Χρίστος Τσιαήλης: Ψωμί, εκδόσεις Γκοβόστη, 2017. 
 
Ο Χρίστος Τσιαήλης, ηλικιακά νέος αλλά αισθητικά κατασταλαγμένος πεζογράφος του τόπου μας, είναι ένας κατά βάση και εκ πεποιθήσεως αντισυστημικός συγγραφέας. Όχι υπό την έννοια του αναρχικού, αντιεξουσιαστή αντιρρησία, αλλά υπό την έννοια του κοσμοθεωρητικά διαφωνούντα με οτιδήποτε θεσμικά συσσωρεύει εξουσία, η οποία ασκείται, κατά απόλυτο τρόπο, επί του συνόλου των απλών ανθρώπων. Αυτή την αίσθηση αποκόμισα διαβάζοντας τη συλλογή «Ψωμί» που αποτελείται από 14 σχετικά ευσύνοπτα διηγήματα.
Ως εκ τούτου συμφωνώ με τη γνωστή συγγραφέα Κωνσταντία Σωτηρίου, η οποία προλογίζει το βιβλίο και ανάμεσα σε άλλα, επισημαίνει ορθά ότι ο Τσιαήλης διαπραγματεύεται «τη συγκρουσιακή σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με τις δομές της κοινωνίας και τον έλεγχο που επιχειρείται να του ασκηθεί από παγκοσμιοποιημένες δυνάμεις». (σελ. 11) Επαναλαμβάνω μόνο ότι η στάση ζωής του Α.Τ., όπως αποτυπώνεται στο συγκεκριμένο βιβλίο, έχει κοσμοθεωρητικό χαρακτήρα. Ο συγγραφέας εγκύπτει με σοβαρότητα στις γενεσιουργές αιτίες που προκαλούν τη στάση συστήματος αλλά και την αντίσταση των ανθρώπων, όπου, επί της ουσίας, έχουμε να κάμουμε με τις έννοιες του ελέγχου από τη μια, και της ελευθερίας από την άλλη.
Η θεώρηση των πραγμάτων εκ μέρους του συγγραφέα  διαπνέεται από σαρκασμό, κυνισμό, ενίοτε και μια σατιρική διάθεση. Το κοσμοθεωρητικό του στίγμα παρατίθεται εύστοχα και ευσύνοπτα από το δεύτερο κιόλας διήγημα της συλλογής: «Το στομάχι κι αν έχει εγκέφαλο! Έναν εγκέφαλο τόσο δυνατό, που κινεί ένα πλανήτη όπως ακριβώς αυτό θέλει. Έναν εγκέφαλο που έριξε αυτοκρατορίες, έκτισε την παντοδυναμία των φεουδαρχών και των τσιφλικάδων, την έριξε με το έτσι θέλω, μετά τεμάχισε τη Δημοκρατία, έχτισε τον Δικομματισμό, επινόησε τον Κομμουνισμό και μετά του ανταπάντησε αυτού καθ’ αυτού με τον Καπιταλισμό. Κι όλα αυτά για ν’ αποφασίσει τελικά ότι του ταιριάζει ακόμη πιο πολύ ένας παγκόσμιος ολοκληρωτισμός». (σελ. 24)
 
Η γραφή του Α.Τ. εμπεριέχει έντονα ειδολογικά χαρακτηριστικά από τη λογοτεχνία του φανταστικού, αλλά δεν περιορίζεται μόνο σε αυτά. Εμπλουτίζεται και με δημοσιολογικά στοιχεία, ενδυναμώνεται από τις παραδόσεις και το ύφος της κλασικής λογοτεχνίας. Τεχνοτροπικά πρόκειται για ώριμη, σύγχρονη και ευρηματική γραφή.
Μια πρόσθετη αρετή του βιβλίου θεωρώ και το γεγονός ότι τα διηγήματα της συλλογής, φαινομενικά ανεξάρτητα μεταξύ τους, αναπτύσσουν το ένα με το άλλο μια διακειμενική συνομιλία. Οι ήρωες τους περιδιαβάζουν από το ένα αφήγημα στο άλλο σ’ ένα πιο εξελιγμένο ρόλο κάθε φορά. Τα διηγήματα του Α.Τ. επικοινωνούν μεταξύ τους σαν συγκοινωνούντα δοχεία, καθιστώντας τη γραφή του αδιόρατα αλυσιδωτή.
Κορυφαίο διήγημα της συλλογής θεωρώ το «Μαγιονέζα» (σελ. 87) όπου κορυφαία είναι και η σύγκρουση που καταγράφεται μεταξύ της εξουσίας και της αντίστασης σε αυτήν. Το παντοδύναμο σύστημα καθυποτάσσει τα πάντα. Μόνο η δύναμη της μητρικής αγάπης προς τον απεργούντα πείνας γιο, υπερισχύει. Η μητρική αγάπη συνεπικουρούμενη βέβαια και από το πανίσχυρο, έστω και υποσυνείδητο, όπως στην προκειμένη περίπτωση, ένστικτο της επιβίωσης.
Θέλω να πω ακόμη ότι ξεχώρισα το διήγημα «Αντιχρονιστικότητα» (σελ. 106) που θεωρώ ότι αποτελεί μια μικρή πραγματεία περί του χρόνου. Το κείμενο αυτό συνιστά συνάμα μια συνομιλία με τον πίνακα του Σαλβαντόρ Νταλί «Η εμμονή της μνήμης», πιο γνωστό και ως «Λιωμένα ρολόγια». Στο πίσω φόντο, σε μια δεύτερη αφηγηματική γραμμή, φωτίζεται αμυδρά η φθορά και η κενότητα των συζυγικών σχέσεων.
Γενικά, ο Α.Τ. σκιαγραφεί μια οργουελική ατμόσφαιρα με νέους, σύγχρονους τεχνολογικούς όρους. Όπως στον «Μεγάλο αδελφό» έτσι και στα διηγήματα του Κύπριου πεζογράφου, το διακύβευμα είναι ο έλεγχος των συνειδήσεων. Ένας έλεγχος δαιδαλώδης, μυστηριακός και ολοένα και πιο τρομακτικός για τις διαρκώς και πιο μεγάλες διαστάσεις του, για τις διαρκώς και πιο βασανιστικές μεθόδους του.
Πιστεύω πως το γεγονός ότι ο συγγραφέας, καθηγητής αγγλικών στο επάγγελμα, συνέγραψε τα πρώτα του βιβλία στα αγγλικά και προφανέστατα μελέτησε αρκετά την κλασική αγγλική λογοτεχνία αλλά μάλλον και τη μοντέρνα, αποτυπώνεται ευεργετικά και στο δικό του έργο. Αυτό είναι μάλλον πρόδηλο στη δομή των διηγημάτων του, αλλά και σε κάποιες τεχνικές που υιοθετούνται σε αυτά.
Πριν ολοκληρώσω αυτή την παρουσίαση θα ήθελα να κάμω μια μικρή αναφορά στην αυτοκριτική και τον αυτοσαρκασμό του συγγραφέα, που δημιουργεί προϋποθέσεις για ακόμα πιο καλά αποτελέσματα: «Ήμουνα ερωτευμένος με τη σκέψη μου. Ένας διανοουμενίστικος νάρκισσος». (σελ. 54)
Τέλος, αξίζει να τύχει αναφοράς και το χιούμορ του συγγραφέα, ο οποίος, αραιά και που, φροντίζει να εμπλουτίσει τη γραφή του και μ’ ένα επικαιρικό στοιχείο εντοπιότητας. Π.χ. «Γέμισε η Τιέν Αν Μεν και τα Ηλύσια Πεδία κι η Πλατεία Ομονοίας και η Τάιμς Σκουέαρ κι η αιώνια μισοκτισμένη Πλατεία Ελευθερίας…». (σελ. 118)