– Σε ποιο βαθμό θα τη χαρακτήριζες μια πολιτική ταινία; Όταν ξεκίνησα να γράφω την ιστορία δεν είχα ως στόχο να κάνω μια πολιτική ταινία. Ήθελα εντούτοις ν’ αγγίξω πολιτικά θέματα μέσα από μια άλλη οπτική γωνία. H κωμωδία ως είδος προσφέρει μεγαλύτερη ελευθερία να εκφραστείς, να μιλήσεις για δύσκολες καταστάσεις -πολλές φορές υπερβάλλοντας- τις οποίες διαφορετικά δεν θα μπορούσες ούτε καν να θίξεις. Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη σάτιρα για να καυτηριάσουν όσα δεν μπορούσαν με το δράμα.
– Πώς εισέπραξες τις αντιδράσεις του κοινού στις μέχρι τώρα προβολές; Τα Βραβεία Κοινού σε Γαλλία, Ιταλία και Κύπρο νομίζω δείχνουν ότι ο κόσμος αγκάλιασε την ταινία. Ως δημιουργοί κάνουμε ταινίες και γράφουμε ιστορίες για τις μοιραστούμε με τον κόσμο, ελπίζοντας ότι θα τους αγγίξουν με κάποιο τρόπο. Αυτή η αγάπη για την ταινία ήταν αισθητή σε όλες τις χώρες που προβλήθηκε κι είχα την ευκαιρία να παρευρεθώ και να μιλήσω με τον κόσμο μετά την προβολή.
– Πώς εξηγείς τις αντιδράσεις του κυπριακού κοινού όταν προβλήθηκε στο πλαίσιο του Cyprus Film Days; Στην Κύπρο χάρηκα πολύ με τις αντιδράσεις του κοινού. Ομολογώ ότι δεν το περίμενα καθόλου. Στη Λευκωσία έμεινε πολύς κόσμος εκτός αίθουσας, διότι η προβολή ήταν sold out. Τους υπερευχαριστώ για την προσέλευση και το ενδιαφέρον. Επίσης, για πρώτη φορά είδα το κόσμο να χειροκροτεί κατά τη διάρκεια της προβολής σε διάφορες σκηνές. Αυτή την εμπειρία, τα συναισθήματα που μοιράζεσαι με τον άλλο στον κινηματογράφο, είναι κάτι που δεν μπορείς να έχεις στο σπίτι παρακολουθώντας μια ταινία στη τηλεόραση.
– Φοβήθηκες τυχόν αντιδράσεις σε σχέση με τη θεματολογία; Είχα κάποιες επιφυλάξεις. Σκέφτηκα ότι σε κάποιους δεν θα άρεσε η προσέγγιση λόγω του πολιτικού θέματος, ειδικά σε σχέση με τον χαρακτήρα του Χασάν, του Τούρκου έποικου που στην ιστορία μας εμφανίζεται αρκετά συμπαθής. Αγγίξαμε θέματα που πολλοί ίσως είναι ακόμη πολύ δύσκολο να αποδεχτούν.
– Ήταν ανάμεσα στους στόχους σου να «ενοχλήσεις» κάποιες παγιωμένες αντιλήψεις; Σ’ όλες τις εποχές, η τέχνη δεν θέτει απλά ερωτήματα, αλλά αμφισβητεί. Ενίοτε προκαλεί. Πρέπει ωστόσο να υπάρχει ένας σκοπός κι όχι απλά να προκαλείς για να προκαλέσεις ή να ενοχλείς για να ενοχλήσεις τον άλλον που σκέφτεται διαφορετικά από εσένα. Με χιούμορ μπορείς να προβληματίσεις και πολλές φορές ακόμη περισσότερο, θέλω να πιστεύω, παρουσιάζοντας και κάποιες ενοχλητικές πραγματικότητες που δεν παύουν να υπάρχουν, είτε μας αρέσει είτε όχι.
– Γιατί δεν γίνονται όσο συχνά θα ‘πρεπε ταινίες που να παρουσιάζουν τις σκληρές πραγματικότητες στο νησί; Αυτό αφορά τον κάθε δημιουργό. Επαφίεται στον καθένα με ποια θέματα θα καταπιαστεί, τι θέλει να πει για τον κόσμο και την κοινωνία που ζει, τι θέλει να μοιραστεί με τους άλλους.
– Ποιες οι μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετώπισε η παραγωγή κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων; Η ταινία γυρίστηκε κυρίως στην παλιά Λευκωσία, την Ποταμιά και την περιοχή της Αγίας Νάπας και του Πρωταρά. Όπως σε κάθε παραγωγή, προέκυψαν πολλές δυσκολίες που έπρεπε να αντιμετωπίσουμε και απαιτούσαν, εγρήγορση, δημιουργικότητα κι ευελιξία. Είχαμε προσωπικό και ηθοποιούς από πέντε διαφορετικές χώρες. Σε μικρό χρονικό διάστημα έπρεπε να μάθουμε να δουλεύουμε όλοι μαζί, συχνά κάτω από αντίξοες συνθήκες, όπως νυχτερινά γυρίσματα και γυρίσματα στη θάλασσα και μέσα σε στενά χρονικά περιθώρια. Κάναμε γυρίσματα κοντά σε απαγορευμένες περιοχές, στην Πράσινη Γραμμή, σε στρατιωτικά φυλάκια, τα οποία στήσαμε από το μηδέν γιατί απλά δεν μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε τις απαραίτητες άδειες.
– Ήρθατε αντιμέτωποι με τα ίδια τα θέματα που θίγει η ταινία; Ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας διαδραματίζεται στο κατεχόμενο κομμάτι της Λευκωσίας, το οποίο έπρεπε να αναπαραστήσουμε στις ελεύθερες περιοχές. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχαμε ήταν ότι δεν μπορούσαμε να πάρουμε τον σκύλο στις κατεχόμενες περιοχές διότι πράγματι δεν θα μπορούσαμε να τον φέρουμε πίσω! Έπρεπε να είμαστε αρκετά δημιουργικοί με την επιλογή των πλάνων και τον προγραμματισμό των γυρισμάτων.
– Προέκυψαν αναποδιές που να σε απομάκρυναν από τους αρχικούς στόχους; Σε ό,τι επιχειρήσεις ενδέχεται να προκύψουν προβλήματα. Είχαμε κάνει μια καλή προετοιμασία και σκεφτήκαμε πολλές εναλλακτικές λύσεις σε περίπτωση που πήγαινε κάτι στραβά. Ειδικά όταν κάνεις γυρίσματα με ζώα, πρέπει να είσαι έτοιμος να δεχθείς ό,τι σου δώσουν και να το αξιοποιήσεις όσο γίνεται καλύτερα. Προσπαθείς πάντοτε να πετύχεις το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Σε κάποιες περιπτώσεις κερδίζεις κάτι καλό, σε κάποιες άλλες συμβιβάζεσαι και σε κάποιες άλλες χάνεις. Δυστυχώς, ο κινηματογράφος είναι μια πολύ ακριβή τέχνη και πολλές φορές δεν μπορείς να κάνεις πράξη ό,τι έχεις σκεφτεί ή έχεις γράψει στο χαρτί.
– Η νεκρή ζώνη είναι ο πραγματικός «πρωταγωνιστής» της ταινίας; Ο άνθρωπος είναι πάντα το επίκεντρο σε μια ιστορία, ο πρωταγωνιστής. Σ’ αυτή τη περίπτωση, η νεκρή ζώνη είναι ένας από τους «ανταγωνιστές», το φυσικό εμπόδιο, ο εξωτερικός παράγοντας που εμποδίζει τον πρωταγωνιστή να φτάσει στον στόχο του. Υπάρχουν φυσικά και εσωτερικά, προσωπικά «εμπόδια», προκαταλήψεις και φοβίες που ο καθένας καλείται ν’ αντιμετωπίσει σε κάποια στιγμή στη ζωή του.
– Με ποια κριτήρια έγιναν οι επιλογές των κεντρικών πρωταγωνιστών; Το casting ήταν μια μακρά και χρονοβόρα διαδικασία. Πρωταρχικό κριτήριο είναι η ποιότητα του ηθοποιού, να μπορεί να ενσαρκώσει τον χαρακτήρα που έχεις φανταστεί ως σεναριογράφος ή σκηνοθέτης. Ο ηθοποιός φέρνει με τη σειρά του δικές του ιδέες και μέσα από δημιουργικές συζητήσεις πλάθει τον χαρακτήρα. Είχα την ευκαιρία να δουλέψω με χαρισματικούς και αξιόλογους ηθοποιούς από την Κύπρο και το εξωτερικό. Ο Αδάμ Μπουσδούκος είναι καταξιωμένος ηθοποιός, πολύ γνωστός στη Γερμανία και σε άλλες χώρες και ταίριαζε απόλυτα στο χαρακτήρα του Γιάννη. Του άρεσε πολύ το σενάριο και ήθελε να παίξει στην ταινία από τη πρώτη στιγμή που το διάβασε. Ο Φατίχ Αλ, που ενσαρκώνει τον Τούρκο έποικο είναι ένας εξαιρετικός ηθοποιός που ζει κι εργάζεται στην Κωνσταντινούπολη. Είχαμε μια υπέροχη συνεργασία και αρκετές δημιουργικές συζητήσεις. Τόσο με την Βίκυ Παπαδοπούλου όσο και τον Όζγκιουρ Καραντενίζ η συνεργασία μας ήταν άψογη και τους υπερευχαριστώ για τον επαγγελματισμό, την αφοσίωση και την αγάπη τους για την ταινία και τους χαρακτήρες. Επίσης, είχα την ευκαιρία να δουλέψω και με πολλούς Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους ηθοποιούς όπως τον Γιάννη Κόκκινο, τον Βαλεντίνο Κόκκινο, τον Τόνυ Δημητρίου, την Γεωργία Κωνσταντίνου, την Όγια Ακίν, τον Ανδρέα Φυλακτού, τον Μάριο Στυλιανού και πολλούς άλλους. Είναι όλοι εξαιρετικοί ηθοποιοί, φίλοι και συνεργάτες για χρόνια με τους οποίους χαίρομαι πάντοτε που δουλεύουμε μαζί.
– Αντιμετώπισες τους κεντρικούς χαρακτήρες ως υπαρκτά πρόσωπα; Κάθε χαρακτήρας είναι ένα πάζλ, αν θέλεις, από υπαρκτά πρόσωπα και χαρακτήρες που γνωρίζω.
– Υπήρξαν πραγματικές εμπειρίες που χρησιμοποίησες ως έμπνευση; Και από προσωπικές εμπειρίες αλλά κι από άλλες ιστορίες που άκουσα όταν άρχισα να κάνω έρευνα. Σχεδόν όλα βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα, φυσικά με το στοιχείο της σάτιρας ή ακόμα και της υπερβολής.
– Πόσο βάρος έδωσες στην αφήγηση και πόσο στην αισθητική; Είναι μια ισορροπία που πρέπει να παλεύεις συνέχεια για να βρεις. Σίγουρα ό,τι υπάρχει σε μια ταινία, όλες οι επιλογές στη φωτογραφία, τα σκηνικά, τους ηθοποιούς, τους διαλόγους, τα ρούχα κ.λπ., βρίσκονται εκεί για να υπηρετήσουν την ιστορία και τους χαρακτήρες. Η αισθητική πρέπει να υπηρετεί την αφήγηση.
– Τι σημαίνουν για σένα τα βραβεία; Οι συμμετοχές σε αξιόλογα φεστιβάλ και οι βραβεύσεις είναι αναγνώριση ό,τι έγινε τουλάχιστον μια αξιοπρεπής δουλειά. Ο τελικός προορισμός, όμως, μιας ταινίας είναι η διανομή, να βγει στις αίθουσες, να τη δει ο κόσμος. Φεστιβάλ και βραβεία είναι απλώς ένα εργαλείο να «ξεχωρίσουν» κάποιες ταινίες, να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των διανομέων και του κοινού. Παράγονται κυριολεκτικά χιλιάδες ταινίες κάθε χρόνο στον κόσμο κι είναι εξαιρετικά δύσκολο για κάθε μια να πάρει διανομή. Μετά το βραβείο στη Τραϊμπέκα πολλοί διανομείς ζήτησαν να δουν την ταινία. Είναι δύσκολο να πείσεις κάποιον απλά να πάει να δει μια ταινία, ειδικά στην Κύπρο. Πόσο μάλλον να την αγοράσει και να τη βγάλει στις κινηματογραφικές αίθουσες, που είναι κάτι το οποίο κοστίζει πολύ ακριβά.
– Τι θεωρείς απαραίτητο να αλλάξει άμεσα σε σχέση με την ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης στην Κύπρο; Άμεση αύξηση του κονδυλίου του Υπουργείου Παιδείας για τον κινηματογράφο και στελέχωση του τμήματος με περισσότερα άτομα. Τα φορολογικά κίνητρα που έχουν εγκριθεί πρόσφατα είναι εξαιρετικά σημαντικά, αλλά χωρίς τη στήριξη από το Υπουργείο Παιδείας, ο κυπριακός κινηματογράφος δεν μπορεί να επιβιώσει. Τα δύο αυτά προγράμματα θα πρέπει να αναπτύσσονται παράλληλα. Για να μπορούμε να μιλάμε για κινηματογραφική παραγωγή, πρέπει να αυξηθούν οι παραγωγές! Με 2-3 ταινίες τον χρόνο –κι αυτό αν είμαστε τυχεροί- δεν μπορούμε να μπούμε στον παγκόσμιο κινηματογραφικό χάρτη.
– Τι αποκόμισες από την παρουσία σε διεθνείς διοργανώσεις; Από την αρχική ιδέα και τη συγγραφή του σεναρίου, τη διαδικασία χρηματοδότησης και της συμπαραγωγής με τρεις χώρες, τα γυρίσματα, τα φεστιβάλ, τις πωλήσεις και τη διανομή, ως την προώθηση της ταινίας, όλα αυτά ήταν ένα μεγάλο μάθημα, μια σχολή για μένα που πρώτη φορά περνούσα σ’ αυτό το επίπεδο. Ήταν μια πολύτιμη εμπειρία και για μελλοντικές δουλειές, τόσο ως σκηνοθέτης αλλά και ως σεναριογράφος και παραγωγός.
* Η ταινία «Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ» (Smuggling Hendrix) προβάλλεται από τις 9 Μαΐου σε όλους τους κινηματογράφους Κ-Cineplex και Ρίο της Κύπρου και μεταξύ 13-21 Μαΐου στον κινηματογράφο Πάνθεον στη Λευκωσία
Φιλgood, τεύχος 223.