Με αφορμή την παράσταση «Saved» που ανεβαίνει στο Σατιρικό Θέατρο μάς μιλά για τον καθοριστικό ρόλο που παίζει η οικογενειακή αγάπη στην πορεία κάθε ανθρώπου και μας εξηγεί γιατί όταν είσαι εσύ ο ίδιος δομημένος μέσα σου δεν πρόκειται να νιώσεις στη ζωή σου ποτέ μοναξιά.
Ήταν ένα όνειρο ζωής – να εγκαταλείψει τη Λευκωσία και να κτίσει ένα σπίτι μακριά, στην εξοχή. Εκεί όπου θυμάται τον εαυτό της να τρέχει ξυπόλυτη, να σκαρφαλώνει βουνά και να απολαμβάνει την απόλυτη αίσθηση της ελευθερίας. Όπως συνηθίζει να λέει, ποτέ δεν ήταν άνθρωπος της πόλης. Ούτε της φασαρίας. «Ούτε πολύ κοινωνική είμαι», συμπληρώνει. «Ήμουν εφιαλτικά ντροπαλή. Δεν τολμούσα να μιλήσω, να ρωτήσω κάτι, ντρεπόμουν τόσο πολύ. Το θέατρο είναι που μου δημιούργησε αυτή την εξοικείωση με τους ανθρώπους. Τις ώρες, τις δικές μου ώρες όμως, εξακολουθώ να τις θέλω μοναχικές». Στην πόλη αυτό το πράγμα τη φυλάκιζε. Ένιωθε αποκομμένη, απομονωμένη, απόμακρη από τους γείτονες που άλλαζαν συνεχώς αλλά και από τον ίδιο της τον εαυτό. «Όταν τελείωσαν τα παιδιά μου το Λύκειο, το τόλμησα. Πούλησα το σπίτι μου και έκτισα ένα άλλο μακριά, σε ένα χωράφι. Φύτεψα δέντρα, έφτιαξα ένα λαχανόκηπο, έχω τις κότες μου και κάπως έτσι περνώ πια τον ελεύθερό μου χρόνο». Στη μετακόμιση, πέταξε ό,τι θεωρούσε περιττό, χωρίς να αφήσει τους συναισθηματισμούς και τις αναμνήσεις να την επηρεάσουν. Ανάμεσά τους σακούλες ολόκληρες γεμάτες παλιές φωτογραφίες και βιντεοταινίες από παραστάσεις. «Σκέφτηκα ότι δεν έχει κανένα νόημα να έχω αυτές τις καταγραφές και να τις βλέπω για να βαυκαλίζομαι και να χαριεντίζομαι. “Αυτό είναι το κληροδότημα στα παιδιά σου, για να είναι περήφανα για εσένα”, μου έλεγαν τότε όλοι. Αν δεν είναι περήφανα τα παιδιά μου για τη στάση ζωής μου όμως, τι να τα κάνω αυτά;». Σημασία για αυτήν έχει ότι μέσα από αυτές τις δουλειές έγινε ο άνθρωπος που είναι σήμερα. «Κάθε έργο με ωρίμασε, με διαμόρφωσε και με εξέλιξε. Αυτό δεν μπορεί να μου το πάρει κανένας, το κουβαλάω μέσα μου και δεν το πετάω, γιατί δεν μπορώ να το πετάξω. Θα σβήσει κάποια στιγμή όταν εγκαταλείψω αυτό τον κόσμο. Γι’ αυτό και δεν σημαίνουν τίποτα όλα αυτά και δεν έχουν πια καμία αξία, είτε τα θυμάμαι είτε δεν τα θυμάμαι».
Συνεχίζετε να εξελίσσεστε ως άνθρωπος; Όλοι μας εξελισσόμαστε καθημερινά από το καθετί. Κάθε συνάντηση είναι μια ανταλλαγή ενέργειας που θα δώσει στον κάθε έναν και κάτι. Κάποια πράγματα τα κρατάμε, κάποια άλλα τα αφήνουμε και προχωράμε. Εγώ ήμουν πάρα πολύ τυχερή στη ζωή μου γιατί είχα για δουλειά έναν τρόπο μελέτης και σκέψης. Για σκέψου τώρα, η δουλειά σου να είναι μια διαρκής μόρφωση! Μέσα από αυτήν έμαθα απίστευτα πράγματα, άνοιξαν οι ορίζοντες του μυαλού και της ψυχής μου, αντιλήφθηκα, αποδέχτηκα τη διαφορετικότητα και κατανόησα τους ανθρώπους όλους. Κι αυτό είναι ένας πλούτος και ένα εύρος μέσα σου που δεν το αποκτάς εύκολα, παρά μόνο μέσα από τις τέχνες και δη από το θέατρο.
Αν γυρίζατε το χρόνο πίσω, θα βαδίζατε στον ίδιο δρόμο; Ω ναι, παρόλες τις δυσκολίες. Τώρα, όμως, θεωρώ ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο άγρια στο θέατρο, ειδικά για τα νέα παιδιά. Εμείς, παρόλο που παίρναμε πολύ λίγα λεφτά, τα καταφέρναμε. Δεν ήταν οι ανάγκες τόσο αυξημένες, ούτε το κόστος ζωής. Επίσης, όταν είχε πρωτοέρθει η δική μου γενιά, έφερε ένα καινούριο ρεύμα στο θέατρο, αλλά ήμασταν λίγοι. Άρα, είχαμε όλοι -ή σχεδόν όλοι- ευκαιρίες. Σήμερα, υπάρχει και πολύ μεγάλος ανταγωνισμός. Τελειώνουν 25 με 30 παιδιά το χρόνο, από τα οποία τα πιο πολλά είναι κορίτσια. Και μέσα στα έργα οι πλείστοι ρόλοι είναι αντρικοί. Για σκέψου τι δυσαναλογία υπάρχει. Σπουδάζουν πολύ περισσότερα κορίτσια και υπάρχουν πολύ λιγότερες ευκαιρίες για τα κορίτσια. Άρα, πόσα ταλαντούχα κορίτσια δεν θα δουλέψουν ποτέ; Αυτό από μόνο του είναι τραγικό.
Δώσατε όμως κι εσείς τις μάχες σας. Βέβαια. Όταν είσαι νέος, όμως, είναι το πάθος και η ορμή σου τόσο έντονη που δεν υπολογίζεις τίποτα. Έτσι όμως και φτιάξεις οικογένεια, αναγκάζεσαι και κάνεις υποχωρήσεις για να καταφέρεις να τη θρέψεις. Αν δεν ήταν η τηλεόραση, δεν θα μπορούσα να μεγαλώσω τα παιδιά μου, ούτε θα μπορούσα τώρα να τα σπουδάζω. Και στην τηλεόραση έχω κάνει εξαιρετικά πράγματα, αλλά και πράγματα για τα οποία δεν είμαι καθόλου περήφανη. Είναι όμως πολύ δύσκολος ο χώρος μας…
Από πού αντλούσατε δύναμη τις δύσκολες στιγμές; Είμαι πολύ θετικός άνθρωπος, πολύ πεισματάρα και δεν τα βάζω ποτέ κάτω. Χαρακτηριστικά που μου έχουν κληροδοτήσει οι γονείς μου, που έχουν κάνει εμένα και τα αδέλφια μου μαχητές στη ζωή. Χωρίς να μεμψιμοιρούμε, χωρίς να αναζητούμε εύκολες λύσεις, να σηκώνουμε τα χέρια ψηλά ή να παρακαλάμε τον οποιονδήποτε. Μόνο με περηφάνια. Έτσι μας μεγάλωσαν και αυτή είναι η μεγαλύτερη προίκα που μου έχουν δώσει. Ήταν ένα ζωντανό μάθημα για εμένα η στάση που είχαν απέναντι στη ζωή. Τώρα που τους έχασα και τους δύο -και η απώλεια του ενός είναι πολύ πρόσφατη- αντιλαμβάνομαι και μπορώ να αξιολογήσω τη σημαντικότητά τους στη ζωή μου και ξέρω ότι δεν θα άλλαζα ποτέ, τίποτα από όσα βίωσα μαζί τους. Πριν, ήταν άνθρωποι δεδομένοι για εμένα που είχα την αγάπη τους, ήταν ο χώρος που θα πήγαινα, η «φωλιά» στην οποία θα επέστρεφα όταν δεν ήμουν καλά ή γιατί μου συνέβαιναν διάφορα. Ό,τι δηλαδή είναι για το παιδί η εστία, το σπίτι του.
Καταφέρατε να μεταδώσετε κι εσείς στα παιδιά σας τις ίδιες αξίες; Το ελπίζω και θέλω να πιστεύω πως τα κατάφερα. Η αλήθεια είναι ότι είμαι πολύ περήφανη για τα παιδιά μου, γιατί είναι εξαιρετικά και αυτό δεν το λέω εγώ. Όταν η κόρη μου σπούδαζε στη Σουηδία και η καθηγήτριά της της έλεγε να δώσεις τα συγχαρητήριά μου στη μαμά σου για τον τρόπο που σε μεγάλωσε, ήταν σοκαριστικό. Ή ο διοικητής του γιου μου στον στρατό, που τον ρωτούσε ποιοι είναι οι γονείς του, γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί είναι τόσο καλό παιδί. Αυτό θέλω από τα παιδιά μου. Να έχουν ήθος, να έχουν καλοσύνη για τους άλλους ανθρώπους, ευαισθησίες και να προχωρούν στη ζωή τους χωρίς να τα βάζουν κάτω, αλλά ποτέ εις βάρος κάποιου άλλου.
Νιώσατε μοναξιά όταν έφυγαν κι οι τρεις από το σπίτι; Όχι. Δεν μεγαλώνεις τα παιδιά για να μένουν κοντά σου. Τους μεγαλώνεις για να φύγουν, να έχεις επαφή και να έρχονται μετά κοντά σου. Μόνοι τους, με τον σύντροφο και αργότερα με τα παιδιά τους. «Καλά τι μάνα είσαι εσύ, που λες να φύγουν τα παιδιά από κοντά σου;» μου έλεγε μια φίλη. Βεβαίως και θέλω να φύγουν και θα είμαι και πολύ χαρούμενη να τους δω αυτόνομους, να αποφασίσουν μόνοι τους πού θέλουν να ζήσουν, είτε είναι κοντά είτε μακριά από εμένα. Σήμερα, νιώθω ότι τους έχω επαρκώς στη ζωή μου και δεν μου λείπουν, γιατί είμαι εγώ γεμάτη. Συνήθως, πιάνει υστερία τις μανάδες με τα παιδιά τους και προσκολλούνται σε αυτά, όταν είναι οι ίδιες άδειες. Και φεύγοντας τα παιδιά τους, δεν τους μένει τίποτα. Αυτό είναι καταπιεστικό και για τα παιδιά και άσχημο για τις ίδιες. Όταν είσαι δομημένος μέσα σου και συμφιλιωμένος με τον εαυτό σου, δεν νιώθεις μοναξιά. Είτε έχεις σύντροφο, είτε δεν έχεις. Είτε έχεις τα παιδιά σου μαζί σου, είτε δεν τα έχεις. Εγώ δεν νιώθω ότι έχω ελλείψεις στη ζωή μου – νιώθω καλά μόνη μου! Όταν βλέπω τα παιδιά μου χαίρομαι και όταν φεύγουν, πάλι χαίρομαι. Νομίζω ότι αυτό είναι και το πιο υγιές.

Από την άλλη, το έργο «Saved» του Edward Bond, αναφέρεται σε ανθρώπους καταπιεσμένους, διαλυμένες οικογένειες και τη βία μέσα και έξω από το σπίτι. Είναι μια οικογένεια διαλυμένη και παιδιά παραβατικά, νέοι άνθρωποι που πότε δουλεύουν, πότε δεν δουλεύουν ή κάνουν δουλειές του περιθωρίου. Το έργο γράφτηκε το 1960 και εμένα, τον θεατή ή τον όποιο άγνωστο που θα το δει, τον τρομάζει η βία που έχει μέσα. Κι όλα αυτά βεβαίως, γιατί; Γιατί οι άνθρωποι και κοινωνικά και οικονομικά είναι τόσο περιορισμένοι και χωρίς μόρφωση, που τους φταίνε διαρκώς οι άλλοι, ενώ στην πραγματικότητα τους φταίει ο εαυτός τους. Είτε έχουν ασπίδες και δεν μιλούν καθόλου ή γίνονται επιθετικοί. Πραγματεύεται λοιπόν αυτό το πολύ σύγχρονο θέμα της βίας. Την οποία, δυστυχώς, βλέπουμε παντού με τα οικογενειακά κρούσματα βίας που βλέπουν το φως της δημοσιότητας να είναι τόσο έντονα (ακόμα και σε προηγμένες κοινωνίες, όπως την Αυστρία ή τη Δανία), που δεν μπορείς να το διανοηθείς. Κι όμως, πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που είναι καταπιεσμένοι και που θα εκδηλώνουν αυτή τη συμπεριφορά. Ο δικός μου ρόλος είναι της μητέρας της κοπέλας που της συμβαίνουν διάφορα. Με τον άντρα μου δεν έχουμε καμία επαφή – είμαστε στον ίδιο χώρο και δεν μιλάμε, σαν να μην υπάρχει ο ένας για τον άλλον. Μια σχέση βίαιη και κακή. Το ίδιο κακή είναι και η σχέση με την κόρη μου.
Δυσκολευτήκατε να μπείτε στη θέση της; Όχι, γιατί έχουμε μια ταλαντούχα και πολύ εμπνευσμένη σκηνοθέτιδα. Έχω δουλέψει ξανά με τη Μαρία Κυριάκου, στην «Παράλειψη της Οικογένειας Κόλεμαν» πέρσι και πραγματικά για εμένα ήταν μια μεγάλη έκπληξη. Καταρχάς, αγαπώ πάρα πολύ και θαυμάζω τους έξυπνους ανθρώπους, η ευφυΐα με ελκύει. Και η Μαρία είναι έξυπνη, είναι εύστοχη, ξέρει ακριβώς τι θέλει και «μυρίζεται» τους ανθρώπους. Τη βλέπω να κάνει παρατηρήσεις σε συναδέλφους και λέω μέσω μου «μπράβο, ρε Μαρία». Όταν σε πείθει ο άλλος, τότε ό,τι παρατήρηση κι αν σου κάνει, ό,τι σου ζητήσει, θα σηκώσεις τα χέρια ψηλά και θα πεις «ναι, θα το κάνω!». Είναι εξαιρετικό πράγμα και σπάνιο ο άνθρωπος που είναι απ’ έξω να τυγχάνει του σεβασμού και της εκτίμησης των ηθοποιών. Δεν είναι κάτι που συμβαίνει συχνά. Και ευτυχώς με τη Μαρία αυτό συμβαίνει, είμαστε σε πολύ καλά χέρια και γι’ αυτό θα κάνουμε μια εξαιρετική παράσταση.
Η πρεμιέρα της παράστασης «Λυτρωμένοι» (Saved) του Έντουαρντ Μποντ θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 28 Μαρτίου, στην Κάτω Σκηνή του Σατιρικού Θεάτρου, στις 20.30.
Μακιγιάζ: Έλενα Χαραλάμπους (Tereza Manti make-up artistry) / Μαλλιά: Γιάννης Παφίτης