Ο κορυφαίος Βρετανός χορογράφος θεωρεί ότι το σώμα είναι ο καλύτερος αφηγητής κι ότι είναι πιο ειλικρινές από το στόμα. Πιστεύει επίσης ότι ο άνθρωπος είναι το χειρότερο και το καλύτερο πλάσμα του κόσμου. Για να τον συνεφέρει προτιμά να τον «χτυπά» στο στομάχι κι όχι στο μυαλό.
Ήταν μόλις 13 ετών όταν επιλέχθηκε να συμμετάσχει στη θρυλική παραγωγή της «Μαχαμπαράτα» του Πίτερ Μπρουκ που γύρισε τον κόσμο, αλλά και στην 6ωρη τηλεοπτική της μεταφορά το 1989. Μέχρι το 2000 που ίδρυσε τη φερώνυμη ομάδα του, ο άλλοτε μαθητής του παραδοσιακού ινδικού χορού καθάκ, είχε ήδη αναπτύξει ένα εντελώς δικό του υβριδικό κινησιολογικό λεξιλόγιο κι είχε σαγηνεύσει τον κόσμο του σύγχρονου χορού. Στις μέρες μας θεωρείται πλέον ένας από τους πιο ονομαστούς Βρετανούς χορευτές και χορογράφους, έχοντας συνεργαστεί με τον Ανίς Καπούρ, την Ζιλιέτ Μπινός, την Κάιλι Μινόγκ, με αποκορύφωμα τη συμμετοχή του στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου το 2012. Γεννημένος στο νοτιοδυτικό Λονδίνο, ο Άκραμ Καν δεν απαρνήθηκε ποτέ την μπαγκλαντεσιανή καταγωγή του εξ ου και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα αρχαία έπη της Ανατολής. Εκκινώντας, λοιπόν, από το έπος του Γκιλγκαμές, επιχειρεί στο τελευταίο του πρότζεκτ «Unwitting The Devil» να ξεγελάσει τον εξαποδώ μελετώντας αρχέγονα τελετουργικά και παραδόσεις, σ’ έναν συνεχώς μεταβαλλόμενο πλανήτη.
– Πώς θα προετοιμάζατε το κυπριακό κοινό ενόψει της πρώτης του επαφής με τη δουλειά σας; Είναι ένα αδυσώπητο κομμάτι. Έτσι θα το χαρακτήριζα με μια λέξη. Μη περιμένετε κάτι ευχάριστο, σε καμιά περίπτωση. Αφορά σε μεγάλο βαθμό την κλιματική αλλαγή. Ωστόσο, οι συνεργάτες μου κι εγώ αξιοποιούμε ως βάση κι έμπνευση έναν πολύ παλιό μύθο: το έπος του Γκιλγκαμές. Είναι από τα παλαιότερα σωζόμενα κείμενα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Εμπνεόμαστε από το έπος για να στοχαστούμε πάνω στο πώς η ανθρωπότητα ανέκαθεν προσπαθούσε να ελέγξει τη φύση και πώς η φύση εκδικείται και καταστρέφει τελικά την ανθρωπότητα. Ο άνθρωπος ποτέ δεν θα καταφέρει να τη δαμάσει.
– Ποιες αντιδράσεις αναμένετε; Είμαι λίγο αγχωμένος. Δεν έχω έρθει ποτέ στην Κύπρο, παρότι έχω θετική εντύπωση απ’ όσα έχω ακούσει. Είμαι ενθουσιασμένος που επιτέλους η ομάδα μου έρχεται εκεί.
– Πόσο σημαντική είναι η δημιουργική διαδικασία; Την απολαμβάνω. Είναι εξίσου σημαντική με την ίδια την παράσταση. Δεν υπάρχει ιεραρχία. Όλα τα στάδια είναι σημαντικά.
– Πιστεύετε ότι η ωρίμανση μιας παραγωγής συνεχίζεται μετά τη δεύτερη, τη δέκατη, την εικοστή παράσταση; Ναι. Στην περίπτωση μου, μια δουλειά γίνεται βαθύτερη, «στρώνει», περίπου μετά από έξι μήνες τακτικών παραστάσεων. Τότε αποκτά ζωή. Ποτέ δεν είναι έτοιμη στην αρχή. Είναι μόνο το κέλυφος. Πρέπει να βιωθεί, να ενσαρκωθεί από την ομάδα.
– Τι σας κινεί; Τι με κινεί; Η ενσυναίσθηση. Μια πράξη ενσυναίσθησης, μια πράξη καλοσύνης. Αυτό με παρακινεί. Αυτό που με αιφνιδιάζει, που με συνταράσσει, είναι μια πράξη βίας, μια πράξη αμάθειας. Μια πράξη καλοσύνης πραγματικά μ’ εμπνέει, όπως και η υπερνίκηση της αρνητικότητας. Μ’ εμπνέει η Γκρέτα Τούνμπεργκ. Νομίζω ότι εμπνέομαι από ιστορίες που εμπεριέχουν την ελπίδα. Το έχω ανάγκη. Από ιστορίες που εναντιώνονται στον ζόφο. Εμπνέομαι πολύ από τον κινηματογράφο, την ποίηση, τη λογοτεχνία. Αλλά πάνω απ’ όλα με εμπνέει ο άνθρωπος. Ο οποίος, ταυτόχρονα, με απογοητεύει.
– Επιτρέπετε στις πολιτικές εξελίξεις να επηρεάσουν το έργο και την κοσμοθεωρία σας; Δεν το επέτρεπα πριν γεννηθούν τα παιδιά μου. Τα παιδιά μου όμως δεν με γέννησαν απλώς ως πατέρα, αλλά γέννησαν ένα μέλλον σε μένα. Επειδή αυτά είναι το μέλλον. Κι έτσι άρχισα να φαντάζομαι το αύριο και να ενδιαφέρομαι περισσότερο για την πολιτική που το επηρεάζει, για το περιβάλλον, τις πολιτικές πάνω στην κλιματική αλλαγή, τους πολέμους. Όσο περισσότερο επενδύω τις ελπίδες μου στα παιδιά, τόσο περισσότερο ο εξωτερικός κόσμος μοιάζει να επιδρά στον εσωτερικό μου κόσμο. Άρα, ο κόσμος έξω από το στούντιό μου, άρχισε να επιδρά στον κόσμο μέσα σ’ αυτό.
– Πώς φαντάζεστε τη δουλειά σας, τις ιδέες σας, το καλλιτεχνικό σας αποτύπωμα στο μέλλον; Ανησυχώ ότι δεν έχουμε αρκετό χρόνο και δυσκολεύομαι να ονειρευτώ το μέλλον. Ο μεγάλος μου φόβος αυτή την περίοδο είναι ότι μπορεί να μην έχουμε μέλλον. Ότι τα παιδιά μας δεν έχουν μέλλον. Τουλάχιστον σ’ έναν κόσμο όπως τον γνωρίζουμε σήμερα. Δεν τολμώ καν να σχεδιάσω το μέλλον στο μυαλό μου, με τρομάζει. Οι μελλοντικές γενιές φαίνεται ότι δεν έχουν μέλλον εξαιτίας του τρόπου που έχουμε μορφοποιήσει τον κόσμο.
– Επιτρέπετε αυτά τα αρνητικά αισθήματα να επιδράσουν στο έργο σας; Δεν χρειάζεται να τα επιτρέψω· απλώς συμβαίνει. Δεν έχουμε επιλογή. Δεν μπορούμε πια να επιλέγουμε να αγνοούμε αυτό που συμβαίνει. Δεν γίνεται να κλείνεις τα μάτια –μιλώ για τον εαυτό μου- αποφεύγοντας να αντιμετωπίσεις και να δεχτείς αυτό που συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο, τη βία, την κοινωνική αδικία. Δεν πάει άλλο, δεν μπορούμε να ζούμε σ’ έναν τέτοιο κόσμο πια. Ό,τι συμβαίνει στην άλλη πλευρά του πλανήτη αργά ή γρήγορα θα έρθει και στη δική σου. Ο κόσμος είναι ένας κι είναι πιο «μικρός» από ποτέ. Ποτέ δεν ήταν τόσο εμφανές αυτό. Έχουμε μόνο μια Γη. Οι συνέπειες του άκρατου καπιταλισμού, της απληστίας, της εκμετάλλευσης και της εξουσιομανίας, έφτασαν στα κατώφλια μας. Ό,τι συμβαίνει στο Αφγανιστάν ή στη Συρία δεν μένει στην οθόνη, έρχεται και μας βρίσκει. Δεν έχουμε επιλογή να το αγνοούμε. Το λάθος ήταν ότι το αγνοούσαμε από την αρχή.
– Ποιος είναι ο στόχος σας από κοινωνικοπολιτικής σκοπιάς; Έχω έναν σκοπό τώρα κι αυτός είναι να υπενθυμίζω συνεχώς στους ανθρώπους μέσω της τέχνης μου τα λάθη που κάναμε και τα όμορφα πράγματα που μας απέμειναν. Θέλω να τους θυμίζω τι σημαίνει να είσαι ανθρώπινο ον. Τις πολυπλοκότητες της ανθρώπινης κατάστασης. Αυτή είναι η ατζέντα μου αυτή τη στιγμή. Φυσικά, είναι ξεκάθαρο ότι η δουλειά ενός καλλιτέχνη δεν είναι ν’ αλλάξει τον κόσμο. Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό. Οι πολιτικοί μπορούν. Οι άνθρωποι μπορούν. Η μάζα. Σκοπός μου εμένα νιώθω ότι είναι να τους δώσω μια διαφορετική αντίληψη του κόσμου.
– Πώς το κοινό ανταποκρίνεται συνήθως σ’ αυτό; Δεν ξέρω. Νομίζω ότι είναι διαφορετικό για τον καθένα. Κάποιοι είναι απαθείς και ακατάδεχτοι σε συναισθήματα και κάποιοι συνδέονται, είναι πιο ευαίσθητοι. Το έργο μου επιδρά σε διαφορετικό επίπεδο και βαθμό στους ανθρώπους. Εξαρτάται από το ποιος είσαι ως άτομο και ποιες είναι οι προσδοκίες σου από μια παράσταση. Δεν θα έλεγα, πάντως, ότι η δουλειά μου προορίζεται να διασκεδάσει.
– Ποιος είναι ο τρόπος να ξεγελάσει κανείς πραγματικά τον διάβολο, όπως υπόσχεται η παράστασή σας «Outwitting the devil»; Έχω μια δυσάρεστη απάντηση. Ίσως χρειάζεται η γη, η φύση να υπερνικήσει το ανθρώπινο είδος. Ο διάβολος για μένα παραπέμπει στην ανθρωπότητα. Με λύπη θα ‘λεγα ότι υπάρχει μόνο ένας τρόπος: ν’ απαλλαγεί από εμάς. Είμαστε σαν καρκίνος για τον πλανήτη. Ο άνθρωπος δεν πρόκειται να αλλάξει. Του πήρε χιλιάδες χρόνια να εξελιχθεί, αλλά δεν άλλαξε. Επέλεξε να μην αλλάξει. Φανταστείτε ότι υπάρχει ένα τεράστιο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που ακόμη πιστεύει ότι κλιματική αλλαγή δεν είναι αληθινή.
– Ακούγεστε πολύ απογοητευμένος… Είμαι πολύ στεναχωρημένος. Αλλά ακόμη έχω ελπίδα. Διαφορετικά δεν θα σηκωνόμουν το πρωί. Κανείς δεν μπορεί να σηκωθεί το πρωί αν δεν έχει ελπίδα.
– Επίσης, δεν θα είχατε το κίνητρο για δημιουργία. Συνεπώς, δεν είστε πεσιμιστής… Προσπαθώ πολύ να μην είμαι πεσιμιστής. Είναι εύκολο στις μέρες μας να είσαι απαισιόδοξος. Απλώς αναλογίζεσαι τον Τραμπ, τον Μπόρις Τζόνσον, όλους αυτούς τους απίθανους συντηρητικούς ηγέτες. Δεν ξέρω τι συνέβη, με όσα συνέβησαν αυτή τη δεκαετία κυριολεκτικά είναι λες και γυρίσαμε 50 χρόνια πίσω. Για να μην πω 80, στην εποχή που ακόμη μαινόταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
– Ποια στοιχεία στον χορό σας ελκύουν σήμερα; Αγαπώ το γεγονός ότι ο χορός μπορεί να μετατρέψει την ελπίδα σε δράση. Μου αρέσει να το πιστεύω αυτό. Πάντοτε νιώθω αισιόδοξος όταν κινούμαι. Νομίζω ότι αυτό είναι που με κάνει αισιόδοξο. Το να κινούμαι. Και λατρεύω να μιλώ μέσω του σώματος. Κινούμαι σημαίνω ζω. Η σταθερότητα είναι μια πράξη θανάτου.
– Έχετε δηλώσει ότι ο χορός είναι το πιο ζωώδες ανθρώπινο πράγμα. Η δουλειά σας πηγάζει από την άποψη αυτή; Νομίζω. Πηγάζει από το πρωταρχικό. Μου αρέσει να αντλώ από αρχέγονα και εθνογραφικά στοιχεία του ανθρώπινου όντος.
– Συνεπώς, πιστεύετε ακόμη στον άνθρωπο; Βεβαίως. Υπάρχουν τόσα πολλά όμορφα πράγματα στους ανθρώπους. Αλλά και τόσα κακά. Είμαστε το μόνο είδος που καταστρέφουμε σε τέτοιο βαθμό τα άλλα είδη. Το πιο βίαιο, επικίνδυνο και επιβλαβές που πέρασε ποτέ από τη Γη. Απ’ όλα τα πλάσματα στον κόσμο, είμαστε το χειρότερο και παράλληλα το καλύτερο. Αυτό είναι το παράξενο.
– Είναι κάτι συγκεκριμένο που αναζητείτε μέσω της δουλειάς σας; Αναζητώ τη δράση. Πάντα ήλπιζα ότι η δουλειά μου χτυπά το κοινό στο στομάχι. Στο υπογάστριο. Κι όχι πρώτα στο μυαλό, διανοητικά. Προτιμώ να νιώσεις κάτι έντονα, παρά να το καταλάβεις, να το αναλύσεις. Όταν πρωτοείδα μια ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν, ή του Μπρους Λι, όταν άκουσα έναν δίσκο του Μάικλ Τζάκσον, όταν είδα την πρώτη μου κλασική παράσταση, δεν καταλάβαινα τι ακριβώς βίωνα, αλλά ένιωσα κάτι. Κάτι μαγικό, κάτι δυνατό. Εύχομαι να μπορούσα να το κάνω κι εγώ αυτό στο κοινό.
– Η χορογραφία σας στο πλαίσιο της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2012 πιστεύετε ότι έχει αλλάξει τον τρόπο που αντιμετωπίζει το κοινό εσάς και το έργο σας; Όχι, δεν νομίζω. Νομίζω ότι έχω αλλάξει εγώ. Η δική μου ματιά, η χορογραφία μου. Όλα αφορούσαν την κλίμακα, βασικά. Ποτέ δεν είχα εργαστεί προηγουμένως σε τέτοια κλίμακα κι ίσως να μην το ξανακάνω. Λάτρεψα την εμπειρία, ήταν φανταστική κι όταν τελείωσε συνειδητοποίησα ότι δεν θα μπορούσε να συμβεί κάτι πιο επικό. Όταν επέστρεψα για να παρουσιάσω δουλειά μου σε θέατρο, είχα πια διαφορετική προσέγγιση, πρόσθεσα κάτι πιο μεγαλοπρεπές, πιο μνημειακό. Εξερευνάς την προσωπική σου εμπειρία, απορροφάς ό,τι είναι χρήσιμο και απορρίπτεις ότι είναι περιττό. Και καταλήγεις σ’ αυτό που είναι πραγματικά δικό σου.
– Η μητέρα σας είναι επίσης χορεύτρια. Πώς αυτό επηρέασε την ενασχόλησή σας με τον χορό; Η μητέρα μου χόρευε από χόμπι. Όχι επαγγελματικά. Της άρεσε πάντα να επικοινωνεί με το σώμα της, το θεωρεί μια εμπειρία πνευματική. Σαφώς και με επηρέασε η παιδική μου ηλικία. Οι γονείς μου, ειδικότερα η μητέρα μου, με ώθησαν στον χορό. Όπως και η θεία μου.
– Πώς η χορευτική παράδοση καθάκ και η αναπαράσταση ιστοριών μέσω του χορού διαμόρφωσε το στίγμα σας; Για μένα το σώμα πάντοτε αφηγείται ιστορίες. Είναι ο καλύτερος αφηγητής. Εγώ διέκρινα πάντοτε ιστορίες στα ανθρώπινα σώματα ακόμη κι όταν δεν ήθελαν απαραίτητα να πουν μια ιστορία. Θεωρώ το σώμα πολύ πιο ειλικρινές από το στόμα. Εμπιστεύομαι τη δράση περισσότερο απ’ τα λόγια. Πάντοτε το να πράττεις είναι διαφορετικό από το να λες. Υπό μια έννοια, το σώμα μιλάει πιο τρανταχτά. Η κίνηση αφηγείται πιο τρανταχτά από τη λέξη.
– Πώς αντιμετωπίζετε ως χορευτής το αναπόδραστο γεγονός της βιολογικής φθοράς και της γήρανσης του σώματος; Φριχτά. Είναι πολύ δύσκολο να εγκαταλείψω έναν ακλόνητο τρόπο σκέψης. Όμως, το σώμα λέει πάντα την αλήθεια. Δεν μπορείς να ξεγελάσεις το σώμα. Και δεν μπορείς να ξεγελάσεις τον χρόνο. Αυτή είναι η άλλη πτυχή του διαβόλου: ο αδίστακτος χρόνος. Πρέπει να παραδοθείς στο αναπόφευκτο. Ίσως έτσι να είναι πιο εύκολο να κυλήσει. Ίσως είναι καλύτερα να έχει ισχνότερη αντίσταση. Η άρνηση το κάνει πιο δύσκολο. Δεν μπορώ να είμαι 30 ή 20 χρονών πια. Είμαι 45. Είναι μια δύσκολη ηλικία για μένα ως χορευτή, για τον τρόπο που θέλω να προπονηθώ και να κινηθώ. Συνεπώς, θα πρέπει να προσαρμοστώ και να μεταμορφωθώ. Όλα έχουν να κάνουν με την εξέλιξη, την αλλαγή.
– Πώς αντιμετωπίζετε την κριτική; Δεν διαβάζω κριτικές. Αν διαβάζεις τις θετικές, πρέπει να διαβάσεις και τις αρνητικές. Προτιμώ να ανιχνεύω την αντίδραση των θεατών στο κοινό, στο οποίο πάντα περιλαμβάνω τον εαυτό μου. Είμαι κριτής του εαυτού μου. Επίσης, έχω έναν πολύ βοηθητικό διευθυντή πρόβας να μου κάνει σχόλια. Η πιο σοβαρή κριτική που εμπιστεύομαι είναι της συζύγου μου και της μητέρας μου.
* «Outwitting The Devil», 26 & 27 Οκτωβρίου, Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας, 8.30μ.μ. 22664028, www.soldoutticketbox.com