«Ουζερί Τσιτσάνης» σε σκηνοθεσία Σίμου Κακάλα στο Θέατρο Δέντρο.
Η πρώτη φορά που είδα δουλειά του Σίμου Κακάλα ήταν όταν το Θέατρο Ριάλτο είχε φέρει –πριν κάμποσα χρόνια- στην Κύπρο μια από τις εκδοχές της περίφημης μεταμοντέρνας «Gόλfως!» του. Και η τελευταία, πριν το «Ουζερί Τσιτσάνης», ήταν τον περασμένο Δεκέμβριο στο Υπόγειο του Rex στην Πανεπιστημίου, όπου ανέβαινε το έργο του Μπρεχτ «Ο καταποντισμός του εγωιστή Γιόχαν Φάτσερ» από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Θυμάμαι μάλιστα τον ίδιο σε ρόλο αφηγητή- μπουλουκάρχη, στην αρχή μιας παράστασης που έμοιαζε με παρατεταμένη παράβαση, να καρφώνει με έντονο αλλά σαστισμένο βλέμμα τον 12χρονο γιο μου και να τον ρωτά: «εσύ ήρθες σίγουρα στη σωστή παράσταση;»
Η πρώτη φορά που είδα δουλειά του Σίμου Κακάλα ήταν όταν το Θέατρο Ριάλτο είχε φέρει –πριν κάμποσα χρόνια- στην Κύπρο μια από τις εκδοχές της περίφημης μεταμοντέρνας «Gόλfως!» του. Και η τελευταία, πριν το «Ουζερί Τσιτσάνης», ήταν τον περασμένο Δεκέμβριο στο Υπόγειο του Rex στην Πανεπιστημίου, όπου ανέβαινε το έργο του Μπρεχτ «Ο καταποντισμός του εγωιστή Γιόχαν Φάτσερ» από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Θυμάμαι μάλιστα τον ίδιο σε ρόλο αφηγητή- μπουλουκάρχη, στην αρχή μιας παράστασης που έμοιαζε με παρατεταμένη παράβαση, να καρφώνει με έντονο αλλά σαστισμένο βλέμμα τον 12χρονο γιο μου και να τον ρωτά: «εσύ ήρθες σίγουρα στη σωστή παράσταση;»
Έχω την εντύπωση ότι μια σαστιμάρα και μια δημιουργική αμηχανία στον τρόπο θεώρησης του κόσμου από τη θεατρική σκοπιά αποτελεί το σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη, αυτό που ορίζει το καλλιτεχνικό του στίγμα. Ο θεατής, είτε κατανοεί το δρώμενο είτε όχι, είτε του αρέσει αισθητικά είτε όχι, εισπράττει από τη σκηνή ένα αίτημα μελαγχολικής ελευθερίας, μια διάθεση των καλλιτεχνών να «παλέψουν» για να τον κερδίσουν, μια εντύπωση καθημερινής ζύμωσης της παράστασης με το έμψυχο φορτίο της πλατείας. Η συγκεκριμένη φορμαλιστική οπτική προδίδει μια νοοτροπία νευρικού φλερτ με το ακροατήριο. Αυτή η νευρικότητα όμως είναι το αλατοπίπερο της όλης διαδικασίας.
Οι θεατρικές συμβάσεις δεν δαιμονοποιούνται, απλώς αμφισβητούνται κι αν χρειαστεί αξιοποιούνται. Στη λογική του δρώμενου υπάρχουν αναφορές από το αρχαίο δράμα και την κομέντια ντελ άρτε, μέχρι τη λαϊκή παράδοση, τα καλλιτεχνικά κινήματα του 20ού αιώνα, τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, την αισθητική των ιαπωνικών μάνγκα. Κι όλα αυτά πασπαλισμένα με μια σκοτεινή αίσθηση χιούμορ. Είναι μια εναργής προσπάθεια παραδοχής του αμφιλεγόμενου της ζωής, των αντιθέσεων που έλκονται και αλληλεπιδρούν.
Στην πρώτη του δουλειά στην Κύπρο ο Κακάλας καταπιάνεται με τη σκηνική μεταφορά του χλιαρά ημιβιογραφικού μυθιστορήματος του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Πρόκειται για ένα όχι και τόσο άγνωστο για το «οπτικό» κοινό βιβλίο αφού το 2015 γνώρισε μια –κάπως τζούφια- κινηματογραφική μεταφορά από τον Μανούσο Μανουσάκη, ενώ στο θέατρο το είχε δοκιμάσει παλιότερα ο Σωτήρης Χατζάκης στο ΚΘΒΕ. Δεν είναι δυνατόν να θυμάμαι και πολλά από την παραγωγή εκείνη που είδαμε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Κύπρια το 2005, όμως είναι δεδομένο ότι στο Θέατρο Δέντρο παίζεται κάτι ΕΝΤΕΛΩΣ διαφορετικό.
Δεν έχει νόημα να ζυγίσουμε πόσος Τσιτσάνης, πόσος Σκαμπαρδώνης και πόσος Κακάλας υπάρχει μέσα στο παραστατικό χαρμάνι. Αυτό που έχει σημασία είναι η επιβεβαίωση της ευχέρειας του σκηνοθέτη να κάνει τους χαρακτήρες να μοιάζουν σαν να είναι βγαλμένοι από graphic novel, αλλά και άμεσα συνδεδεμένοι με την ποπ κουλτούρα. Η μάσκα είναι φυσικά καθοριστικό στοιχείο προς αυτή την κατεύθυνση. Αποτελεί λαϊτμοτίφ στην πορεία του σκηνοθέτη, ένας χαρακτηριστικός τρόπος εμπλουτισμού της θεατρικότητας. Η προσωπίδα δεν διαρρηγνύει απλώς την απόσταση με το ιστορικό και γεωγραφικό πλαίσιο του έργου (1943, Θεσσαλονίκη), αλλά αποτελεί αισθητικό και υποκριτικό εργαλείο. Κι αυτό φαινόταν ακόμη περισσότερο στις σκηνές που οι ηθοποιοί έπαιζαν χωρίς αυτή. Από τη στιγμή που ο θεατής το δεχτεί, ανοίγεται μπροστά του το σκηνοθετικό όραμα, στόχος του οποίου είναι η χρονική μετατόπιση στο φλέγον «εδώ και τώρα».
Η άγρια εποχή διυλίζεται σε εσωτερικευμένη οδύνη και συμπυκνώνεται σε ανάγκη έκφρασης για τον Τσιτσάνη που «είναι ικανός να τον στήσουνε οι Γερμανοί στον τοίχο κι αυτός εκείνη την ώρα να σκέφτεται πώς θα κάνει την εκτέλεση τραγούδι». Ο Κακάλας μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και γνωρίζει τα κατατόπια στην πόλη. Αφουγκράστηκε τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που αναπλάθει ο συγγραφέας, που προσθέτει στον φόντο και την καλλιτεχνική δράση του συνθέτη εκείνη την εποχή εκεί. Και επιδίωξε τους σαφείς παραλληλισμούς με το σήμερα.
Το κυπριακό κοινό δεν είναι ακριβώς εξοικειωμένο με το ιδιαίτερο σύμπαν του Κακάλα. Φαινομενικά, υπήρχε μια αίσθηση ότι η παράσταση δεν λειτουργεί όσο χρειαζόταν ως προς τη δόμηση των χαρακτήρων κι ότι ο σκηνοθέτης βρισκόταν έξω από τα νερά του και δεν κατάφερε να βρει χημεία με το υποκριτικό δυναμικό. Αυτό, όμως προσωπικά το εκλαμβάνω ως μέρος του τρικ ανάδειξης ενός ανελέητου σαρκασμού που δεν προορίζεται για λαϊκή κατανάλωση και δεν θα καθιστά το αποτέλεσμα ούτε υπεραναλυτικό, αλλά ούτε και σχηματικό έναντι του αρχικού κειμένου.
Φιλgood, τεύχος 225.