Ο διεθνής εικαστικός σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης, με αφορμή τις τρεις σημαντικές στιγμές της πορείας του αυτό το φθινόπωρο στην Ευρώπη.
 
Το έργο του Sectile εγκαταστάθηκε μόνιμα στην είσοδο των μοντέρνων συλλογών του Centre Pompidou στο Παρίσι, ενώ από το καλοκαίρι το The Sea εκτίθεται στις μόνιμες συλλογές του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Στοκχόλμης. Η πρόσφατη έκθεσή του στο Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς σπίτι του αρχιτέκτονα Barragán στο Μεξικό και στην Serpentine του Λονδίνου, αλλά και η συμμετοχή του σε σημαντικές διεθνείς διοργανώσεις, όπως η Documenta 13, Κάσσελ, Μπιενάλε Βενετίας, αλλά και οι εκθέσεις του σε πολλά από τα πιο γνωστά μουσεία στον κόσμο, είναι μόνο μερικά από τα λαμπερά σημεία στο βιογραφικό του. Στην ατζέντα του αυτό τον καιρό έρχονται να προστεθούν δυο άλλες εκθέσεις, στα Musée d’Orsay και Camden Arts Center. Αλλά και η συμμετοχή του σ’ ένα από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ της Ευρώπης, το Festival d’Automne.

– Σε τι περιβάλλον μεγάλωσες; Υπήρχε η τέχνη μέσα στο σπίτι; Μεγάλωσα σε περιβάλλον ανοχής. Παρ’ ότι οι γονείς μου δεν είναι συμβατικά φιλότεχνοι, υπήρξαν πάντα υποστηρικτικοί.  

 
– Τελικά, ο άνθρωπος πώς βρίσκει το δρόμο του;  Το να βρει ο άνθρωπος το δρόμο του προϋποθέτει πως ο δρόμος είναι ένας και η πορεία προφανής, έστω περιοδικά. Δεν αντιλαμβάνομαι έτσι τα πράγματα, ούτε σε προσωπικό, αλλά ούτε και σε συλλογικό επίπεδο.  
 
– Πώς τα αντιλαμβάνεσαι; Αυτό που θέλω να πω είναι πως αν ο άνθρωπος κερδίζει κάποια ασφάλεια στην πορεία του, τότε αυτό έχει μόνο να κάνει με τα βήματά του, τον ρυθμό, τη διαχείριση των μονόδρομων και των αδιεξόδων. Έπειτα η αλλαγή πορείας αποτελεί σημαντική αρετή και στις μέρες μας επιβεβλημένη ανάγκη.  
 
– Αυτό πάλι πώς το αντιλαμβάνεσαι; Βρισκόμαστε αναμφισβήτητα και με τεκμήρια πια, μπροστά σε ένα πρωτοφανή ιστορικό κίνδυνο ολέθριου εκτροχιασμού. 
 
– Σε τι αναφέρεσαι; Στην κρίσιμη κατάσταση που διαμορφώνεται από την κλιματική αλλαγή και σε ό,τι αυτή αποκαλύπτει για τις σύγχρονες ανεπτυγμένες οικονομίες. Βέβαια, η έννοια της «ανάπτυξης» όπως και η συμβατική έννοια της «προόδου» καθίστανται σε αυτό το πλαίσιο δραματικά απατηλές.
– Πόσο επηρέασε η καταγωγή σου την τέχνη σου; Με τον προφανή τρόπο που επηρεάζει όλους μας σε ό,τι κάνουμε. Πρόκειται για μια δομική συνθήκη. Αν αντέστρεφα βέβαια την ερώτησή σου, δηλαδή πώς η τέχνη επηρέασε τις αντιλήψεις μου για την καταγωγή, θα σου έδινα ίσως μια πιο ενδιαφέρουσα απάντηση, καθώς η τέχνη μού επέτρεψε να αποδομήσω δυναμικά διάφορες επιβεβλημένες συνθήκες, μεταξύ των οποίων και την έννοια της καταγωγής.
– Τι μπορεί να λειτουργήσει ως ερέθισμα για να το εισάγεις στο έργο σου; Τα πάντα εν δυνάμει. Ξέρεις, επικρατεί γενικότερα μια ρομαντική αντίληψη για τις λειτουργίες των καλλιτεχνών και συχνά από αυτή την αντίληψη προκύπτει και η ρομαντική ιδέα της «έμπνευσης». Τα πράγματα είναι στην ουσία πολύ πιο απλά και πολύ πιο κοντά σε άλλες πρακτικές. 
– Τι κάνει λοιπόν το επάγγελμα του καλλιτέχνη διαφορετικό και γιατί το επέλεξες; Μέσα από τη δική μου εμπειρία μια ριζοσπαστικά διαφορετική διαχείριση του χρόνου.
– Θα έλεγες πως το βραβείο ΔΕΣΤΕ ήταν η αρχή για τη διεθνή καριέρα σου; Πόσο βοηθά μια διάκριση; Σε ένα επίπεδο καθαρά σταδιοδρομίας και ευκαιριών. Επί της ουσίας όμως τα βραβεία είναι μια εντελώς υποκειμενική προβολή και σε πολλές περιπτώσεις με τυχαία κατάληξη. Αυτό πολλαπλασιάζεται στην τέχνη, καθώς η ίδια η βάση της τέχνης είναι πλήρως υποκειμενική και κατά συνέπεια τα κριτήρια αξιολόγησής της.
 
– Γιατί εννοιολογική τέχνη; Τι απαντάς σε όσους λένε πως δεν την καταλαβαίνουν; Δεν πιστεύω πως η αρχή της «κατανόησης» αποτελεί μια σωστή βάση για την εμπλοκή μας στην τέχνη. Επίσης δεν είμαι σίγουρος πως ο πολύπλοκος συμβολισμός της αναγεννησιακής ζωγραφικής, για παράδειγμα, είναι πιο εύκολο να κατανοηθεί τελικά. Η αντίθεση εννοιολογική και μη εννοιολογική τέχνη είναι πλασματική και πόσο μάλλον όταν γι’ αυτό αποτελεί κριτήριο η έννοια της «κατανόησης».
– Έχεις ζήσει εκτός Κύπρου και συνεχίζεις να φεύγεις για τακτικά διαστήματα. Ταξιδεύω συστηματικά από πολύ μικρός. Ταξιδεύω περισσότερο απ’ όσο θα ήθελα και περισσότερο απ’ όσο δικαιολογεί η κλιματική συνθήκη στην οποία αναφέρθηκα. Περισσότερο επίσης απ’ όσο θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει κοινωνικά και συναισθηματικά υγιές. Τα τελευταία δύο χρόνια εξερευνώ εναλλακτικές λειτουργίες, κάτι που δεν είναι εύκολο στον παγκοσμιοποιημένο τρόπο μέσα στον οποίο αναπτύχθηκε η παράδοση της σύγχρονης τέχνης και ειδικά οι δραστηριότητες των καλλιτεχνών της γενιάς μου. Είναι όμως πια αναγκαίο και πολύ σύντομα θα καταστεί απαραίτητο.
– Πού νιώθεις αλήθεια σπίτι σου; Αν με ρωτούσες πριν κάποια χρόνια θα σου έλεγα δίχως δεύτερη σκέψη πως νιώθω σπίτι μου τη Λεμεσό. Είναι η πόλη στην οποία γεννήθηκα και με την οποία διατηρώ μια ουσιαστική και συνεχιζόμενη σχέση. Τα τελευταία δύο χρόνια όμως, αφενός λόγω της ασύδοτης λεγόμενης ανάπτυξης και αφετέρου λόγω της εξαιρετικά κακής δημαρχίας, νιώθω αποξενωμένος.

– Δηλαδή; Ο δημόσιος χώρος «διακορεύεται» χωρίς προηγούμενο. Παρατηρείται μια εξαιρετικά επιζήμια και δύσκολα αναστρέψιμη αλλοτρίωση του αστικού ιστού. Οι διαστρεβλωμένες πρακτικές που εφαρμόζονται στην πολεοδομική μεταχείριση της πόλης αντικατοπτρίζουν επίσης ζητήματα διαχείρισης του δημόσιου χώρου γενικότερα, τα μπαρ, τα καφέ, και ούτω καθεξής. Το κέντρο είναι άβατο αν δεν είσαι καταναλωτής και μη βιώσιμο αν είσαι κάτοικος. Ακόμα και ο μόλος, που ιστορικά υπήρξε για τα δεδομένα της Κύπρου ένας μοναδικός χώρος ανάμιξης και συνεύρεσης, κατακλύζεται πια από διαφημίσεις και θόρυβο. 

 
– Και πού προτιμάς να ζεις; Δεν ξέρω αν προτιμώ να ζω κάπου αλλού. Συνδέθηκα ουσιαστικά με πολλές πόλεις: το Παρίσι, την Κωνσταντινούπολη, το Ρίο, όπου έζησα με διαλείμματα για μεγάλα διαστήματα. Αυτό που παρατηρώ συστηματικά επιστρέφοντας σε όλες αυτές τις πόλεις είναι μια θλιβερή αποξένωση από το παρόν, συγκαλυμμένη με τις προβληματικές προβολές της νοσταλγίας.
– Επιστρέφουμε λοιπόν στον αποπροσανατολισμό που έλεγες προηγουμένως… Ναι χωρίς να σημαίνει πως υπήρξε κάποτε σαφής προσανατολισμός. Οι κοινωνίες που γνωρίζω μου φαίνεται πως είναι δύσκολο να διαχειριστούν την ευθύνη μπροστά στην κρισιμότητα του παρόντος. Το παρόν είναι επικίνδυνο, το μέλλον αβέβαιο και το παρελθόν νοσταλγικά εξωραϊσμένο από την επιλεκτικότητα της μνήμης.
– Ποιος ήταν ο βασικός λόγος που δημιούργησες τον εκθεσιακό χώρο στη Λεμεσό; Ποιοι ήταν οι αρχικοί σου στόχοι στο πρόγραμμά της; Αποφάσισα να μεταφέρω κάποιες από τις βασικές λειτουργίες της παραγωγής μου στη Λεμεσό και έτσι προέκυψε η ανάγκη του στούντιο, κάτι που δεν είχα επιδιώξει ποτέ στο παρελθόν. Η ιδέα του στούντιο μου προκαλούσε πάντοτε αμηχανία. Είναι λοιπόν η απόφαση δημιουργίας του The Island Club που μου επέτρεψε τελικά να συμβιβαστώ με την ιδέα του στούντιο. Τώρα πια τα πράγματα πήραν το δρόμο τους, καθώς είμαστε στη διαδικασία διαχωρισμού των δυο. Θα κρατήσουμε τη συγγένεια αλλά το The Island Club θα μεταφερθεί με τον νέο χρόνο σε έναν ελαφρώς μεγαλύτερο χώρο.  
 
– Υπάρχουν κανόνες στην αγορά της τέχνης; Μπορούν να ανατραπούν; Θα πρέπει οι εικαστικοί να τις ακολουθούν; Πρόκειται για μια από τις πιο ακανόνιστες και σκοτεινές εκφράσεις της αγοράς. Το βασικό όραμα των κρατικών μουσείων σύγχρονης τέχνης διαβάλλεται σήμερα από ιδιωτικές συλλογές που εξυπηρετούν ιδιωτικά συμφέροντα. Πολλά από αυτά τα μουσεία, όπως για παράδειγμα το Centre Pompidou που γνωρίζω καλύτερα λόγω της σχέσης μου με τη Γαλλία, ιδρύθηκαν από τα κράτη πρόνοιας της δεκαετίας του ‘70 στη βάση της «τέχνης για όλους». Υποφέρουν λοιπόν σήμερα από τις στρατηγικές των σύγχρονων δημοκρατιών που εναποθέτουν πια την τέχνη στα χέρια ιδιωτών συλλεκτών. Αυτό σημαίνει προφανείς φορολογικές απαλλαγές και ιδιωτικά συμφέροντα που επιβαρύνουν κατά συνέπεια τους προϋπολογισμούς των κρατικών μουσείων και των δημοσίων συλλόγων. Για να επιστρέψω όμως στην ερώτησή σου, που αφορούσε πιστεύω τη σχέση του καλλιτέχνη με το χρήμα, σαφώς και η οικονομία επηρεάζει τις μορφές της τέχνης που βλέπουμε να προωθούνται και να αναπτύσσονται. Είναι προφανές. Όπως επίσης οι παραδόσεις ολοκληρωτικής κρατικής επιχορήγησης επηρεάζουν ανάλογες πρακτικές στο θέατρο και στον χορό. Η καλή τέχνη αντιστέκεται και στα δύο.

– Ποια η σχέση σου με το κοινό; Τι συναισθήματα θα ήθελες να βιώσουν όσοι βλέπουν το έργο σου; Αν και με γοητεύει η ιδέα του ότι η δουλειά μου μπορεί να προκαλέσει συναισθήματα και σκέψεις, δεν έχω βέβαια καμιά φιλοδοξία ούτε για το ποια συναισθήματα ακριβώς μπορεί να προκαλέσει μα ούτε και για το ποιες ακριβώς σκέψεις. Εξάλλου γι’ αυτό κάνω την τέχνη που κάνω.

– Ποιες είναι σήμερα οι προκλήσεις ενός καλλιτέχνη; Δεν εκπροσωπώ κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό μου. Για μένα είναι αυτό που ανέφερα πριν. Πώς δηλαδή μπορώ να συνεχίσω να κάνω αυτό που κάνω αλλάζοντας τον τρόπο με τον οποίο ταξιδεύω.
– Πότε ένιωσες πως «ναι, τα έχω καταφέρει»; Το έχεις πει ποτέ; Να καταφέρω τι; Όχι, βέβαια. Είναι όλα τόσο σχετικά!
– Στην ατζέντα σου υπάρχει ένα πρόγραμμα που πολλοί θα ζήλευαν. Αλήθεια πώς αντιμετωπίζεις τον ανταγωνισμό στο χώρο που κινείσαι; Πώς θα χαρακτήριζες τον χώρο αυτό; Έχω πολλούς καλούς φίλους καλλιτέχνες. Οι φίλοι μου είναι όλοι σχεδόν από τον χώρο της τέχνης και της διανόησης. Επίσης μέσα από την εμπειρία του The Island Club διαπίστωσα πως η νεότερη γενιά, που αριθμητικά συγκεντρώνεται κυρίως στη Λευκωσία, είναι όμορφα συνδεδεμένη με ουσιαστικό διάλογο και πολύμορφες συνεργασίες. Αυτή είναι μια πολύ ευχάριστη διαφοροποίηση σε σχέση με τη δική μου γενιά και ίσως προηγούμενες που οργανώθηκαν πιο ατομικιστικά και κατά συνέπεια πιο ανταγωνιστικά.
– Μίλησέ μου για τις εκθέσεις σου στο Camden Arts Center του Λονδίνου. Είναι συνειδητά μια πρώτη προσπάθεια ανασκόπησης της δουλειάς μου των τελευταίων 10 χρονών. Αυτό προϋποθέτει την αντιπαραβολή της έρευνάς μου σε κυπριακά αρχεία, μιας έρευνας περί εικονογραφίας και της πιο πρόσφατης ανεικονικής και εικονοκλαστικής δουλειάς μου.
– Στο Musée d’Orsay του Παρισιού τι θα παρουσιάσεις; Εκεί πρόκειται για ακριβώς το αντίθετο. Παρουσιάζω ένα σύνολο αποκλειστικά νέων έργων.
– Το μουσείο Orsay δεν είναι μουσείο σύγχρονης τέχνης. Αντίθετα, φιλοξενεί τα αριστουργήματα του Ιμπρεσιονισμού. Πώς είναι αυτή η εμπειρία; Είναι μια πολύ ιδιαίτερη άσκηση, τόσο σε συμβολικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Οι παράμετροι πρόσληψής του είναι η ζωγραφική και η γλυπτική, τα πρότυπα και οι αναφορές, είναι εξαιρετικά οργανωμένα στο Orsay. Από αυτή ακριβώς την πρόκληση αφορμώμαι.

– Επίσης το φθινόπωρο παρουσιάζεις σε τρία κεφάλαια την περφόρμανς σου Dying on Stage σε ένα από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ της Ευρώπης, στο Festival d’Automne και έπειτα σε διάφορα άλλα θέατρα στην Ευρώπη. Πώς προέκυψε αυτό το έργο; Εντελώς συμπωματικά. Κάθε χρόνο για τα γενέθλιά μου παρουσιάζω στους φίλους μου ένα νέο κεφάλαιο γύρω από αυτή τη θεματική. Καθώς λοιπόν τυγχάνει φίλοι μου να επιμελούνται προγράμματα σε μουσεία, μετά από αμφιβολίες δικές μου και δική τους επιμονή, το παρουσίασα δημόσια στη Serpentine στο Λονδίνο πριν κάποια χρόνια. Έκτοτε είχε την πορεία που είχε, που προσωπικά ακόμη με εκπλήσσει.

Και τι αφορά; Μέσα από σχολιασμό βίντεο ντοκουμέντων προσεγγίζω μια σειρά από πραγματικούς και συμβολικούς θανάτους στη σκηνή. Αυτή είναι βέβαια το κίνητρο για να πραγματευτώ τον φαύλο κύκλο της τριγωνοποίησης μεταξύ του θεατή, του ηθοποιού και του χαρακτήρα. Η φόρμα είναι πολύ απλή και η δραματουργία περιορίζεται στη σύμβαση της διάλεξης.
– Πρόκειται λοιπόν για ένα έργο ανοιχτό; Οργανώνεται κάθε φορά διαφορετικά, με διαφορετικό χρόνο και διαφορετικές ενότητες. Για παράδειγμα, το τελευταίο κεφάλαιο που δείχνω τον Δεκέμβριο στο Παρίσι θα είναι εξίμιση ώρες. Παραμένει επίσης ανοιχτό, καθώς έχω το σταθερό ραντεβού κάθε 21 Φεβρουαρίου που είναι τα γενέθλιά μου.
– Υπήρξαν/υπάρχουν καλλιτέχνες τους οποίους έχεις για πρότυπα; Ναι, πολλοί.
Θα μας αναφέρεις ένα; Από το ευρύ φάσμα της τέχνης θα επέλεγα την Nina Simone για την άρτια μεταχείριση του συναισθήματος και την αναγωγή του σε όργανο πολιτικής αντίστασης.
 
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΦΩΤΟ: SECTILE, 2016, ΜΟΝΙΜΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΖΩΡΖ ΠΟΜΠΙΝΤΟΥ, ΠΑΡΙΣΙ, 2018. ΦΩΤΟ: JULIE JOUBERT. ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΑΧΏΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΈΝΤΡΟΥ ΖΩΡΖ ΠΟΜΠΙΝΤΟΥ.
 
Φιλgood, τεύχος 239.