Η μοναχοκόρη του κορυφαίου Κύπριου ηθοποιού Σωτήρη Μουστάκα, επίσης ηθοποιός, Αλεξία Μουστάκα, επιλέγει την επέτειο των γενεθλίων του πατέρα της για να θυμηθεί, για το «Φιλgood», άγνωστα περιστατικά από όσα πολύτιμα έχει ζήσει.
Συναντιόμαστε έξω από το «Θέατρο Βέμπο», στην πλατεία Μεταξουργείου, εκεί όπου η Αλεξία θα πρωταγωνιστεί φέτος στην παράσταση «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», βασισμένη στο κλασικό μυθιστόρημα του Στρατή Μυριβήλη – μία βδομάδα προτού έρθει στην Κύπρο, για την sold out παράσταση «Λωξάντρα». «Θα άρεσε πολύ στον μπαμπά, το να βρεθώ στην Κύπρο για κάποια παράσταση», ξεκινά να μου λέει. «Μην ξεχνάς πως η πρώτη μου δουλειά, ως ηθοποιός, ήταν στην Κύπρο, στον ΘΟΚ, στην παράσταση “Μυρμιδόνες, Νηρηίδες, Φρύγες”, το 2004, σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους. Θυμάμαι ότι, εκείνο το καλοκαίρι, κάποιοι συνάδελφοι έπαιρναν τον μπαμπά τηλέφωνο και του έλεγαν διάφορα ωραία για μένα, για την υποκριτική. Κι εκείνος αισθανόταν πολύ όμορφα…».
Συμμεριζόταν ο μπαμπάς σου το όνειρό σου να γίνεις ηθοποιός;
Δεν είχε κανένα πρόβλημα. Ήθελε να γίνω ό,τι θα με ευχαριστούσε. Το ίδιο και η μαμά μου. Ωστόσο, ήταν ένα δύσκολο καλοκαίρι εκείνο… Είχαμε ξεκινήσει τις πρόβες μας, εκεί γύρω στο Πάσχα και, όλα μου τα λεφτά, σε κάθε ρεπό, κάθε βδομάδα, τα έδινα σε αεροπορικά εισιτήρια γιατί η μητέρα μου είχε ήδη προσβληθεί από αλτσχάιμερ – ήθελα να είμαι κοντά της, γιατί δεν ήξερα για πόσο ακόμη θα την είχα. Στην αρχή με αναγνώριζε, αλλά μετά τα πράγματα έγιναν δύσκολα – δεν επικοινωνούσε, δεν μπορούσε να μιλήσει…
Γνώριζες για την αρρώστια του μπαμπά σου;
Πολύ λίγα πράγματα. Ήξερα για τον καρκίνο. Γενικά. Ήξερα πως θα έκανε κάποιες χημειοθεραπείες. Αλλά με «παραμύθιαζε» – μου έλεγε πάντα «θα πάνε όλα καλά!». Εκείνος πίστευε πως θα με προστάτευε με αυτό τον τρόπο, αν δεν γνώριζα ολόκληρη την αλήθεια, αλλά τελικά έκανε το ακριβώς αντίθετο. Τα τελευταία χρόνια, λόγω της αρρώστιας της μητέρας μου, είχαμε έρθει ακόμη πιο κοντά, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένη για τη φυγή του. Του είχα πολύ μεγάλη αδυναμία!
Πολύ λίγα πράγματα. Ήξερα για τον καρκίνο. Γενικά. Ήξερα πως θα έκανε κάποιες χημειοθεραπείες. Αλλά με «παραμύθιαζε» – μου έλεγε πάντα «θα πάνε όλα καλά!». Εκείνος πίστευε πως θα με προστάτευε με αυτό τον τρόπο, αν δεν γνώριζα ολόκληρη την αλήθεια, αλλά τελικά έκανε το ακριβώς αντίθετο. Τα τελευταία χρόνια, λόγω της αρρώστιας της μητέρας μου, είχαμε έρθει ακόμη πιο κοντά, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένη για τη φυγή του. Του είχα πολύ μεγάλη αδυναμία!
Από μικρή ήθελες να ασχοληθείς με το θέατρο; Λόγω των γονιών σου;
Όχι, όχι. Ήθελα να κάνω άλλα πράγματα. Αν και δεν με απέτρεπαν ποτέ οι γονείς μου απ’ αυτό – ίσα ίσα που άρεσε πολύ στον μπαμπά μου όταν δουλεύαμε μαζί, όταν ξεκίνησα μαζί του σε επιθεώρηση, όταν ακολούθησε ο «Πλούτος» του Αριστοφάνη, το «Ξανά μαζί» και το «Αταίριαστο ζευγάρι» του Νιλ Σάιμον. Στην αρχή, λοιπόν, ήθελα να γίνω χορεύτρια, μετά αρχαιολόγος, ύστερα σκέφτηκα να ασχοληθώ με την αρχιτεκτονική, με την ζωγραφική… Δοκίμασα αρχικά τον εαυτό μου στο τραγούδι -ίσως επειδή λάτρευα το μιούζικαλ- και το θέατρο μπήκε στη ζωή μου σιγά σιγά – όχι αμέσως.
Όχι, όχι. Ήθελα να κάνω άλλα πράγματα. Αν και δεν με απέτρεπαν ποτέ οι γονείς μου απ’ αυτό – ίσα ίσα που άρεσε πολύ στον μπαμπά μου όταν δουλεύαμε μαζί, όταν ξεκίνησα μαζί του σε επιθεώρηση, όταν ακολούθησε ο «Πλούτος» του Αριστοφάνη, το «Ξανά μαζί» και το «Αταίριαστο ζευγάρι» του Νιλ Σάιμον. Στην αρχή, λοιπόν, ήθελα να γίνω χορεύτρια, μετά αρχαιολόγος, ύστερα σκέφτηκα να ασχοληθώ με την αρχιτεκτονική, με την ζωγραφική… Δοκίμασα αρχικά τον εαυτό μου στο τραγούδι -ίσως επειδή λάτρευα το μιούζικαλ- και το θέατρο μπήκε στη ζωή μου σιγά σιγά – όχι αμέσως.
Πώς ήταν ο μπαμπάς σου μαζί σου, όσο ήσουν παιδί;
Δεν ήταν πολύ «μπαμπάς», με την κλασική έννοια. Ήτανε περισσότερο σαν ένας προστατευτικός φίλος-μπαμπάς. Κάποια στιγμή, το είχε πει και εκείνος σε μία συνέντευξή του: «Είμαι ο μπαμπάς-ομπρέλα». Ήθελε το καλύτερο για όλους – όχι μόνο για την άμεση οικογένειά του, αλλά ευρύτερα. Ήταν ένας μπαμπάς για όλο τον κόσμο – σε σημείο που εκπλάγηκα όταν, μετά τη φυγή του, αντιλήφθηκα πόση κακία υπάρχει σ’ αυτό τον κόσμο, γιατί δεν με άφηνε να την αντιμετωπίσω. Ήταν σα να ήμουν μέσα σε γυάλα. Και νόμιζα πως όλος ο κόσμος έτσι ήτανε – σαν τους γονείς μου! Πολλές φορές, μετέπειτα, με κάποιες ανατροπές που είχε η ζωή μου σε σχέση με τους ανθρώπους, με έπιανε το παράπονο κι έλεγα: «Γιατί δεν μου μάθατε την αλήθεια;».
Δεν ήταν πολύ «μπαμπάς», με την κλασική έννοια. Ήτανε περισσότερο σαν ένας προστατευτικός φίλος-μπαμπάς. Κάποια στιγμή, το είχε πει και εκείνος σε μία συνέντευξή του: «Είμαι ο μπαμπάς-ομπρέλα». Ήθελε το καλύτερο για όλους – όχι μόνο για την άμεση οικογένειά του, αλλά ευρύτερα. Ήταν ένας μπαμπάς για όλο τον κόσμο – σε σημείο που εκπλάγηκα όταν, μετά τη φυγή του, αντιλήφθηκα πόση κακία υπάρχει σ’ αυτό τον κόσμο, γιατί δεν με άφηνε να την αντιμετωπίσω. Ήταν σα να ήμουν μέσα σε γυάλα. Και νόμιζα πως όλος ο κόσμος έτσι ήτανε – σαν τους γονείς μου! Πολλές φορές, μετέπειτα, με κάποιες ανατροπές που είχε η ζωή μου σε σχέση με τους ανθρώπους, με έπιανε το παράπονο κι έλεγα: «Γιατί δεν μου μάθατε την αλήθεια;».
Τι θυμάσαι τώρα, καθώς μιλάμε, από εκείνον;
…Μου έρχεται τώρα στο μυαλό ένα καλοκαίρι στην Τζιά, τότε που μου έμαθε ψαροντούφεκο – επειδή άρεσε πολύ σ’ εκείνον το ψάρεμα. Κι είχα πιάσει ένα χταπόδι! Ήταν κάτι το «φοβερό» για εκείνον. Θυμάμαι τη χαρά του… Τον θυμάμαι επίσης πολύ έντονα στις πρόβες του, που ήμουν συνέχεια στα καμαρίνια, τις κουβέντες μας, τα τηλέφωνά μας αργότερα, το να έρχεται στο σχολείο για να ρωτήσει για μένα και όλα τα παιδιά να ορμάνε επάνω του (χαμογελάει). Σκεφτόμουν: «Μα, γιατί το κάνουν αυτό τώρα, τα άλλα παιδάκια; Δεν το καταλαβαίνω!». Μου φαινόταν περίεργο. Κι αναρωτιόμουν επίσης: «Εγώ αυτό γιατί δεν το κάνω με τους άλλους μπαμπάδες;». Γιατί, στο σπίτι, ο μπαμπάς δεν ήταν «ο Σωτήρης Μουστάκας». Ήταν απλώς «ο μπαμπάς μου». Ακόμη και τη δεκαετία του ’80, τότε που γινόταν εκείνος ο χαμός με τις βιντεοκασέτες, που πηγαίναμε μαζί σε νησιά και στην επαρχία κι όλοι έτρεχαν καταπάνω του για να του ζητήσουν αυτόγραφα ή τον ακολουθούσαν στα γυρίσματα, συνέχιζε όλο αυτό να μου φαίνεται περίεργο.
…Μου έρχεται τώρα στο μυαλό ένα καλοκαίρι στην Τζιά, τότε που μου έμαθε ψαροντούφεκο – επειδή άρεσε πολύ σ’ εκείνον το ψάρεμα. Κι είχα πιάσει ένα χταπόδι! Ήταν κάτι το «φοβερό» για εκείνον. Θυμάμαι τη χαρά του… Τον θυμάμαι επίσης πολύ έντονα στις πρόβες του, που ήμουν συνέχεια στα καμαρίνια, τις κουβέντες μας, τα τηλέφωνά μας αργότερα, το να έρχεται στο σχολείο για να ρωτήσει για μένα και όλα τα παιδιά να ορμάνε επάνω του (χαμογελάει). Σκεφτόμουν: «Μα, γιατί το κάνουν αυτό τώρα, τα άλλα παιδάκια; Δεν το καταλαβαίνω!». Μου φαινόταν περίεργο. Κι αναρωτιόμουν επίσης: «Εγώ αυτό γιατί δεν το κάνω με τους άλλους μπαμπάδες;». Γιατί, στο σπίτι, ο μπαμπάς δεν ήταν «ο Σωτήρης Μουστάκας». Ήταν απλώς «ο μπαμπάς μου». Ακόμη και τη δεκαετία του ’80, τότε που γινόταν εκείνος ο χαμός με τις βιντεοκασέτες, που πηγαίναμε μαζί σε νησιά και στην επαρχία κι όλοι έτρεχαν καταπάνω του για να του ζητήσουν αυτόγραφα ή τον ακολουθούσαν στα γυρίσματα, συνέχιζε όλο αυτό να μου φαίνεται περίεργο.
Πότε συνειδητοποίησες το μέγεθός του ως καλλιτέχνη;
Στην εφηβεία. Στο Γυμνάσιο.
Στην εφηβεία. Στο Γυμνάσιο.
Τον ενοχλούσε, πιστεύεις, που για κάποιο χρονικό διάστημα, πολλοί τον ταύτιζαν με τις βιντεοκασέτες και όχι με τα έργα κλασικού ρεπερτορίου που προηγήθηκαν αλλά και με αυτά που ακολούθησαν μέχρι το τέλος της ζωής του;
Δεν τον ενοχλούσε, όχι. Αν και τις βιντεοκασέτες δεν τις δέχτηκε ποτέ. Ήταν κάτι που έκανε για οικονομικούς λόγους. Μην ξεχνάς, άλλωστε, ότι εκείνη η περίοδος, ήταν η περίοδος της βιντεοκασέτας.
Δεν τον ενοχλούσε, όχι. Αν και τις βιντεοκασέτες δεν τις δέχτηκε ποτέ. Ήταν κάτι που έκανε για οικονομικούς λόγους. Μην ξεχνάς, άλλωστε, ότι εκείνη η περίοδος, ήταν η περίοδος της βιντεοκασέτας.
Η μαμά σου, η επίσης ηθοποιός Μαρία Μπονέλου, αισθάνθηκε ποτέ αμήχανα που ο σταρ της οικογένειας ήταν ο Μουστάκας;
Όχι, όχι. Φαντάζομαι πως θα της άρεσε κιόλας.
Όχι, όχι. Φαντάζομαι πως θα της άρεσε κιόλας.
Εκείνος σου μιλούσε για την Κύπρο;
Ναι, βέβαια. Αγαπούσε πολύ την Κύπρο! Και τους δικούς του. Του έλειπαν, επειδή δεν μπορούσε να πηγαίνει συχνά για να τους βλέπει – λόγω και της φοβίας του με τα αεροπλάνα. Θυμάμαι μάλιστα πως μου έλεγε πως η γιαγιά μου ήταν απόλυτα σύμφωνη στο να ασχοληθεί με το θέατρο, ενώ ο παππούς μου όχι, δεν ήθελε να έρθει στην Αθήνα και να γίνει ηθοποιός. Ο μπαμπάς του ήταν, για αρκετά χρόνια και ο μουχτάρης στις Κάτω Πλάτρες! Θυμάμαι πάντως πως αισθανόταν πολύ Έλληνας ως Κύπριος κι επιθυμούσε πολύ στα νιάτα του, την περίοδο της ΕΟΚΑ στην οποία ήταν μέλος, να ενωθεί η Κύπρος με την Ελλάδα.
Ναι, βέβαια. Αγαπούσε πολύ την Κύπρο! Και τους δικούς του. Του έλειπαν, επειδή δεν μπορούσε να πηγαίνει συχνά για να τους βλέπει – λόγω και της φοβίας του με τα αεροπλάνα. Θυμάμαι μάλιστα πως μου έλεγε πως η γιαγιά μου ήταν απόλυτα σύμφωνη στο να ασχοληθεί με το θέατρο, ενώ ο παππούς μου όχι, δεν ήθελε να έρθει στην Αθήνα και να γίνει ηθοποιός. Ο μπαμπάς του ήταν, για αρκετά χρόνια και ο μουχτάρης στις Κάτω Πλάτρες! Θυμάμαι πάντως πως αισθανόταν πολύ Έλληνας ως Κύπριος κι επιθυμούσε πολύ στα νιάτα του, την περίοδο της ΕΟΚΑ στην οποία ήταν μέλος, να ενωθεί η Κύπρος με την Ελλάδα.
Σου εξέφρασε ποτέ παράπονα για τη δουλειά του, πως τον κούρασε κάποια στιγμή, πως θα ήθελε να είχε κάνει κάτι άλλο στη ζωή του;
Όχι, ποτέ. Ο μπαμπάς ήταν γεννημένος γι’ αυτό. Θυμάμαι που όταν κατάλαβε πια πως θα ασχολιόμουν κι εγώ με το θέατρο, μου έλεγε πως πρέπει να είμαι αληθινή με τον εαυτό μου, στη σκηνή, αλλά και πίσω από τη σκηνή, στη ζωή μου. Ο μπαμπάς μου υπηρέτησε μόνο την αλήθεια στη ζωή του! Κι αυτό προσπαθώ να κάνω κι εγώ…
Όχι, ποτέ. Ο μπαμπάς ήταν γεννημένος γι’ αυτό. Θυμάμαι που όταν κατάλαβε πια πως θα ασχολιόμουν κι εγώ με το θέατρο, μου έλεγε πως πρέπει να είμαι αληθινή με τον εαυτό μου, στη σκηνή, αλλά και πίσω από τη σκηνή, στη ζωή μου. Ο μπαμπάς μου υπηρέτησε μόνο την αλήθεια στη ζωή του! Κι αυτό προσπαθώ να κάνω κι εγώ…
Πώς σκέφτεσαι σήμερα τον μπαμπά σου;
Με πολλούς τρόπους. Μπορεί και να γελάσω καθώς φέρνω το πρόσωπό του στο μυαλό μου. Ακόμη κι όταν βλέπω τις ταινίες του, εγώ γελάω. Τον σκέφτομαι με πολλή γλύκα. Είναι, όμως, ορισμένες φορές, που με πιάνει το παράπονο…
Με πολλούς τρόπους. Μπορεί και να γελάσω καθώς φέρνω το πρόσωπό του στο μυαλό μου. Ακόμη κι όταν βλέπω τις ταινίες του, εγώ γελάω. Τον σκέφτομαι με πολλή γλύκα. Είναι, όμως, ορισμένες φορές, που με πιάνει το παράπονο…
Όση ώρα μιλάμε πάντως, είσαι συνεχώς βουρκωμένη…
…Ο μπαμπάς μου μού έδωσε πολλή αγάπη. Είμαι πλημμυρισμένη από την αγάπη του μπαμπά και της μαμάς μου! Η οικογένειά μου είναι ο θησαυρός μου. Καμιά φορά, ξέρεις, αισθάνομαι πως έμεινα στα 33. Τότε που έφυγαν και οι δύο από τη ζωή, με διαφορά δύο περίπου μηνών ο ένας απ’ τον άλλον. Νιώθω σαν το μικρό κοριτσάκι που έχασε τους γονείς του…
…Ο μπαμπάς μου μού έδωσε πολλή αγάπη. Είμαι πλημμυρισμένη από την αγάπη του μπαμπά και της μαμάς μου! Η οικογένειά μου είναι ο θησαυρός μου. Καμιά φορά, ξέρεις, αισθάνομαι πως έμεινα στα 33. Τότε που έφυγαν και οι δύο από τη ζωή, με διαφορά δύο περίπου μηνών ο ένας απ’ τον άλλον. Νιώθω σαν το μικρό κοριτσάκι που έχασε τους γονείς του…
Ο Κώστας Βουτσάς μου είχε πει κάποτε πως το μοναδικό πράγμα που αναγνώριζε η μαμά σου, στα τελευταία χρόνια της ζωής της, ήταν οι βηματισμοί του Σωτήρη, καθώς έμπαινε μέσα στο σπίτι…
Ισχύει. Η παρουσία του ήταν καταλυτικής σημασίας για τη μαμά. Δεν είναι τυχαίο που ο μπαμπάς μου πέθανε στις 4 Ιουνίου του 2007 και η μαμά μου, λίγο μετά, στις 30 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς. Η σχέση τους ήταν πολύ αγαπησιάρικη. Σκέψου πως μεταξύ τους αντάλλασσαν, για πολλά χρόνια, όχι σημειώματα, αλλά ποιήματα που τα άφηναν ο ένας στον άλλον στην κουζίνα ή στο καθιστικό. Έχω ένα τετράδιο γεμάτο από τέτοια ποιήματα. Μπορεί να πήγαινε, για παράδειγμα, η μαμά μου στη λαϊκή και να άφηνε ένα αστείο ποίημα στον μπαμπά μου που να αφορούσε τη λαϊκή. Ποτέ δεν τους θυμάμαι να είχαν τσακωθεί μεταξύ τους, ποτέ δεν υπήρχαν καβγάδες μέσα στο σπίτι. Την περίοδο της αρρώστιας της μαμάς τον θαύμασα: Ήταν απίστευτα γλυκός μαζί της, συνεχώς δίπλα της, παντού, στα νοσοκομεία, στα φάρμακά της, στους γιατρούς της – δεν την άφηνε στιγμή. Ήταν τα πάντα για εκείνην! Αν δεν ήταν ο μπαμπάς, η μαμά θα είχε φύγει πολύ πιο νωρίς από τη ζωή – είμαι πεπεισμένη γι’ αυτό.
Ισχύει. Η παρουσία του ήταν καταλυτικής σημασίας για τη μαμά. Δεν είναι τυχαίο που ο μπαμπάς μου πέθανε στις 4 Ιουνίου του 2007 και η μαμά μου, λίγο μετά, στις 30 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς. Η σχέση τους ήταν πολύ αγαπησιάρικη. Σκέψου πως μεταξύ τους αντάλλασσαν, για πολλά χρόνια, όχι σημειώματα, αλλά ποιήματα που τα άφηναν ο ένας στον άλλον στην κουζίνα ή στο καθιστικό. Έχω ένα τετράδιο γεμάτο από τέτοια ποιήματα. Μπορεί να πήγαινε, για παράδειγμα, η μαμά μου στη λαϊκή και να άφηνε ένα αστείο ποίημα στον μπαμπά μου που να αφορούσε τη λαϊκή. Ποτέ δεν τους θυμάμαι να είχαν τσακωθεί μεταξύ τους, ποτέ δεν υπήρχαν καβγάδες μέσα στο σπίτι. Την περίοδο της αρρώστιας της μαμάς τον θαύμασα: Ήταν απίστευτα γλυκός μαζί της, συνεχώς δίπλα της, παντού, στα νοσοκομεία, στα φάρμακά της, στους γιατρούς της – δεν την άφηνε στιγμή. Ήταν τα πάντα για εκείνην! Αν δεν ήταν ο μπαμπάς, η μαμά θα είχε φύγει πολύ πιο νωρίς από τη ζωή – είμαι πεπεισμένη γι’ αυτό.
Όσοι δεν ξέρουν τον Σωτήρη Μουστάκα, έχουν την εντύπωση πως ήταν ένας πολύ εξωστρεφής άνθρωπος…
Καμία σχέση! Δεν ήταν καθόλου εξωστρεφής – και σε αυτό του έχω μοιάσει. Ήταν πολύ κλειστός χαρακτήρας, σε αντίθεση με την μητέρα μου. Το πώς ήταν ο μπαμπάς στη σκηνή ή στον κινηματογράφο, δεν είχε καμία σχέση με το πώς ήταν ως άνθρωπος. Ο μπαμπάς, ναι μεν είχε πολύ έξυπνο χιούμορ, αλλά, γενικότερα, ήταν ένας πολύ σοβαρός και εσωστρεφής άνθρωπος. Κρατούσε πολλά για τον εαυτό του. Ακόμη και τις στεναχώριες του. Ειδικά τα πρώτα χρόνια του αλτσχάιμερ της μαμάς, ο μπαμπάς δεν έλεγε τίποτα, σε κανέναν.
Καμία σχέση! Δεν ήταν καθόλου εξωστρεφής – και σε αυτό του έχω μοιάσει. Ήταν πολύ κλειστός χαρακτήρας, σε αντίθεση με την μητέρα μου. Το πώς ήταν ο μπαμπάς στη σκηνή ή στον κινηματογράφο, δεν είχε καμία σχέση με το πώς ήταν ως άνθρωπος. Ο μπαμπάς, ναι μεν είχε πολύ έξυπνο χιούμορ, αλλά, γενικότερα, ήταν ένας πολύ σοβαρός και εσωστρεφής άνθρωπος. Κρατούσε πολλά για τον εαυτό του. Ακόμη και τις στεναχώριες του. Ειδικά τα πρώτα χρόνια του αλτσχάιμερ της μαμάς, ο μπαμπάς δεν έλεγε τίποτα, σε κανέναν.
Εσύ, πώς ήσουν εκείνη την περίοδο;
Όταν έμπαινα στο δωμάτιό της μαμάς έπαιζα «θέατρο» – μέχρι που της έλεγα διάφορα για τις προσωπικές μου σχέσεις, με περιγραφές, μήπως και «ξυπνούσε». Μόλις έβγαινα, όμως, από το δωμάτιο κατέρρεα.
Όταν έμπαινα στο δωμάτιό της μαμάς έπαιζα «θέατρο» – μέχρι που της έλεγα διάφορα για τις προσωπικές μου σχέσεις, με περιγραφές, μήπως και «ξυπνούσε». Μόλις έβγαινα, όμως, από το δωμάτιο κατέρρεα.
Ο μπαμπάς σου;
Εκείνος έδειχνε πιο δυνατός. Αλλά τον έχω δει κιόλας να κλαίει. Έχω και αυτή την εικόνα του στο μυαλό μου. Όπως και τη φωνή του στ’ αφτιά μου. Όταν πήγαινα κάπου και με έπαιρνε τηλέφωνο να με ρωτήσει «όλα καλά; Έφτασες;»… Καμιά φορά που πάμε σε περιοδείες και βλέπω τους άλλους να μιλάνε με τους γονείς τους, να τους πουν ένα «όλα καλά, φτάσαμε», με πιάνει το παράπονο – εμένα αυτό μου λείπει! Στενοχωριέμαι…
Εκείνος έδειχνε πιο δυνατός. Αλλά τον έχω δει κιόλας να κλαίει. Έχω και αυτή την εικόνα του στο μυαλό μου. Όπως και τη φωνή του στ’ αφτιά μου. Όταν πήγαινα κάπου και με έπαιρνε τηλέφωνο να με ρωτήσει «όλα καλά; Έφτασες;»… Καμιά φορά που πάμε σε περιοδείες και βλέπω τους άλλους να μιλάνε με τους γονείς τους, να τους πουν ένα «όλα καλά, φτάσαμε», με πιάνει το παράπονο – εμένα αυτό μου λείπει! Στενοχωριέμαι…
Πότε συνειδητοποίησες τον θάνατο των γονιών σου;
Θα σου πω. Άλλες φορές μου στέλνουν «μηνύματα» και νιώθω πως κάτι γίνεται με τις ψυχές των ανθρώπων – έρχονται στα όνειρά μου. Είναι, όμως, κι άλλες φορές, που νιώθω πως δεν υπάρχει τίποτα.
Θα σου πω. Άλλες φορές μου στέλνουν «μηνύματα» και νιώθω πως κάτι γίνεται με τις ψυχές των ανθρώπων – έρχονται στα όνειρά μου. Είναι, όμως, κι άλλες φορές, που νιώθω πως δεν υπάρχει τίποτα.
Πέρασες στιγμές μεγάλης θλίψης, μετά το θάνατο των γονιών σου;
Έφτασα λίγο πριν την κατάθλιψη, αλλά, με κάποιο τρόπο, «σώθηκα». Έβρισκα τη δύναμη μέσα μου, προσπαθούσα, και προχωρούσα…
Έφτασα λίγο πριν την κατάθλιψη, αλλά, με κάποιο τρόπο, «σώθηκα». Έβρισκα τη δύναμη μέσα μου, προσπαθούσα, και προχωρούσα…
Τι ελαττώματα είχε ο μπαμπάς σου;
Πολλοί θεωρούν ελάττωμα το πάθος του μπαμπά μου με το καζίνο. Αλλά εγώ το έβλεπα σαν κάτι που του άρεσε και ήθελε να το κάνει. Δεν το έβλεπα με τόσο άσχημο μάτι. Ήταν κάτι που τον ευχαριστούσε. Εκείνος δούλευε, εκείνος έβγαζε τα λεφτά, εκείνος τα έκανε κι ό,τι ήθελε.
Πολλοί θεωρούν ελάττωμα το πάθος του μπαμπά μου με το καζίνο. Αλλά εγώ το έβλεπα σαν κάτι που του άρεσε και ήθελε να το κάνει. Δεν το έβλεπα με τόσο άσχημο μάτι. Ήταν κάτι που τον ευχαριστούσε. Εκείνος δούλευε, εκείνος έβγαζε τα λεφτά, εκείνος τα έκανε κι ό,τι ήθελε.
Δεν σε στενοχωρούσε αυτό;
Όχι.
Όχι.
Η μαμά σου πώς το αντιμετώπιζε;
Κι εκείνη πήγαινε. Και μάλιστα το καζίνο τούς το ‘χε μάθει ο Νίκος Γκάτσος. Μαζί πήγαιναν.
Κι εκείνη πήγαινε. Και μάλιστα το καζίνο τούς το ‘χε μάθει ο Νίκος Γκάτσος. Μαζί πήγαιναν.
Εσύ πήγαινες μαζί τους;
Μετά τα 21 είχα κάρτες σε όλα τα καζίνο (γελάει). Και Θεσσαλονίκη και Λουτράκι και στο Ρίο… Αλλά μετά, πήγαινα στο αυτοκίνητο και κοιμόμουνα.
Μετά τα 21 είχα κάρτες σε όλα τα καζίνο (γελάει). Και Θεσσαλονίκη και Λουτράκι και στο Ρίο… Αλλά μετά, πήγαινα στο αυτοκίνητο και κοιμόμουνα.
Τώρα δεν ξέρω καν πού βρίσκονται αυτές οι κάρτες!
Δεν ήξερα πάντως πως ο Γκάτσος ήταν φίλος των γονιών σου…
Ναι, ο Γκάτσος ήταν ο καλύτερός τους φίλος. Ήταν περισσότερο κι από νονός μου. Μαζί του μεγάλωσα. Με λάτρευε! Γυρνούσα από το σχολείο και θα μ’ έπαιρνε 5-6 τηλεφωνήματα για να μου κάνει διάφορα παιχνίδια με λέξεις, να δει τι έχω φάει, να με ρωτήσει πώς πέρασα στο σχολείο, μου έδινε το χαρτζιλίκι που θα έδινε κάθε νονός στο βαφτιστήρι του, περνούσα Σαββατοκύριακα μ’ εκείνον και με τον Χατζιδάκι… Μεγάλη λατρεία! Εγώ, βέβαια, δεν καταλάβαινα ποιοι ήταν αυτοί γύρω μου, γιατί, για μένα, ήταν απλά κάποιοι άνθρωποι που μου έδειχναν πολύ μεγάλη αγάπη. Ήταν οι δικοί μου άνθρωποι! Θυμάμαι που ο Γκάτσος μου είχε πάρει την πρώτη μου γραφομηχανή και πάνω σ’ αυτήν είχε γράψει το «καίγομαι, καίγομαι» από το «Ρεμπέτικο», ενώ θυμάμαι ακόμη να λένε φοβερά αστεία μεταξύ τους αυτοί οι δύο σοφοί άνθρωποι. Ο Χατζιδάκις μού γνώρισε και τη δασκάλα που είχα στο τραγούδι, την Κική Μορφονιού. Θυμάμαι, επίσης, την Αγαθή Δημητρούκα, τη σύντροφο του Γκάτσου, να μου διαβάζει διάφορα παραμύθια – ένα από αυτά ήταν και η «Περιμπανού», απ’ το οποίο προέκυψε και το γνωστό τραγούδι… Η Αγαθή ουσιαστικά με ξέρει από ενός έτους. Και τώρα είμαστε κουμπάρες – έχω βαφτίσει το γιο της. Γενικά, αυτό που θέλω να σου πω, είναι πως είχα μία πολύ ωραία παιδική ηλικία. Ήμουν ένα ευτυχισμένο παιδί! Και αυτό το οφείλω στους γονείς μου και στο περιβάλλον που μου δημιούργησαν για να ζήσω.
Ναι, ο Γκάτσος ήταν ο καλύτερός τους φίλος. Ήταν περισσότερο κι από νονός μου. Μαζί του μεγάλωσα. Με λάτρευε! Γυρνούσα από το σχολείο και θα μ’ έπαιρνε 5-6 τηλεφωνήματα για να μου κάνει διάφορα παιχνίδια με λέξεις, να δει τι έχω φάει, να με ρωτήσει πώς πέρασα στο σχολείο, μου έδινε το χαρτζιλίκι που θα έδινε κάθε νονός στο βαφτιστήρι του, περνούσα Σαββατοκύριακα μ’ εκείνον και με τον Χατζιδάκι… Μεγάλη λατρεία! Εγώ, βέβαια, δεν καταλάβαινα ποιοι ήταν αυτοί γύρω μου, γιατί, για μένα, ήταν απλά κάποιοι άνθρωποι που μου έδειχναν πολύ μεγάλη αγάπη. Ήταν οι δικοί μου άνθρωποι! Θυμάμαι που ο Γκάτσος μου είχε πάρει την πρώτη μου γραφομηχανή και πάνω σ’ αυτήν είχε γράψει το «καίγομαι, καίγομαι» από το «Ρεμπέτικο», ενώ θυμάμαι ακόμη να λένε φοβερά αστεία μεταξύ τους αυτοί οι δύο σοφοί άνθρωποι. Ο Χατζιδάκις μού γνώρισε και τη δασκάλα που είχα στο τραγούδι, την Κική Μορφονιού. Θυμάμαι, επίσης, την Αγαθή Δημητρούκα, τη σύντροφο του Γκάτσου, να μου διαβάζει διάφορα παραμύθια – ένα από αυτά ήταν και η «Περιμπανού», απ’ το οποίο προέκυψε και το γνωστό τραγούδι… Η Αγαθή ουσιαστικά με ξέρει από ενός έτους. Και τώρα είμαστε κουμπάρες – έχω βαφτίσει το γιο της. Γενικά, αυτό που θέλω να σου πω, είναι πως είχα μία πολύ ωραία παιδική ηλικία. Ήμουν ένα ευτυχισμένο παιδί! Και αυτό το οφείλω στους γονείς μου και στο περιβάλλον που μου δημιούργησαν για να ζήσω.
Επηρέαζε την ψυχολογία του μπαμπά σου η δουλειά του; Μία τυχόν αποτυχία;
Δεν του άρεσαν και πολύ οι αποτυχίες, αλλά δεν πρέπει να ‘χε και πολλές απ’ όσο θυμάμαι.
Δεν του άρεσαν και πολύ οι αποτυχίες, αλλά δεν πρέπει να ‘χε και πολλές απ’ όσο θυμάμαι.
Τι τον έκανε, πιστεύεις, τόσο αγαπητό στο κοινό;
Η κανονικότητά του. Και το πόσο απλός ήτανε. Ήταν πολύ προσιτός.
Η κανονικότητά του. Και το πόσο απλός ήτανε. Ήταν πολύ προσιτός.
Δεν συνειδητοποιούσε το μέγεθος του ταλέντου του;
Σίγουρα το ήξερε. Αλλά δεν μιλούσε ποτέ γι’ αυτό.
Σίγουρα το ήξερε. Αλλά δεν μιλούσε ποτέ γι’ αυτό.
Πότε κατάλαβες, πρώτη φορά, πως ο μπαμπάς σου ήταν πολύ άσχημα με την υγεία του;
Μόνο τους τελευταίους πέντε μήνες το κατάλαβα, γιατί μέχρι τότε δεν ήξερα το μέγεθος του προβλήματος. Δεν με άφηνε να το ξέρω! Αλλά αφότου έκανε τις χημειοθεραπείες κι είχε χάσει και τα μαλλιά του… Το Πάσχα του 2007 συνέβη αυτό. Δύο μήνες πριν φύγει. Εκείνος, βέβαια, συνέχιζε να με παραμυθιάζει, να μου λέει πως όλα θα πάνε καλά… Αλλά δεν πήγαν! Εκείνο το καλοκαίρι, «το καλοκαίρι της φυγής», κάναμε τον «Πλούτο».
Μόνο τους τελευταίους πέντε μήνες το κατάλαβα, γιατί μέχρι τότε δεν ήξερα το μέγεθος του προβλήματος. Δεν με άφηνε να το ξέρω! Αλλά αφότου έκανε τις χημειοθεραπείες κι είχε χάσει και τα μαλλιά του… Το Πάσχα του 2007 συνέβη αυτό. Δύο μήνες πριν φύγει. Εκείνος, βέβαια, συνέχιζε να με παραμυθιάζει, να μου λέει πως όλα θα πάνε καλά… Αλλά δεν πήγαν! Εκείνο το καλοκαίρι, «το καλοκαίρι της φυγής», κάναμε τον «Πλούτο».
Ευτυχώς. Μου είχαν δώσει μάλιστα και έναν ακόμη ρόλο, αφότου έφυγε ο πατέρας μου, αλλά δεν θυμάμαι καθόλου σήμερα ούτε το ρόλο ούτε και τι ακριβώς έκανα εκείνο το καλοκαίρι… Δεν θυμάμαι τίποτα από εκείνο το καλοκαίρι!
Πώς είναι πια η ημέρα των γενεθλίων του, η 17η Σεπτεμβρίου, για σένα;
Η ημέρα αυτή είναι γλυκιά. Τόσο γλυκιά, που μπορεί να φτιάξω και κάποιο γλυκό στην κουζίνα. Σίγουρα δεν είναι σαν τη μέρα του θανάτου του η οποία είναι πολύ δύσκολη για μένα, αν σκεφτείς πως ο μπαμπάς πέθανε μία ημέρα ακριβώς μετά τα γενέθλιά μου. Λέω κάθε χρόνο «όχι, θα είμαι εντάξει εκείνη τη μέρα, θα κάνω πράγματα, θα το ξεχάσω», αλλά δεν τα ‘χω καταφέρει ακόμη… Είμαι άσχημα. Αντίθετα, η μαμά επειδή ταλαιπωρήθηκε για πολλά χρόνια με το αλτσχάιμερ, από τα 57 της, ίσως να ήταν και κάποιου είδους ανακούφιση πια για εκείνην η φυγή της. Αλλά και για μένα, ήταν κάτι που περίμενα χρόνια. Δεν ήταν ξαφνικό, όπως συνέβη με τον μπαμπά, που δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ, πώς να αντιμετωπίσω αυτή την μεγάλη απώλεια της ζωής μου.
Η ημέρα αυτή είναι γλυκιά. Τόσο γλυκιά, που μπορεί να φτιάξω και κάποιο γλυκό στην κουζίνα. Σίγουρα δεν είναι σαν τη μέρα του θανάτου του η οποία είναι πολύ δύσκολη για μένα, αν σκεφτείς πως ο μπαμπάς πέθανε μία ημέρα ακριβώς μετά τα γενέθλιά μου. Λέω κάθε χρόνο «όχι, θα είμαι εντάξει εκείνη τη μέρα, θα κάνω πράγματα, θα το ξεχάσω», αλλά δεν τα ‘χω καταφέρει ακόμη… Είμαι άσχημα. Αντίθετα, η μαμά επειδή ταλαιπωρήθηκε για πολλά χρόνια με το αλτσχάιμερ, από τα 57 της, ίσως να ήταν και κάποιου είδους ανακούφιση πια για εκείνην η φυγή της. Αλλά και για μένα, ήταν κάτι που περίμενα χρόνια. Δεν ήταν ξαφνικό, όπως συνέβη με τον μπαμπά, που δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ, πώς να αντιμετωπίσω αυτή την μεγάλη απώλεια της ζωής μου.
Φιλgood, τεύχος 239.
xatzigeorgiou@yahoo.com