«Το έριξαν! Μα πότε το έριξαν; Το έριξαν!» Ακόμα ηχεί στα αυτιά μου η έντρομη φωνή της Μερόπης. Πηγαίναμε να δούμε μια έκθεση για τον Αυστριακό ζωγράφο Κλιμτ, σε ένα κτήριο της οδού Γλάδστωνος, όταν, καθώς στάθμευε το αυτοκίνητό της, είδε ότι το όμορφο διπλανό σπίτι δεν υπήρχε πια. Παραλίγο να τρακάρουμε…

Σήμερα θα είμαι γκρινιάρα. Και αφοριστική. Απολογούμαι εκ των προτέρων γι’ αυτό. Αρχίζω, λοιπόν, με τη δήλωση ότι αγαπώ πολύ τη Λευκωσία. Και την αγάπησα γιατί την περπάτησα ‒ και εξακολουθώ να την περπατώ. Και φοβάμαι ότι οι Λευκωσιάτες δεν την αγαπούν. Αγαπούν βέβαια τις αναμνήσεις τους από αυτήν, αλλά την ίδια την πόλη δεν την αγαπούν. Γιατί δεν τη βλέπουν. Όταν ακόμα και για να πάνε στον φούρνο, 300 μέτρα από το σπίτι τους, παίρνουν αυτοκίνητο, δεν έχουν την ευκαιρία να τη δουν. Γιατί ακολουθούν συγκεκριμένες διαδρομές, τις ίδιες πάντα.

Πρόσφατα, άκουσα μια μέρα στην τηλεόραση την Άννα Μαραγκού, με αφορμή το νέο βιβλίο της, Περπατώντας στις όχθες του Πεδιαίου (εκδ. Ροδακιό), να προτείνει στους περιπατητές της Λευκωσίας να σηκώνουν τα μάτια τους ψηλά, για να αντιληφθούν την ομορφιά της πόλης. Θα διαφωνήσω. Αρκεί να κοιτούν… Θυμάμαι, όταν ακόμα υπήρχε ο «Κοχλίας», το βιβλιοπωλείο της Νίκης, κάθε φορά που ήθελα να το επισκεφθώ, περνούσα μέσα από το νεκροταφείο του Αγίου Σπυρίδωνα, αυτό το σιωπηλό μαρμάρινο βιβλίο με τις μνήμες της παλιάς Λευκωσίας και των «μεγάλων» της οικογενειών. Μα ήμουν πάντα μόνη. Αργότερα, όταν οι περισσότεροι τάφοι μετακινήθηκαν και το νεκροταφείο έγινε πάρκο, νόμιζα ότι οι επισκέπτες του θα πλήθαιναν. Λάθος μου! Κανείς δεν κάθεται στα παγκάκια του τις όμορφες χειμωνιάτικες μέρες, κανείς δεν διαβάζει τις επιγραφές στους εναπομείναντες τάφους… Και, βέβαια, ποιος θυμάται πια ότι, πολύ προτού η Λεωφόρος Λάρνακος ονομαστεί Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, λεγόταν… Πλούτωνος, επειδή ακριβώς κατέληγε στο συγκεκριμένο νεκροταφείο;
 
Σήμερα όμως, 22 Σεπτεμβρίου, είναι η Ευρωπαϊκή Μέρα Χωρίς Αυτοκίνητο. Στον εορτασμό συμμετέχουν 1.500 πόλεις της Ευρώπης (και τέσσερις του Καναδά). Πρόκειται, όμως, για μια Ευρωπαϊκή Μέρα που… μας θέτει εκτός Ευρώπης. Γιατί πώς να γιορτάσει η Λευκωσία (αλλά και οι άλλες κυπριακές πόλεις) αυτή τη μέρα, με τις δωρεάν μετακινήσεις των πολιτών στα μέσα μαζικής μεταφοράς, όταν τις Κυριακές οι συγκοινωνίες υπολειτουργούν (όχι ότι τις καθημερινές επαρκούν), ενώ ακόμα και τα μικρά λεωφορεία της πόλης, με αφετηρία το παλιό ΓΣΠ, παρόλο ότι είναι ολόχρονα δωρεάν, κανείς δεν τα προτιμά;
 
Εκτός από τη Λήδρας και την Ονασαγόρου, όλοι οι δρόμοι της Λευκωσίας, εντός και εκτός των τειχών, είναι έρημοι από διαβάτες. Κανείς δεν περπατά. Αλλά την ίδια ώρα τα γυμναστήρια είναι γεμάτα και οι «διάδρομοί» τους περιζήτητοι. Η Λευκωσία όμως είναι όμορφη, με ένα σωρό μικρούς ή μεγαλύτερους πνεύμονες πρασίνου. Ίσως όχι όσο φροντισμένους θα έπρεπε, αλλά και πάλι όμορφους. Και έρημους! Μόνο μερικοί συνοδοί σκύλων τούς τιμούν, αν και συχνά ο περίπατος του σκύλου περιλαμβάνεται στις υποχρεώσεις της οικιακής βοηθού. Επιπλέον η Λευκωσία, παρά την ανύπαρκτη ή υποτυπώδη προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, έχει ακόμα ωραία κτήρια και γωνιές γοητευτικές. Γιατί αυτή η ζεστή, κιτρινωπή πουρόπετρα, με την οποία είναι χτισμένες ακόμα και κάποιες από τις παλιότερες πολυκατοικίες, τις κάνει να δείχνουν όμορφες.
 
Είχα ακούσει κάποτε τον νυν Δήμαρχο Λευκωσίας να λέει ότι η δεκαετία του ’80 ήταν εκείνη που καθόρισε συγκοινωνιακά τη Δημοκρατία, όταν, αντί έστω και ενός μέσου σταθερής τροχιάς, προτιμήθηκαν οι αυτοκινητόδρομοι. Όμως το ποτήρι έχει πια ξεχειλίσει. Πόσα αυτοκίνητα να αντέξουν οι δρόμοι; Και πόσους χώρους στάθμευσης η πόλη; Αφήστε που η Πάφος θα… ερχόταν πιο κοντά, αν μπορούσαμε να πάρουμε ένα (γρήγορο) τρένο και να πάμε εκεί σε ούτε μιάμιση ώρα, με την προοπτική να επιστρέψουμε κατά τον ίδιο τρόπο το βραδάκι, ξεκούραστοι και ασφαλείς!
 
Υ.Γ.: Κείμενα και φωτογραφίες από μοναχικές περιπλανήσεις του συγγραφέα, που ακόμα και στην καρδιά της Αθήνας καταφέρνει να ανακαλύψει μια σκιερή αυλή και… μια ζούγκλα από μολόχες: Νίκος Βατόπουλος, Περπατώντας στην Αθήνα (Μεταίχμιο). Οι περιπατητές της Λευκωσίας, αν μπορούσαν να έχουν στα χέρια τους το (προ πολλού εξαντλημένο) βιβλίο της Αγνής Μιχαηλίδου, Χώρα, η παλιά Λευκωσία, θα άκουγαν την ίδια την πόλη να τους μιλά και να τους λέει ψιθυριστά για τα περασμένα. Μήπως κάποιος εκδότης θα έπρεπε να ενδιαφερθεί για την επανέκδοση αυτού του σπάνιου βιβλίου, ώστε να γίνει προσιτό στις νεότερες γενιές;
 
Φιλgood, τεύχος 239