυχερή ως προς αυτό. Δεν είναι μόνο καλοί ηθοποιοί, αλλά και καλά μυαλά. Με αρκετούς έχουμε ξαναδουλέψει μαζί κι αυτό είναι σημαντικό, αλλά ισχύει για όλους ότι συμμετέχουν στη διαδικασία της έρευνας, της ανάλυσης κι είναι μια ομάδα που δεν σκέφτεται ο καθένας τον ρόλο του, αλλά την παράσταση. Όταν ξέρεις ότι ένας ηθοποιός είναι έτοιμος να βουτήξει στα βαθιά, να εκτεθεί, είσαι ήσυχος. Αυτός είναι για μένα ο «κοινός κώδικας». Ο σκηνοθέτης πρέπει να είναι και οργανωτής, να συγκεντρώνει τα σωστά άτομα και να δίνει μια κατεύθυνση όπου ο καθένας ν’ ακολουθεί το σύνολο. Κι επίσης να δίνει σε όλους κίνητρο. Ειδικά στον Τσέχωφ, όλοι οι ρόλοι είναι σημαντικοί. Δεν υπάρχουν πρώτοι και δεύτεροι. Το έργο είναι σαν συμφωνία, σαν ενορχήστρωση. Ο καθένας επηρεάζει και ωθεί τον άλλο, συμβαίνουν πράγματα παράλληλα κι όλα έχουν αντίκτυπο στη δράση.
– Τους αγριεύεις αν χρειαστεί; Δεν μπορώ να αγριέψω σε κανέναν. Δεν είναι του χαρακτήρα μου. Πιστεύω ότι δεν μπορώ να λειτουργήσω μέσα σε συνθήκες εκφοβισμού, με κανέναν τρόπο. Μόνο με αγάπη. Οι ηθοποιοί παίζουν, είναι καλλιτέχνες, αλλά είναι και επαγγελματίες. Ξέρουν καλά τη δουλειά τους και δεν χρειάζεται να παίξω εγώ τον ρόλο του μπαμπούλα. Μπορώ μόνο να υπενθυμίζω κάποια πράγματα, να ωθώ κάποιες καταστάσεις. Ως εκεί. Ίσως αυτή να είναι και η αδυναμία μου.

– Υπάρχει ταξική ανάγνωση στην προσέγγισή σας; Ναι, αλλά τόσο όσο θέτει ο ίδιος ο Τσέχωφ. Υπάρχει στο κείμενο αυτό. Δεν χρειάζεται να υπερτονιστεί.
– Τελικά, τι πιστεύεις ότι είναι αυτό που φρενάρει τους ανθρώπους από το να κυνηγούν τα όνειρά τους; Η ζωή η ίδια. Οι εαυτοί μας. Η ατολμία μας. Ο φόβος. Η αδυναμία μας να δούμε και να τα κατανοήσουμε κάποια πράγματα που είναι ξεκάθαρα όταν πλέον είναι αργά.
– Εσένα τι σε κρατάει πίσω; Η ζωή, ο εαυτός μου, ο φόβος. Ο φόβος είναι μεγάλο κεφάλαιο.
– Τι φοβάσαι; Το άγνωστο, το τυχαίο. Τώρα που έχω παιδί, έχει αλλάξει η ουσία του φόβου μέσα μου. Πριν δεν σκεφτόμουν έτσι. Τώρα οι φόβοι μου είναι πιο έντονοι.
– Τι βρίσκεις στο θέατρο που δεν έβρισκες σε άλλες ασχολίες; Το θέατρο σε βάζει να σμίγεις, ψυχή τε και σώματι, με άλλους ανθρώπους και να βιώνεις συμπυκνωμένα «σφηνάκια ζωής», έντονες καταστάσεις. Είναι μια μελέτη πάνω στο τι είναι να είσαι άνθρωπος, ένα συνεχές ψάξιμο. Το βιώνεις την ώρα που συμβαίνει και μετά το βλέπεις να σβήνει. Πιστεύω ότι έχει μεγάλη δύναμη αυτό το πράγμα. Μπορεί να σε αλλάξει, να σε κάνει να δεις, να συζητήσεις, μπορεί να σε μετακινήσει ψυχικά και εγκεφαλικά. Είναι σαν μια τελετουργία.
INFO «Τρεις αδερφές», Κεντρική Σκηνή ΘΟΚ. Aπό 24/3 κάθε Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο 8.30μ.μ. & Κυριακή 6μ.μ. thoc.org.cy 77772717