Περισσότεροι από 6.500 ελληνικοί και ξένοι τίτλοι από τέσσερις γενιές συγγραφέων είναι μόνο ένα μέρος όσων κατάφερε ο ιδρυτής του ομώνυμου οίκου. Ο Θανάσης Καστανιώτης, με αφορμή τα πενήντα χρόνια εκδοτικής παρουσίας, κάνει μια ενδιαφέρουσα αποτίμηση της πορείας του μιλώντας για την τέχνη του βιβλίου.
– Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι, όπως εσείς, ενώ ξεκινούν με άλλες προδιαγραφές – εν προκειμένω με φτώχεια- καταφέρνουν τελικά να ξεφύγουν απ’ τη μοίρα τους; Είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς; Τύχης; Εύκολα μπορεί να συμβεί αυτό, φτάνει να έχεις δίψα, θέληση για ζωή. Να βλέπεις και να θέλεις να γίνεις καλύτερος. Σε αυτό επηρέασαν πολύ οι παρέες μου στο γυμνάσιο. Ήταν παιδιά προοδευτικά και ανήσυχα, που είχαν προβληματισμούς. Έτσι, μαζί τους έβλεπα καλό θέατρο, κινηματογράφο, διάβαζα βιβλία που ήθελαν κάτι να πουν, άκουγα ωραία τραγούδια.
– Οι γονείς σας ήταν επιφυλακτικοί σε όλα αυτά; Είναι αστείο γιατί με θεωρούσαν… αλήτη! Τα βράδια καθυστερούσα να πάω σπίτι, όχι γιατί ήμουν έξω και αλήτευα αλλά στεκόμουν στη γωνία με τα άλλα παιδιά και συζητούσαμε.
– Τι άνθρωποι ήταν; Ήταν δυο γλυκύτατα, αν και φοβισμένα άτομα. Μιλάμε άλλωστε για τη δεκαετία του ’50 όπου η χώρα προσπαθούσε να συνέλθει απ’ τον πόλεμο, υπήρχε μεγάλη φτώχεια στην Αθήνα, ενώ η κατάσταση τόσο πολιτικά όσο και κοινωνικά ήταν άγρια. Ο πατέρας μου είχε ταβέρνα και η μητέρα μου ήταν στο σπίτι μεγαλώνοντας 4 παιδιά. Δεν ήταν άνθρωποι των γραμμάτων, πήγαν μέχρι το δημοτικό. Γεννήθηκαν στις αρχές του αιώνα, ήταν απ’ την Ορεινή Αρκαδία και ήρθαν στην Αθήνα γιατί ήθελαν να βρουν δουλειά. Στην αρχή ο πατέρας μου ήταν έμπορας κρασιών και μετά άνοιξε την ταβέρνα. Με τα γράμματα όμως δεν είχαν καμία σχέση.
– Διάβασα σε μια συνέντευξή σας ότι στο σπίτι σας δεν είχατε ούτε ένα βιβλίο. Η δεκαετία του ’50 δεν ήταν η καλύτερη για βιβλία, υπήρχε μεγάλη έλλειψη. Οι γονείς μου δεν διάβαζαν γιατί δεν τους ενδιέφερε καθόλου. Και ήταν ικανοποιημένοι να διαβάζουμε τα σχολικά μας βιβλία. Μάλιστα, οι ίδιοι αλλά και οι δάσκαλοι μάς «απαγόρευαν» να διαβάζουμε εξωσχολικά βιβλία γιατί ήταν εκτός του ελέγχου τους. Παρόλα αυτά, το σπίτι του Γιώργου Σταματάκη, ενός συμμαθητή μου με πατέρα δικηγόρο, είχε βιβλία. Τα καλοκαίρια λοιπόν, μόλις τέλειωνε αυτό που διάβαζε, ρίχναμε κλήρο για το ποιος θα είναι ο επόμενος που θα το διαβάσει. Υπήρχαν βέβαια τα Κλασικά Εικονογραφημένα, τα βιβλία που μας έδιναν απ’ το κατηχητικό αλλά δεν τα διάβαζα γιατί ήταν βαρετά.
– Η δική σας επανάσταση πότε έγινε; Έγινα «αλήτης» σύμφωνα με τους γονείς μου στα 15, επομένως εκείνη η ηλικία ήταν ορόσημο. Είχα όνειρα και διάθεση να κάνω πράγματα. Ό,τι και να κάνουν οι γονείς, τα παιδιά πάντα θα κάνουν αυτό που θέλουν. Πίστευα και πιστεύω ακόμα πως ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει φτάνει να θυμάται ότι αυτό δεν προσβάλλει τον ίδιο ή τους δικούς του ανθρώπους. Τους οποίους εάν εκτιμάς και αγαπάς, όπως και εκείνοι βέβαια αλλά από φόβο σε περιορίζουν, πρέπει να προχωρείς στη ζωή σου χωρίς να τους υπολογίζεις, χωρίς να σου δημιουργούν αναστολές.
– Δεν προσπάθησαν να σας νουθετήσουν; Μα δεν κρατιόμουν! Είχα μακριά μαλλιά και έλεγαν πως ντρεπόντουσαν για λογαριασμό μου. Ζούσαν με τον φόβο για το τι μπορεί να μου συμβεί, όπως οι περισσότεροι γονείς.
– Ποια ήταν τα όνειρά τους για εσάς; Θα με ήθελαν, κλασικά, ένα δημόσιο υπάλληλο.
– Κι εσείς για ποιο πράγμα προορίζατε τον εαυτό σας; Μικρός, πολύ μικρός, ήθελα γίνω γιατρός για να βοηθάω τον κόσμο. Με την πρώτη ένεση που έκανα όμως είπα ότι δεν θέλω να κάνω αυτό το πράγμα! (γέλια) Μεγαλώνοντας πήγα στην Ανωτάτη Εμπορική για οικονομικά, αλλά τα παράτησα στον πρώτο χρόνο. Συνειδητοποίησα ότι ήθελα να γίνω εκδότης.
– Χωρίς όμως να έχετε ξεκάθαρη εικόνα, τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Χωρίς! Εργαζόμουν σε ένα εξαιρετικό βιβλιοπωλείο, λεγόταν Στη Φωλιά του Βιβλίου και εκεί είχα επαφή με εκδότες. Ήταν ο Γκοβόστης, η Ατλαντίς με τα σχολικά και τα παιδικά, ένας παλαιότερος ο Αετός που έβγαζε καταπληκτικά βιβλία, ο Ίκαρος, ο Κέδρος που θαύμαζα τρομερά. Εγώ ήθελα να γίνω Κέδρος, αυτό ήταν το μοντέλο μου. Είχα όμως άγνοια κινδύνου. Όταν είσαι νέος νιώθεις ανίκητος κι αθάνατος. Δεν καταλαβαίνεις πολλά. Επειδή όμως ήμουν στο χώρο του βιβλίου, τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα από κάποιον άλλο που δεν είχε ιδέα.
– Ο περίγυρός σας πώς αντέδρασε ακούγοντας ότι θέλετε να γίνεται εκδότης; Ήταν ενθουσιασμένοι! Με βοηθούσαν κιόλας στην παραγωγή, ο καθένας με τον τρόπο του.
– Δεν ήταν επιφυλακτικοί σε ό,τι αφορά το επιχειρηματικό κομμάτι; Μα δεν ήμουν επιχειρηματίας! Ένας σαχλαμάρας που έβγαζε βιβλία ήμουν. Ο επιχειρηματίας βγάζει λεφτά… Τότε αυτό δεν υπήρχε. Ήθελα να γίνω ένας καλός εκδότης, δεν έκανα μακροπρόθεσμα πλάνα. Με ένοιαζε το επόμενο βιβλίο.
– Πότε βγάλατε λοιπόν τα πρώτα χρήματά σας; Απ’ το ’74 και μετά άρχισα να δουλεύω πολύ πιο συγκροτημένα. Αλλά εκείνο που λέω είναι ότι δεν έχω κάνει περιουσία αλλά βιβλία.
– Εάν σας έλεγε κάποιος το ’68 όταν ξεκινούσατε ότι θα συμπληρώνατε 50 χρόνια στις εκδόσεις θα τον πιστεύατε; Όχι, σε καμία περίπτωση. Καταρχάς δεν πίστευα ότι θα μεγαλώσω! (γέλια) Ποτέ δεν έκανα business plan γιατί σκεφτόμουν τα προβλήματα της ημέρας, του μήνα, την αγωνία μου για τα βιβλία. Ξέρετε, ένα βιβλίο δεν βγαίνει απλά γιατί το θέλεις. Πρέπει να το προσέξεις σε όλα τα επίπεδα: είναι η συμπεριφορά στον συγγραφέα, είναι ο επιμελητής, ο εικονογράφος. Όλα συνιστούν μια αφοσίωση και μια καθημερινότητα που για μένα είναι χαρά. Έτσι ήθελα να ζήσω: με βιβλία, με συγγραφείς, με καλλιτέχνες, με μεταφραστές.
– Ένα απ’ τα πράγματα για τα οποία σας έχουν κατηγορήσει είναι πως ανοίξατε την πόρτα σε ανθρώπους που δεν είχαν σχέση με τη λογοτεχνία. Θυμάμαι, για παράδειγμα, τη Μάρα Μεϊμαρίδη με τις «Μάγισσες της Σμύρνης». Η Μάρα είναι μια πολύ καπάτσα γυναίκα, έκανε ένα βιβλίο εφαρμόζοντας μια συνταγή παγκόσμιας εμβέλειας, το οποίο είναι ενδιαφέρον και ευκολοδιάβαστο. Φίλοι μου απαιτητικοί που τους το είχα δώσει τότε για να μου πουν τη γνώμη τους, μου είπαν ότι πρόκειται για ένα πολύ καλό βιβλίο. Κανείς όμως δεν είναι λογοτέχνης πριν εκδώσει το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο. Είμαι υπέρ των νέων κι η ζωή απέδειξε ότι δεν σταματά στους παλιούς καλούς. Θα βγουν καινούριοι που θα γίνουν κι αυτοί με τη σειρά τους παλιοί καλοί. Είναι φυσικό όμως να με κατηγορούν. Την επιτυχία όλοι τη ζηλεύουν και ψάχνουν να βρουν ψεγάδια. Δεν λέω ότι δεν έχω, αλίμονο. Αλλά την τρίχα την κάνουν τριχιά.
– Βγάλατε βιβλία που μετανιώσατε; Όχι. Οι άνθρωποι με απογοητεύουν, τα βιβλία όχι. Υπάρχουν δύστροποι άνθρωποι που γράφουν εξαιρετικά…
– Είναι ιδιαίτερα πλάσματα οι συγγραφείς; Πολύ! Και μόνο το ότι παίρνουν μια σελίδα λευκό χαρτί και προσπαθούν να φτιάξουν ένα έργο, μόνοι τους είναι επίπονο. Έχει πολλή μοναξιά, πολλή αγωνία. Τους θαυμάζω.
– Εσείς επιχειρήσατε ποτέ να γράψετε; Το έκανα αλλά έσκιζα ό,τι έγραφα μετά. Άμα έχεις διαβάσει τόσα ωραία βιβλία…
– Έχετε καταλάβει πώς ένα βιβλίο περνά στον κόσμο; Θεωρώ πως είναι θέμα συγκυρίας. Κάποιος έλεγε πως το βιβλίο είναι σαν τον ιππόδρομο, σαν ένα λαχείο όπου δεν ξέρεις τι θα συμβεί. Βιβλία που έχουν διαβαστεί και αναγνωριστεί διεθνώς πουλώντας εκατομμύρια αντίτυπα, στην Ελλάδα μπορεί να περάσουν απαρατήρητα πουλώντας 2-3 χιλιάδες. Ή και το αντίστροφο. Βιβλία που αλλού δεν είχαν μεγάλη επιτυχία, στην Ελλάδα τα αγάπησε ο κόσμος. Είναι ένα στοίχημα κάθε φορά.
– Ποιοι τίτλοι σας έχουν πωλήσει περισσότερο; Υπάρχουν στην Ελλάδα μεγάλα ονόματα όπως η Ευγενία Φακίνου, η Ιωάννα Καρυστιάνη, η Ζυράννα Ζατέλη, η Ρέα Γαλανάκη, ο Κωστής Παπαγιώργης, η Ιωάννα Μπουραζοπούλου. Έχουμε επίσης, ξένους που είναι σταθεροί όπως ο Καμύ που μπορεί να πωλήσει περισσότερα σε ένα μήνα από ένα καινούριο βιβλίο. Υπάρχουν και διάφοροι κομήτες βέβαια, όπως ήταν ένα οικολογικό θρίλερ 1000 σελίδων, το «Σμήνος», που πούλησε μέσα σε ένα 8μηνο 40 χιλιάδες αντίτυπα.
– Απ’ την άλλη, υπάρχουν αδικημένα βιβλία στις εκδόσεις σας; Πάρα πολλά! Και ελληνικά και ξένα. Κάποτε μου είχε πει ο Παντελής Καλιότσος ότι θα μου φέρει ένα βιβλίο, το «Ονειροπόλους», λέγοντάς μου απ’ την αρχή πως δεν θα πουλήσει. Το διάβασα, μου άρεσε και του λέω θα φροντίσω να πουλήσει. Έκανα διαφήμιση στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, καταχωρήσεις στον Τύπο, συνεντεύξεις. Δεν πούλησε ούτε χίλια αντίτυπα. Δεν πέρασε, παρόλο που είναι ένα καλό αλλά σκληρό βιβλίο.
– Κάποια στιγμή εκδίδατε 320 βιβλία το χρόνο, κατά μέσο όρο. Υπήρχε τόση ζήτηση για να υπάρχει τόση προσφορά; Αυτά τα 320 βιβλία ήταν από διάφορες κατηγορίες: παιδικά, εφηβικά, δοκίμια, ψυχιατρικά, ψυχολογικά, ιστορικά, ποίηση, λογοτεχνία. Πρόκειται για μια πολύ μεγάλη βιβλιογραφική βεντάλια. Εάν δεν τα έβγαζα εγώ αυτά τα βιβλία θα έβγαιναν από 30 μικρούς εκδότες. Επομένως γιατί να μη βγουν απ’ τον Καστανιώτη; Απ’ την άλλη, η βιβλιογραφία της Ελλάδας έχει το μικρότερο αριθμό αντιτύπων απ’ ό,τι έχει η κεντρική Ευρώπη. Για παράδειγμα, τον 19ο αιώνα η Γαλλία είχε 20 εκατομμύρια τόμους! Επομένως είναι μια ευλογία να βγάζεις βιβλία γιατί είναι μια παρακαταθήκη για το μέλλον.
– Σήμερα οι Έλληνες διαβάζουν; Οι τίτλοι που εκδίδουμε πια είναι γύρω στους 110 τη χρονιά. Οι Έλληνες διαβάζουν αν και έχουν μειωθεί οι αριθμοί απ’ ό,τι στο παρελθόν. Ειδικά οι νέοι διαβάζουν ελάχιστα, αφού η ενασχόλησή τους με τα κινητά και τα τάμπλετ έχει αυξηθεί.
– Αυτό όμως δεν είναι χαρακτηριστικό της Ελλάδας ή της Κύπρου μόνο, πρόκειται για ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Σε χώρες όπως η Σκανδιναβία που έχουν μεγάλη αναγνωσιμότητα, δεν επηρεάστηκαν. Έχει να κάνει με την παιδεία, την κουλτούρα. Δεν προωθείται η ανάγνωση στην εκπαίδευση. Στα πανεπιστήμια τους πάνε κάτι τούβλα για να τα μάθουν παπαγαλία επομένως μισούν το διάβασμα.
– Αλήθεια, είστε ευχαριστημένος απ’ ό,τι κάνατε στη ζωή σας; Είμαι βαθύτατα ευχαριστημένος. Αυτό που ήθελα να κάνω το πέτυχα, έζησα στον κόσμο του βιβλίου και έγινα ένα κομμάτι του.
– Εντοπίζετε κάποιο κοινό με τον 24χρονο εαυτό σας, που ξεκινούσε να στήσει έναν εκδοτικό; Είναι η δίψα και η αγάπη γι’ αυτό που κάνω. Είναι στοιχεία που εξακολουθώ να τα έχω, όπως και τότε. Χρειάζεται όμως αρκετή δουλειά, τα πράγματα δεν μπαίνουν σε ένα αυτόματο πιλότο και μένεις ξέγνοιαστος. Είναι ένας καθημερινός αγώνας.
– Υπήρξαν στιγμές που, λόγω της ρευστής πολιτικής και οικονομικής κατάστασης της χώρας, φοβηθήκατε ότι θα μπορούσε να μπει λουκέτο στον Καστανιώτη; Κάθε μέρα το φοβάμαι γιατί δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει η άλλη μέρα. Απ’ την άλλη, είναι πολύ μεγάλο μαγαζί ο Καστανιώτης για να κλείσει. Έχουμε πολύ καλή, μεγάλη και ουσιαστική back list. Πρόκειται για ονόματα και τίτλους βιβλίων που εξακολουθούν να πωλούνται και να φέρνουν χρήματα.
– Απ’ την άλλη, πώς διατηρείται αυτή η δίψα για τα πράγματα; Δεν φθίνει. Εξακολουθώ να χαϊδεύω τα βιβλία και ας έχουν περάσει απ’ τα χέρια μου χιλιάδες. Δεν ξεκίνησα για να γίνω επιχειρηματίας και να βγάλω λεφτά. Η αφετηρία ήταν η αγάπη για το βιβλίο και τους ανθρώπους του. Είναι μια δουλειά σχέσεων, ζωής και αυτό δεν αλλάζει.